Κυνόδοντας: Βραβείο ρεαλισμού με υπογραφή Λάνθιμου

Μετά την βράβευση από το Φεστιβάλ Κανών, η τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου έρχεται στις ελληνικές αίθουσες για να μας θυμίσει πως ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο ελεύθεροι όσο το σύστημα που μας περιβάλει επιτρέπει.
Κυνόδοντας: Βραβείο ρεαλισμού με υπογραφή Λάνθιμου
του Λουκά Τσουκνίδα

Αν υπάρχει κάποιος που μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει πώς λειτουργεί χονδρικά ένα καθεστώς ή ένα δομημένο κοινωνικό σύστημα, να σηκώσει το χέρι. Ύστερα να το κατεβάσει και να παρακολουθήσει τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου που με καθόλου διακριτικό τρόπο, ευτυχώς, παρέχει την αντιστοίχιση που θα κάνει και τον τελευταίο ανυποψίαστο ν' αντιληφθεί με ποιον τρόπο υποτασσόμαστε στις προσταγές των πατριαρχικών συστημάτων μας, σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα. Κι όμως υπάρχει ελπίδα, γιατί οι τακτικές απόλυτου ελέγχου είναι καταδικασμένες ν' αποτύχουν, ενώ ο άνθρωπος είναι κατά βάση ελεύθερος κι αν του αφήσεις ένα παραθυράκι, όσο επίπονη κι αν είναι η φυγή μέσω αυτού, θα την επιλέξει και θα πετάξει προς την ελευθερία του. Μια ελευθερία που ίσως και να μην μπορεί να διαχειριστεί γιατί δεν έμαθε ποτέ πώς. Μια ελευθερία που ίσως και να μην υπάρχει στον απτό γνωστό κόσμο ή τουλάχιστον, σ' αυτόν που έχουμε φτιάξει γύρω μας. Χμ! Απαισιόδοξο;

Στην, βραβευμένη στο τελευταίο φεστιβάλ των Κανών, ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, ένας τυπικός μεσοαστός (Χρήστος Στεργιόγλου) που ανεβαίνοντας προφανώς τα σκαλιά της ιεραρχίας στη βιομηχανία όπου εργάζεται, διαθέτει σπίτι στην εξοχή με πισίνα και μια πολυμελή οικογένεια, αποτελεί την εκδοχή της πατριαρχικής τυραννίας. Με τη συνενοχή της μητέρας, κρατά τις δυο κόρες και τον γιο του μακριά απ' τον έξω κόσμο, μέσα στον ψηλό φράκτη που έχει χτίσει γύρω απ' την αυλή του κι ελέγχει απόλυτα όσα ερεθίσματα φτάνουν τελικά στα ενήλικα πλέον παιδιά του, που όμως μιλούν και αντιδρούν σα να μη μεγάλωσαν ποτέ. Ένα απ' αυτά τα ερεθίσματα, δείγμα της προτεραιότητας που δίνεται από τέτοια καθεστώτα στην ικανοποίηση και τόνωση του ανδρισμού ως ποιοτικό χαρακτηριστικό, είναι η περιοδική επίσκεψη μιας υπαλλήλου του εργοστασίου στο σπίτι για να κάνει σεξ επί πληρωμή με το αγόρι. Αυτή η μικρή ελεγχόμενη ρωγμή στο τείχος, φτάνει για ν' αρχίσει να δυσλειτουργεί ο ασφαλής μικρόκοσμος του μεσοαστού χιτλεράκου που μέσα στην πλύση εγκεφάλου στην οποία έχει υποβάλλει τους υποτακτικούς του, έχει φυτέψει γερά κι ένα ψέμα το οποίο μοιάζει με δικλείδα ασφαλείας. Μήπως όμως είναι κι η καλύτερη διέξοδος; Κι αν είναι, υπάρχει πραγματική διέξοδος; Κι αν υπάρχει, είναι εφικτή για όλους;
 
[Το trailer της ταινίας]

Η αλήθεια είναι ότι ο «Κυνόδοντας» δεν μου άρεσε σε πρώτη φάση για λόγους που έχουν να κάνουν με τις δικές μου αντιλήψεις, εμμονές και προσδοκίες, αλλά και την επιφανειακή πρώτη ανάγνωση που εξέθεσα στον πρόλογο. Θεωρώ ότι η συνθηματική κινδυνολογία του τύπου «η χούντα δεν έφυγε ποτέ» κι η χρήση της ελληνικής μικρομεσοαστικής οικογένειας και των καθόλου αδικαιολόγητων ανασφαλειών της για την ενίσχυση τέτοιων εντυπώσεων, είναι δυο πράγματα που έχουν ξεχυλωθεί όσο δεν πάει. Αποτέλεσμα του ξεχυλώματος είναι να έχουν γίνει παγιωμένα κλισέ και αντί να προκαλούν τη σκέψη να πάει παραπέρα, να χαϊδεύουν την ανάγκη μας για επιβεβαίωση του ότι εμείς δε γίναμε έτσι, αλλά έτσι «μας έκαναν».

Μ' αυτή τη σκέψη στο μυαλό μου, περιμένω από ένα σενάριο να τελειώνει νωρίς-νωρίς με το κλισέ που έχει γίνει πια κοινή γνώση και να εξετάζει τί γίνεται μετά, πώς δηλαδή ο σημερινός άνθρωπος —μιας και η ταινία έχει φύγει πλεον απ' την ελληνική απομόνωση— απογαλακτίζεται απ' τ' αρρωστημένα εν προκειμένω «οικογενειακά» δεσμά κι αν καταφέρνει ποτέ να ξεφύγει ουσιαστικά, ώστε να σημάνει ο θάνατος μιας νοοτροπίας και το πέρασμα σε μιαν άλλη, που το αν είναι καλύτερη ή χειρότερη θ' αποτελέσει μια νέα συζήτηση. Με λίγα λόγια, το ενδιαφέρον για μένα ξεκινά μετά το τέλος της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου, αν και το ότι υπάρχει οποιαδήποτε συνέχεια, αποτελεί και πάλι τελείως προσωπική ερμηνεία αυτού του τέλους.

Φυσικά, ο σκηνοθέτης δεν έχει καμία υποχρέωση να ικανοποιήσει τη δική μου προσδοκία ούτε ν' αφήσει στην άκρη αυτά που ο ίδιος θέλει να πει και κυρίως τον τρόπο που θέλει να τα πει. Ο Λάνθιμος επιλέγει την υπερβολική απεικόνιση μιας κατάστασης για να δείξει το μέγεθος της τραγικότητάς της και σκηνοθετεί με συγκεκριμένο στιλ, υπερβολικά ρεαλιστικό, την άρρωστη πραγματικότητα της απομονωμένης οικογένειας. Προσέχει κάθε κάδρο και κάθε στήσιμο των ηθοποιών να είναι συνεπές σ' αυτό το στιλ και συνθέτει συμβολισμούς που είναι επίσης συνεπείς προς την αλληγορία του. Η καθημερινότητα που παρουσιάζει μοιάζει το ίδιο επαναληπτική και άχρωμη με του έξω κόσμου, η διαστροφή της γλώσσας μοιάζει με τον τρόπο που διαστρέφουμε τις λέξεις και τις έννοιες υπέρ μας, οι παράλογες εξηγήσεις για απόλυτα φυσικά φαινόμενα δεν είναι πιο παράλογες απ' τις εξηγήσεις που λαβαίνουμε κάθε φορά που αδικούμαστε απ' το εκάστοτε σύστημα ή τον εκάστοτε συνάνθρωπό μας. Κι αν το μαύρο χιούμορ μου φάνηκε, σε στιγμές, λίγο εύκολο, η ειρωνεία προς όλους ανεξαιρέτως τους χαρακτήρες και το ρόλο που επιμένουν να παίζουν, κάνοντας πως δεν αντιλαμβάνονται τον παραλογισμό, είναι αυτό που υπονομεύει την επιφάνεια της ταινίας, αλλά και συνήθη σοβαροφάνεια παρόμοιων αλληγορικών εγχειρημάτων.

Ο «Κυνόδοντας» είναι μια πολύ καλογυρισμένη ταινία όπου κάθε λεπτομέρεια είναι στον απόλυτο έλεγχο του σκηνοθέτη της. Επιπλέον, έχει να πει πολλά περισσότερα απ' όσα φαίνονται και συνεπώς χρειάζεται περισσότερη προσοχή, την οποία εγώ της έδωσα πολύ μετά την αποχώρησή μου απ' την αίθουσα.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά», το πολύ καλό λόου-μπάτζετ ρουμάνικο θρίλερ «Hooked», το συμπαθητικό «Julie & Julia» με τις Μέριλ Στριπ και Έιμι Άνταμς, το βραβευμένο στις Νύχτες Πρεμιέρας «Moon» με τον Σαμ Ρόκγουελ, το γερμανικό πολεμικό δράμα «Dresden», η ελληνική κωμωδία «Στο Βάθος Κήπος», το «Saw 6» και το φαντασμαγορικό "Ocean World 3D"
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v