Με αφορμή τις εμφανίσεις του στον Ρυθμό Stage, ο Νίκος Ξυδάκης μας μιλά για τραγούδια… «λαθροδιάσημα» και συνταγές επιτυχίας –που δεν υπάρχουν.
Παλαιότερο των 360 ημερών
«Για να μην σου πω ότι η λέξη «λαθροδιάσημα» ισχύει για το 95% των τραγουδιών μου… Είναι τραγούδια που υπογείως γίνονται αγαπητά. Δεν είναι στην επιφάνεια, στον αφρό της επιτυχίας.
Κι εξάλλου, αυτός ο τίτλος δεν είναι δικός μου, είναι από ένα εξαιρετικό κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη. Ένα κείμενο που το βρήκα πολύ υποστηρικτικό και το αισθάνθηκα πολύ συγγενικό με όσα σκέφτομαι. Μου άρεσε και ο νεολογισμός, οπότε κάπως έτσι τον διάλεξα. Ξέρεις, υπάρχουν μερικά τραγούδια που τα ανακαλύπτεις μετά από χρόνια, εξού και ο υπότιτλος «Τραγούδια που αξίζει να ακουστούν σήμερα γι’ αυτό που είπαν χθες…» Τραγούδια που χωρίς να τα έχεις υπολογίσει, τα ακούς μετά από καιρό ξανά και λες, κοίτα, αντέχει αυτό να το πεις σήμερα στη σκηνή…»
Συνέντευξη στην Ειρήνη Ορφανίδου
«Τα Λαθροδιάσημα», τα τραγούδια που έγιναν επιτυχία και εκείνα που δεν, αλλά και «… η ευκαιρία να τα ξαναθυμηθούμε κι εμείς, να ανιχνεύσουμε εκείνη την πρώτη συγκίνηση και να τα δοκιμάσουμε σε ένα κοινό που δεν είναι στο κέντρο της Αθήνας, αλλά, όπως λέω, απευθύνεται στους εναπομείναντες των συνοικιών…».
Ο Νίκος Ξυδάκης μιλά στο in2life με αφορμή τις τρεις εμφανίσεις του, Σάββατο 16, 23 και 30 Ιανουαρίου, στο «Ρυθμός Stage», σε ένα πρόγραμμα με τίτλο «Τα Λαθροδιάσημα» και υπότιτλο Τραγούδια που αξίζουν να ακουστούν σήμερα γι’ αυτό που είπαν χθες…
«...Κέρματα είναι του δρόμου που από άλλους πέσανε, τα τραγούδια που έχω γράψει και δεν σου αρέσανε…» Διαμαρτύρεται ένα από αυτά τα τραγούδια και πάνω σε αυτή την ιδέα και αυτό το κλίμα χτίζεται το πρόγραμμα, με τραγούδια που παίχθηκαν λίγο ως καθόλου σε συναυλίες, τραγούδια που δεν καταγράφηκαν στις λίστες των «ηχηρών επιτυχιών» από την «Εκδίκηση της γυφτιάς», ως και πιο πρόσφατα όπως τα «Φίλε αδελφή ψυχή», «Σπέσιαλ Ελλάς», «Χαβαλεδιάρικο», «Μένω με την μάννα μου», «Βουνό είναι κι θάλασσα», «Καίγομαι σαν το δασάκι».
Έχει ο δημιουργός μία αντίληψη εκ των προτέρων -έστω και διαισθητικά- για το ποιο τραγούδι του θα γίνει επιτυχία; Νομίζω πως δεν μπορεί να το σχεδιάσει κανείς. Σκέψου ότι, όταν είχαμε γράψει με τον Μανώλη Ρασούλη «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», το είχαμε αφήσει έξω από την «Εκδίκηση της γυφτιάς» γιατί θεωρούσαμε ότι, εντάξει, ήταν ένα τραγούδι που είχε λίγο πλάκα, αλλά δεν ήταν και τίποτα ιδιαίτερο. Όταν τελικά, το βάλαμε στον δεύτερο δίσκο, που έγινε από τραγούδια που είχαν «περισσέψει», διαπιστώσαμε ότι έγινε σουξέ. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς, τουλάχιστον εύκολα, να προδιαγράψει. Αντιθέτως, η εκτίμηση -και έχει συμβεί σε πάρα πολλά τραγούδια για τα οποία έχουμε πει, ναι, αυτό θα τύχει μεγάλης επιτυχίας- εκ των υστέρων ανατρέπεται.
Ναι, αλλά για να το αποδομήσουμε λίγο, κάθε δημιουργός ξέρει τα κόλπα, τα μοτίβα, το πατρόν που οδηγεί στην επιτυχία. Ακόμη π.χ. και το πιο απλό: Να διαλέξει για πρώτο τραγούδι σε έναν δίσκο ένα μπιτάτο, δυνατό κομμάτι. Δεν ξέρω εάν είναι τα «κόλπα» της τέχνης του συνθέτη ή τα κόλπα μίας στρατηγικής…
Εννοείς μίας στρατηγικής marketing; Ναι… Είναι λίγο σαν τις δημοσκοπήσεις που διεξάγονται στις εκλογές… Πολλά προβλέπονται, πολλές εκτιμήσεις καταγράφονται και στο τέλος… Εξαρτάται πώς γράφει καθένας. Άλλος είναι κυνηγός τέτοιων τραγουδιών, άλλος δεν το υπολογίζει ιδιαίτερα, κάνει αυτό που του αρέσει, που του λέει το ένστικτο του, η έμπνευση του… Τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά, δεν πολυ-κυνηγάω τη συνταγή. Επιπλέον, όλα αυτά είναι και λίγο σχηματικά. Κάποτε λέγαμε ότι επιτυχία κάνουν τα «γρήγορα» τραγούδια. Κάναμε συσκέψεις για το ποιο θα βάλουμε πρώτο στον δίσκο και ποιο δεύτερο, όπως είπες -λέγαμε, πρώτο θα βάλουμε αυτό γιατί είναι «γρήγορο»- και αποδεικνυόταν ότι, άλλο τραγούδι έκανε τελικά, την επιτυχία.
Συνεπώς, δεν υπάρχει κάποιο μυστικό στο «μαγειρείο» του συνθέτη; Όχι, απλά, τώρα είναι πιο «οργανωμένα» τα πράγματα. Υπάρχει για παράδειγμα η άποψη που λέει ότι, εάν ένα τραγούδι παιχτεί στο ραδιόφωνο εκατό φορές, γίνεται πλύση εγκεφάλου στον ακροατή, που σημαίνει, έχεις καταφέρει να του το «κολλήσεις». Ή, μία άλλη, που προτείνει να χρησιμοποιείς μία φράση που θεωρείται «πιασάρικη».
Θα σου πω για την «Αρχή των τραγουδιών μας», ένα τραγούδι που έγινε επιτυχία, γραμμένο για μια ταινία του Πανουσόπουλου, το οποίο βάλαμε στον δίσκο, αλλά τελικά, δεν μπήκε στην ταινία. Ένα τραγούδι αποτελούμενο από διάφορα δίστιχα, ένα του Μπωντλαίρ, ένα άλλο από κάποιο δημοτικό τραγούδι κ.ο.κ. –ποια ασφαλή πρόβλεψη θα μπορούσε να κάνει κανείς; Ποιος θα μπορούσε να πει ότι θα γινόταν επιτυχία;
Γιατί διάλεξες τον τίτλο «Τα Λαθροδιάσημα» και όχι «Τα άσημα»; Επειδή, υπογείως κάποια τραγούδια και εξάλλου αυτή είναι η ιδέα του προγράμματος, υπάρχει ένας κόσμος που τα αγαπά. Έρχονται στις συναυλίες άνθρωποι και σου λένε, μα, δεν παίξατε εκείνο το τραγούδι το οποίο έχω συνδέσει με μία προσωπική μου στιγμή, έχουν ένα παράπονο, θυμούνται τίτλους και εκείνη τη στιγμή διαπιστώνεις ότι, όντως, υπάρχουν τραγούδια που δεν έχεις παίξει σε live ποτέ (μα ποτέ)… Όπως και κάποια άλλα, που έχεις παίξει πολύ λίγες φορές και κάποια που έχεις χρόνια να συμπεριλάβεις σε live.
Βασίζεται λοιπόν, σε αυτήν την ιδέα: Στην επιθυμία των ανθρώπων που έρχονται και ζητάνε αυτά τα τραγούδια. Τραγούδια που αγαπώ κι εγώ. Σκέφτηκα, ας τους αφιερώσω κάτι, ας τους δώσω λίγο χώρο, ας τους κάνω μία συναυλία, τέλος πάντων…
Για να μην σου πω ότι η λέξη «λαθροδιάσημα» ισχύει για το 95% των τραγουδιών μου… Είναι τραγούδια που υπογείως γίνονται αγαπητά. Δεν είναι στην επιφάνεια, στον αφρό της επιτυχίας.
Κι εξάλλου, αυτός ο τίτλος δεν είναι δικός μου, είναι από ένα εξαιρετικό κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη. Ένα κείμενο που το βρήκα πολύ υποστηρικτικό και το αισθάνθηκα πολύ συγγενικό με όσα σκέφτομαι. Μου άρεσε και ο νεολογισμός, οπότε κάπως έτσι τον διάλεξα.
Ξέρεις, υπάρχουν μερικά τραγούδια που τα ανακαλύπτεις μετά από χρόνια, εξού και ο υπότιτλος «Τραγούδια που αξίζει να ακουστούν σήμερα γι’ αυτό που είπαν χθες…» Τραγούδια που χωρίς να τα έχεις υπολογίσει, τα ακούς μετά από καιρό ξανά και λες, κοίτα, αντέχει αυτό να το πεις σήμερα στη σκηνή.
Τα Λαθροδιάσημα σου τα αισθάνεσαι όπως ένας γονιός για το λιγότερο γοητευτικό, λαμπερό παιδί του; Ναι, το λέμε αυτό, ότι κάποια παιδιά είναι λίγο πιο αδικημένα… Δεν πιστεύω όμως, ότι αυτό ισχύει μόνο για τα δικά μου τραγούδια. Εάν κοιτάξει κανείς την ιστορία του τραγουδιού, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία δεν έτυχαν μεγάλης δημοφιλίας. Αλλά, αυτό δεν αφαιρεί από την αξία τους. Για να μην σου πω ότι, είναι ένα φόντο, μια μαγιά που πλάθει όλα τα υπόλοιπα.
Αλλά, το live δεν είναι σαν τον δίσκο, είναι πιο σκληρό πράγμα, απαιτεί το οικείο, το αναγνωρίσιμο και αυτό, ειδικά στους ανθρώπους που γράφουν τραγούδια, αφαιρεί ένα μέρος της δημιουργικής τόλμης τους. Γίνονται δέσμιοι κάποιων επιτυχιών και διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα που βασίζεται σε αυτές. Καθώς η δισκογραφία έχει εξασθενήσει, μας έχει στερήσει δυστυχώς, αυτή τη δυνατότητα. Γιατί στον δίσκο τολμούσες, πειραματιζόσουν… Και ασφαλώς, υπήρχαν και δύο τρία τραγούδια τέλος πάντων, που είχαν μία πορεία μεγαλύτερης απήχησης.
Έχεις μελοποιήσει ποίηση -από Λαπαθιώτη, Σαπφώ, Σολωμό και Ελύτη μέχρι Καψάλη. Αποτελεί βασικό στοιχείο της καλλιτεχνικής ταυτότητας σου. Αυτή η αγάπη για την ποίηση, πού έχει τις ρίζες της; Ένα κομμάτι αυτής της αγάπης, θα το έλεγα ιδιοσυγκρασιακό. Ότι δηλαδή, ο ποιητικός λόγος ασκεί μία μαγεία, όχι με την έννοια την ατμοσφαιρική ή, τέλος πάντων, τη συναισθηματική, αλλά επειδή συχνά είναι ένας λόγος ανατρεπτικός που δεν χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα. Στην καθημερινότητα αποκαλούμε «ποιητικό» ό,τι είναι ρομαντικό, λίγο λυρικό.
Ένα άλλο κομμάτι είναι η σχέση με τα ποιήματα. Εάν σε έχουν διαμορφώσει, σου έχουν ασκήσει επιρροή… Περνούσα αρκετές ώρες με την ποίηση. Στη νεαρή ηλικία μου αφιέρωνα χρόνο στους ποιητές. Αφιέρωνα δηλαδή, χρόνο σε έναν λόγο ανατρεπτικό, ακόμη και υπό την πρώτη έννοια, του συντακτικού.
Υπάρχει και μια κάποια παρεξήγηση σε σχέση με μένα. Μία θα έλεγα, πρόχειρη αίσθηση για το γεγονός ότι, κάτω από τα τραγούδια μου υπάρχουν τα ονόματα των ποιητών. Εάν παρατηρήσει κανείς θα δει ότι, τα περισσότερα τραγούδια –τα περισσότερα ποιήματα που έχω μελοποιήσει- είναι πολύ κοντά στην προφορικότητα και πολύ κοντά στην έννοια του τραγουδιού. Δεν είναι ποιήματα του Σεφέρη, για παράδειγμα από τις συλλογές του. Αλλά, ακόμη και του Γκανά, του Γκόνη, του Καψάλη, έχουν μία καταγωγή από την ποίηση. Κάτι που ίσως, καλλιέργησε κατά κύριο ο Νίκος Γκάτσος και κάποιοι άλλοι, που πέρασαν από την ποίηση και στον χώρο του τραγουδιού.
Εξάλλου, πρόκειται για μία παράδοση η οποία υπάρχει στο ελληνικό τραγούδι. Το δημοτικό τραγούδι ανήκει στην ποίηση, άσχετα από το γεγονός ότι έχει συνδεθεί με το τραγούδι και δεν είναι γραπτή ποίηση, με την κλασική έννοια.
Σε κάθε περίπτωση, με τον δικό σου ίδιο ρυθμό, κρατάς το νήμα που άφησαν οι προγενέστεροι, ο Χατζιδάκις, ο Μίκης κλπ. Ναι, αλλά δεν έχω μπει σε αυτό ως Σχολή. Και ούτε με τη φιλοδοξία του μεγάλου έργου ή, τη φιλοδοξία της αναβάθμισης του τραγουδιού, ή, να δώσει το ποίημα ένα κύρος στη μουσική που γράφεις. Η δική μου σχέση βασίστηκε σε μια πιο προσωπική επιλογή, αυτό θέλω να πω.
«Τα Λαθροδιάσημα» είναι και λίγο reunion… Μαζευόμαστε μία παρέα, μαζί και νέα παιδιά, όπως ο Απόστολος Ρίζος, ο Ηλίας Βαμβακούσης –που διασκευάζουν και κάποια τραγούδια, το οποίο έχει ενδιαφέρον, πώς ακούγονται από εκείνους, από τις φωνές τους -και βέβαια, η Μελίνα Τανάγρη, με την οποία είχαμε κάνει ένα αφιέρωμα στον Κωστή Παπαγιώργη που θα δώσει τον δικό της τόνο με τα τραγούδια που θα πει.
Ναι, έχει κάτι φιλικό το πρόγραμμα αυτό. Με μουσικούς που έχω χρόνια να συνεργαστώ, όπως ο Μπάμπης Δημητρακόπουλος, ο Βαγγέλης Καρίπης… Ένα μέρος των μουσικών έρχεται από το παρελθόν, σμίγουμε ξανά και πολλά τραγούδια θα παρουσιαστούν, όπως τα παίζαμε τότε… Άρα, είναι μια ευκαιρία να τα ξαναθυμηθούμε κι εμείς, να ανιχνεύσουμε εκείνη την πρώτη συγκίνηση και να τα δοκιμάσουμε σε ένα κοινό που δεν είναι στο κέντρο της Αθήνας, αλλά, όπως λέω, απευθύνεται στους εναπομείναντες των συνοικιών…
INFO Ρυθμός Stage Σάββατο 16, 23 και 30 Ιανουαρίου Ώρα έναρξης: 22.30 Είσοδος: 12 ευρώ με μπύρα ή κρασί Μαρίνου Αντύπα 38, Ηλιούπολη 16345, Αθήνα Τηλ: 210 975 0060