Γ. Καλαβριανός: Δεν πιστεύω στα μηνύματα του έργου
Ο σκηνοθέτης της Μήδειας του Μποστ μιλά στο In2life καθώς ετοιμάζει τις βαλίτσες του για την Επίδαυρο.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Λίγες ημέρες πριν η Μήδεια του Μποστ πάρει τον δρόμο για το αργολικό θέατρο της Επιδαύρου ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός μίλησε στο In2life για την νέα φιλόδοξη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και για το κατά πόσον η κωμωδία είναι «λαϊκό θέατρο», για τη σημασία του χρόνου επώασης της δημιουργίας και την σχέση Μποστ- Αριστοφάνη.
Τι από την πολιτική παρακαταθήκη του Μποστ θα προβάλει η δική σας Μήδεια και γιατί; Έχει «μήνυμα» αυτό το έργο;
Αν δεν θέλουμε να περιοριστούμε στο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο του συγγραφέα και διευρύνουμε τον όρο της αισθητικής ως πολιτική πράξη, ο σεβασμός και η επιμονή του στη λεπτομερή εργασία και τη μελέτη, η οξυδέρκειά του να απομονώνει τα διαχρονικά κακώς κείμενα της ελληνικής περίπτωσης και η φροντίδα του να γίνεται κατανοητός από όλους, χωρίς αποκλεισμούς και κούφια επίδειξη, είναι μια πολιτική στάση και παράδειγμα ζωής και εργασίας. Δεν πιστεύω στα μηνύματα του έργου, και στο «τι θέλουν να πουν οι ποιητές», ως συμπυκνωμένο χάπι γνώσης και εμπειρίας. Τα μηνύματα μπορούν να έρθουν και από τον τρόπο που ένας άνθρωπος κάνει συνολικά τη δουλειά του. Και όποιος τα καταλάβει.
Βλέπετε να υπάρχουν συνάφειες ανάμεσα στην αριστοφανική σάτιρα και στην Μήδεια του Μποστ;
Οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν διαφορετική δομή, γλώσσα και είδη χιούμορ. Και οι δύο όμως, χρησιμοποιούν παραδοσιακά παρωδιακά εργαλεία. Η διαστρεβλωμένη χρήση της γλώσσας, η ταυτόχρονη παρουσία ιστορικών και άσχετων με τον μύθο προσώπων, οι αποστροφές προς το κοινό, η χρήση λεκτικών και οπτικών αναχρονισμών είναι ορισμένες από τις κοινές δραματικές τεχνικές. Και οι δύο ενθέτουν επικαιρικά ζητήματα, για να σχολιάσουν άλλα, πιο διαχρονικά και οικουμενικά. Και οι δύο βρήκαν τον τρόπο να γίνονται μαζικά σαφείς. Ο Αριστοφάνης μάλλον πιο αδρά, ενώ ο Μποστ πιο λεπταίσθητα. Φυσικά, αναφέρομαι πάντα στα έργα και όχι στη σκηνική μεταφορά τους.
Τις περισσότερες φορές στήνετε τις παραστάσεις σας με βάση δικό σας κείμενο. Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις έχει το να δουλεύει κάποιος σκηνοθέτης με κείμενα που έχουν δική τους ιστορία;
Στα θεατρικά έργα η σκηνοθεσία ξεκινά και εμπεριέχεται ήδη στην πρώτη λέξη. Κάθε κείμενο φέρει, ακόμη και ως νύξη, μία πρόταση σκηνοθεσίας. Στην περίπτωση του πολυσχιδούς Μποστ, που έφτιαξε στο πρώτο ανέβασμα και το σκηνικό και τα κοστούμια, γνωρίζοντας επιπλέον και τον θίασο για τον οποίο έγραφε, η πρόταση είναι ακόμη πιο συμπαγής. Το ζητούμενο, όπως και σε κάθε κείμενο, είναι να βρεθεί ένας άλλος τρόπος, που να δικαιολογεί το καινούριο ανέβασμά του. Και ευτυχώς ο Μποστ είναι τόσο πεντακάθαρος όσο και πολύπλοκος, για να μας το επιτρέπει. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να γίνει μία πορεία μελέτης και προσπάθεια κατανόησης ολόκληρου του έργου και του τρόπου του Μποστ, για να ακολουθήσει έπειτα η δημιουργία ενός νέου οικοδομήματος, με τα ίδια θεμελιώδη υλικά. Δεν με νοιάζει να μας θυμίζει η παράσταση όσα έχουμε συνηθίσει ως «κόσμο του Μποστ». Θελήσαμε να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο που να προέρχεται από εκεί, να φέρει τη σοβαρότητα, τη λεπτή ειρωνεία και την παραδοξότητά του, αλλά να μην έχει φορέσει τα ρούχα του.
Μπορούμε να πούμε ότι η φόρμα της κωμωδίας στο θέατρο κάνει από μόνη της ένα θέατρο πιο «λαϊκό»;
Η συζήτηση για το «λαικό» θα πρέπει να ξεκινήσει από τον ορισμό του λαού. Αν δεχτούμε τον αφορισμό του Μπρεχτ, πως ο λαός ο ίδιος, έπαψε να είναι λαϊκός, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο. Αν με τον όρο «λαϊκό», εννοούμε το αποτύπωμα, τις δραστηριότητες ενός λαού, τότε η «φόρμα της κωμωδίας» από μόνη της δεν αρκεί. Καταρχάς, έχουμε πολλά είδη κωμωδίας. Άλλο πράγμα κάνει ο Μπάστερ Κήτον, άλλο ο Μποστ και άλλο ο Ρόουαν Άτκινσον. Αλλά τους καταλαβαίνουμε όλοι και μπορούμε να γελάσουμε. Απαιτεί μεγάλη μαεστρία για να κατανοήσεις τον σφυγμό των ανθρώπων και να τους απευθυνθείς μαζικά. Και στις περιπτώσεις που αυτό έχει διάρκεια, προϋπάρχει μια μεγάλη πορεία μελέτης, κατανόησης και αφαίρεσης από τους δημιουργούς. Ή ένα δαιμονικό ένστικτό.
Είναι, αν δεν κάνω λάθος, η τρίτη δουλειά σας για την φετινή σεζόν. Υπερδραστηριότητα;
Καμία υπερδραστηριότητα, άρα και καμία έκπληξη. Οι ρυθμοί εργασίας μου είναι βραδείς και ξεκινούν πολύ νωρίτερα από το τελικό παραστάσιμο αποτέλεσμα. Οι δύο («Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα» στο Θέατρο Τέχνης και «Μια ευτυχισμένη ζωή» στο Μέγαρο Μουσικής) ήταν παραγωγές που είχαν ξεκινήσει δύο χρόνια πριν και δεν είχαν ολοκληρωθεί εξαιτίας της πανδημίας. Το διάστημα αυτό, των δύο χρόνων αναγκαστικής στάσης, έφερε πράγματα που δεν τα περιμέναμε και μετατόπισε τον τρόπο, το ρεπερτόριο και το κοινό. Ήρθαν πολύ νεότεροι θεατές στις παραστάσεις και ελπίζω να ανανεωθεί συνολικά το τοπίο. Ο τελικός αριθμός των παραγωγών δεν αντανακλά τον χρόνο ή την επιμονή της προετοιμασίας τους, αφού κανένας δεν γνωρίζει ή οφείλει να γνωστοποιήσει αναλυτικά τον τρόπο που φτιάχνονται. Όλα κρίνονται στη σκηνή. Άλλωστε, μπορείς ωραιότατα να κάνεις μία μόνο παράσταση κάθε πέντε χρόνια και να είναι τελικά κακή.
Δημήτρης Γλύστρας
(Η Μήδεια του Μποστ σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού παρουσιάζεται στις 8 και 9 Ιουλίου 2022 στην «μεγάλη» Επίδαυρο. Δείτε αναλυτικές πληροφορίες της παράστασης εδώ)