Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί μια θρυλική μαύρη κωμωδία, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Γλάστρα, Άννα Μάσχα, Αργύρη Ξάφη, Κατερίνα Λέχου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
«Σε περίπτωση συναγερμού για αεροπορική επιδρομή κατά τη διάρκεια της παράστασης, το κοινό θα ενημερωθεί από τη σκηνή… Όσοι θεατές επιθυμούν, μπορούν να αποχωρήσουν από το θέατρο, η παράσταση ωστόσο θα συνεχιστεί». Πρεμιέρα για το Πονηρό πνεύμα, 1941.
Ο γάμος του Τσαρλς και της Ρουθ βρίσκεται σε μόνιμη κρίση –τίποτα που δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με μια σειρά από κοκτέιλ πάρτι και γερά μεθύσια. Όταν όμως στην εξίσωση μπει ένα εκκεντρικό μέντιουμ και το ενοχλητικό φάντασμα μιας πρώην συζύγου, η κατάσταση θα πάρει την κάτω βόλτα. Το Πονηρό πνεύμα, η θρυλική μαύρη κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Άνοιξη 1941. Το Λονδίνο βομβαρδίζεται άγρια από τους Γερμανούς κι ο Νόελ Κάουαρντ, ένας από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της βρετανικής σκηνής, πάει στην εξοχή για να γράψει μια κωμωδία με φαντάσματα. Γιατί- παρά τις καταστροφικές επιθέσεις που σχεδόν ισοπεδώνουν την πόλη, παρά τα ερείπια και τα θύματα- η ζωή συνεχίζεται. Κι έτσι «μέσα στην ανασφάλεια, την τρέλα και τη μαυρίλα, ανθίζει μια εξωφρενική κωμωδία», όπως σημειώνει και ο σκηνοθέτης. Το Πονηρό πνεύμα θα γραφτεί μέσα σε πέντε μέρες και θα κάνει ρεκόρ παραστάσεων στο Ουέστ Εντ, με τον κόσμο να σχηματίζει ουρές, υποκρινόμενος πως όλα είναι καλά, όλα είναι όπως πριν. Κάτι αντίστοιχο άλλωστε κάνουν και οι ήρωες του έργου. Από τη μία πόνος και καταστροφή κι από την άλλη η αιώνια φόρα του ανθρώπου προς τα εμπρός, η ανάγκη μας να συνεχίσουμε πάση θυσία, η πεποίθησή μας πως η ζωή δεν σταματά ποτέ. Εστιάζοντας σ’ αυτό το δίπολο και την αντήχησή του στις μέρες μας, ο Γιάννης Χουβαρδάς αναπτύσσει ως κεντρικό άξονα της παράστασης την ιδέα ενός συνεχόμενου πάρτι.
Αριστοτεχνικά δομημένη, η απίθανη, σχεδόν μεταφυσική κωμωδία του Κάουαρντ εξετάζει το θέμα του γάμου και τις δυσκολίες της συζυγικής πίστης, μετατοπίζοντας την πραγματικότητα όσο χρειάζεται για να μπορεί κανείς να την αντιμετωπίσει από απόσταση και με χιούμορ. Άλλωστε, το καυστικό, φλεγματικό, ανελέητο χιούμορ είναι αυτό που χαρακτηρίζει το Πονηρό πνεύμα, όπως και όλα τα έργα του μοναδικού Βρετανού συγγραφέα.
Αυτήν την αίσθηση της μετατοπισμένης πραγματικότητας έχει κι ο θεατής της παράστασης που αντικρίζει την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου γυμνή από σκηνικά, να θυμίζει έναν μεταβατικό χώρο. Ένα προσωρινό μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να μεθύσουν ανενόχλητοι και να ασχοληθούν με τα φαντάσματά τους, την ώρα που κάπου έξω- όχι και πολύ μακριά- σκάνε βόμβες.