Είδαμε τη μουσικοθεατρική παράσταση που "ανασταίνει" τον Νικόλα τον Άσιμο, τη φιλοσοφία και τα τραγούδια του, στην Αρχιτεκτονική, και μεταφέρουμε εντυπώσεις.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Δώρας Αμαραντίδου
«Είμαστε τρομοκράτες» είναι ο τίτλος της μουσικο-θεατρικής παράστασης, της αφιερωμένης στον "ιδιοκτήτη" του ομώνυμου τραγουδιού, Νικόλα Άσιμου, που παρουσιάζεται στην Αρχιτεκτονική Live στο Γκάζι. Αυτός ο ιδιοκτήτης «ανάποδων» τραγουδιών και λογοτεχνημάτων, που όλη του τη ζωή σιχαινόταν την έννοια της ιδιοκτησίας και της κρατικής κοροϊδίας, σαν να… ξαναζωντάνεψε, 25 χρόνια μετά την αυτοχειρία του. Εξάλλου, «το πτώμα δεν βρέθηκε, δεν υπάρχει…», όπως προλαβαίνουν να μας πληροφορήσουν στην έναρξη της παράστασης οι συμπατριώτες του, Κοζανίτες και Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες που αναλαμβάνουν να ξεδιπλώσουν το νήμα απ’ την αρχή της μουσικής του Άσιμου μέχρι εκεί που χάνεται αλλά δεν ξεχνιέται.
Το αφιέρωμα δεν μοιάζει διόλου με αγιογραφία, αλλά με ντοκιμαντέρ μιας ζωής που δεν κατάφερε να χωρέσει στον κόσμο τούτο, γιατί, όπως ο ίδιος έλεγε, ήθελε να φτιάχνει δικούς του κόσμους. Το φόντο είναι τα Εξάρχεια, τότε που ήταν (και ίσως παραμένουν) ιδέα για κάποιους. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ξεχωριστό, αλλοπρόσαλλο (αν θεωρηθούμε εμείς οι υπόλοιποι συγκροτημένοι) και ανυπότακτο (απ’ τον στρατό κι απ’ τον περίγυρό του). Έτσι όπως πάντοτε, τα χώνει στους έχοντες εξουσία και στους υποτακτικούς.
Σκέψεις, εικόνες και λόγια του Νικόλα Άσιμου εκφράζονται με τη φωνή, τη σάρκα και την ερμηνεία του ηθοποιού Λεωνίδα Κακούρη, το τραγούδι και το παίξιμο του τραγουδοποιού Μάκη Σεβίλογλου, της Μαρίας Παπανικολάου και του Παρασκευά Θεοδωράκη (από τους «On The Road»). Η σκηνοθεσία της παράστασης είναι του Γιώργου Κορδέλλα, φίλου του Νικόλα Άσιμου, ο οποίος είχε κάνει και το εξώφυλλο του μοναδικού προσωπικού LP του Νικόλα, «Ο Ξαναπές».
Γιατί τώρα; Και για ποιο λόγο αυτή η ανα-παράσταση της ζωής και των απόψεων του Νικόλα του Άσιμου; Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Είμαστε τρομοκράτες» στην πρεμιέρα της και πλείστες φορές ήρθαμε σε αμηχανία… αφού γίνεται αυτόματα η σύγκριση της δικής μας, εντός των πλαισίων, ζωής με εκείνου που είχε ψυχή και μυαλό, ορκισμένου εφήβου επαναστάτη. Αρκετές φορές νιώσαμε εκνευρισμένοι με τα λόγια του Νικόλα. Ναι, τα βάλαμε μαζί του, γιατί μας θύμισε τι λέγαμε και τι κάναμε όταν ήμαστε κι εμείς κάποτε στη βιολογική μας εφηβεία. Εντάξει, μας έκανε και να γελάσουμε και να τραγουδήσουμε και… να πούμε με ξεχασμένη υπερηφάνεια «τον είχα δει κι εγώ, όταν τριγύρναγε»). Αυτό σημαίνει ότι η παράσταση μας άρεσε πολύ, γιατί έγινε από καρδιάς αλλά όχι με συναισθηματικές παραμορφώσεις.
Γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ ξεκινάει η τρίωρη παράσταση. «Σπόρια, τσίχλες πωλώ καραμέλες σωρό/ Τρέξτε πάρτε παιδιά να χαρείτε. Λάλαγα για πανηγύρια τρελά/ Κι ένα χάρτινο λαό/ Μα στερέψαν κείνα τα τραγούδια/ Και δε γράφω πια για το κοινό»: Με αυτά τα λόγια απ’ το «Πανηγύρι» (1979) οι Μάκης Σεβίλογλου, Μαρία Παπανικολάου, Παρασκευάς Θεοδωράκης υποδέχονται τον κόσμο. Με αυτό το δυναμικό στο ροκ ήχο του τραγούδι και λυπημένο στους στίχους του γίνεται η εισαγωγή στις μέρες και στα έργα αυτού του ιδιότυπου «Σωκράτη» της σύγχρονης Ελλάδας, που σαν μύγα καθόταν… στην μύτη του καθενός καθωσπρέπει, νομοταγή πολίτη.
Η μελωδία από το «Πανηγύρι», που υπήρχε στην παράνομη (αστείος χαρακτηρισμός, πλέον, για ηχογράφημα) κασέτα του Νικόλα Άσιμου, με τίτλο «Κλάστε ελεύθερος», ντύνει μουσικά και την εναρκτήρια εμφάνιση του Λεωνίδα Κακούρη στην παράσταση: Ως άλλος Νικόλας Άσιμος με αυτό το σκληρό, επίμονο βλέμμα, το ασκητικό του πρόσωπο, το κρυμμένο απ’ το πυκνό μούσι και μακρύ μαύρο μαλλί. Περπατά ανάμεσα στους θεατές για να «πουλήσει» την πραμάτεια του. Με ένα κορδόνι να κοσμεί το κεφάλι του, ντυμένος με τζιν παντελόνι, άσπρη μπλούζα, μαύρο γιλέκο και με το υπαίθριο, μεταφερόμενο πωλητήριό του, κρεμασμένο στο λαιμό του, πουλά τα καλλιτεχνήματά του. Βιβλία, κασέτες, ζωγραφιές… Μόνο ο μύλος του, ένας παιδικός, πολύχρωμος μύλος, δεν είναι προς πώληση αλλά για αγαπημένο ντεκόρ στο «μαγαζί» του.
Η παράσταση, με επιλογή από τραγούδια του, παρουσιάζεται σε τέσσερις μεγάλες ενότητες: Η πρώτη ενότητα «Το Πανηγύρι» περιλαμβάνει τα πρώτα τραγούδια του, τα σατυρικά και τα θεατρικού τύπου, όπως τα «Βαρέλι, πιάστηκα σκοινί κορδόνι», «Κουρδιστέ χαμάλη» και «Το μπλουζ του κουδουνιστή». Η δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Αγαπάω κι αδιαφορώ», από το ομώνυμο κομμάτι, παρουσιάζει τον ερωτικό ή ευαίσθητο Άσιμο, με τραγούδια όπως «Το παπάκι» (από το δίσκο «Ο Ξαναπές»), «Καταρρέω», «Δωμάτιο στο Άμστερναμ» (από την κασέτα «Πάλι στην ξεφτίλα»), «Δεν θέλω καρδιά μου να κλαις».
Η τρίτη ενότητα με τον τίτλο «Είμαστε τρομοκράτες» περιλαμβάνει κάποια τραγούδια του μέσα από τα οποία παίρνει θέση απέναντι στην πολιτική, όπως το ομώνυμο από την κασέτα «Είμαι παλιάνθρωπος». Είναι αυτό που λέει δηκτικά «με την τρομοκρατία πεθαίνει η εξουσία/ δεν θέλουμε εκκλησία, αστυνομία, στρατό και βουλή». Εκεί εντάσσονται τραγούδια, όπως το «Venceremos» (που λέει «με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες/ δίχως καβάτζα καμιά θες ν’ αγγίξεις την αλήθεια/ για βγες απ’ έξω απ’ την συνήθεια») και το «Γιουσουρούμ».
Η τελευταία ενότητα της παράστασης έχει τίτλο τη «Σχιζοφρενοβλαβίωση» από ένα ομώνυμο τραγούδι του, όπου παραθέτει τη στάση ζωής του. Κομμάτια όπως «Βαρέθηκα» (όπου λέει «αναμφιβόλως δεν με χωράει ο τόπος» και «βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια/ τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια/ τα λόγια μονάχα μας απόμειναν και οι θεωρίες/ στην πράξη μας χαλάνε οι θεσμοί»), το «Με μπαταρία» (Πνευμονοκονίαση) και «Μπαγάσας».
Η παράσταση κλείνει πανηγυρικά με το τραγούδι «Παράτα τα», (που στην πρεμιέρα ειπώθηκε από καλλιτέχνες και κοινό με ενθουσιασμό), αυτό που λέει «στην κοινωνία αυτή σαπίσαμε στ’ αλήθεια/ απάνθρωποι θεσμοί μας γίνανε συνήθεια/ παράτησε τα όλα να ζήσουμε άβολα/ οι άλλοι, όπως βαδίζουν κι εμείς ανάποδα».
Τα θεατροποιημένα αποσπάσματα είναι από κείμενα του Νικόλα Άσιμου, που είχε περιλάβει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους». Κρατήσαμε κάποια από τα πιο αντιπροσωπευτικά λόγια της ιδιοσυγκρασίας του Νικολάου Ασημόπουλου, που ο ίδιος το μετέτρεψε σε «Νικόλας Άσιμος» με το εξής σκεπτικό: «Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Και το Άσιμος με ι, γιατί το Άσιμος είναι επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός, όπως όταν λέμε ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής».
Ο Νικόλας Άσιμος μέσα απ’τα λόγια του: «Ζήτω οι κοινωνίες των παιδιών και των ζώων! Όχι όλων των ζώων, μόνο όσων δεν έχουν αποκτήσει ανθρώπινες συνήθειες!». «Χρειάζομαι μια γυναίκα για να ζήσω. Χρειάζομαι ο φίλος μου να είναι γένους θηλυκού. Αλλά οι γυναίκες δεν με πιάνουν, εκπέμπουν σε άλλες συχνότητες». «Εσύ για να δεις, θέλεις εικόνες. Εγώ έχω το πλεονέκτημα να βλέπω χωρίς εικόνες. Εκεί που εσύ πλεονεκτείς, εγώ μειονεκτώ. Εγώ γυρεύω δράση, εσύ ζητάς εικόνες». «Το 'απαγορεύεται' ποτέ δεν το κατάλαβα. Το τσιγάρο να το σβήσω, αν σε ενοχλεί. Αλλά δεν ανέχομαι να μου φέρεις την αστυνομία, γιατί λες 'απαγορεύεται'! Πρόσεξε, γιατί είμαι τρελός και με δίπλωμα». «Όσο υπήρχα, με φοβόσουν. Όσο υπήρχα, δεν με άντεχες.» «Δεν με ενδιαφέρει ο κόσμος. Για να ζήσω, χρειάζεται να δημιουργώ κόσμους». «Μου λες ότι δεν είναι ώρα για επανάσταση, ότι τα πράγματα δεν είναι ώριμα. Πότε θα είναι ώριμα; Θα 'χεις πεθάνει αύριο. Η φλόγα σβήνει αύριο».
Ταυτότητα της παράστασης Τα τραγούδια αποδίδουν ο Κοζανίτης τραγουδοποιός Μάκης Σεβίλογλου, από τη Θεσσαλονίκη, η Μαρία Παπανικολάου και ο Παρασκευάς Θεοδωράκης (από τους «On The Road»). Συμμετέχουν οι μουσικοί: Γιώργος Δασκαλάκης (ηλ. κιθάρα), Δημήτρης Χατζηδημητρίου (πλήκτρα/On The Road), Παναγιώτης Χαραμής (μπάσο), Κώστας Πέρογλου (τύμπανα) – ενορχηστρώσεις: Γιάννης Τσόλκας. Η σκηνοθεσία της παράστασης έγινε από το Γιώργο Κορδέλλα. Τον Νικόλα Άσιμο υποδύεται ο ηθοποιός Λεωνίδας Κακούρης. Τη σκηνογραφική - ενδυμαλογική επιμέλεια έχει η Δήμητρα Παναγιωτοπούλου και την οργάνωση της παραγωγής ο επίσης Κοζανίτης Θάνος Κανούσης.