Dheepan: Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας των Καννών

Το μικρό αριστούργημα του Ζακ Οντιάρ που βραβεύτηκε φέτος με τον Χρυσό Φοίνικα, βγαίνει αυτή την εβδομάδα στις ελληνικές αίθουσες.
Dheepan: Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας των Καννών
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Ζακ Οντιάρ, ένας απ' τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους γάλλους σκηνοθέτες, αποχαιρέτησε το τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών ως ένας αναπάντεχος νικητής. Το “Dheepan”, η εξιστόρηση των πρώτων μηνών της ζωής μιας νεόκοπης οικογένειας προσφύγων απ' τη Σρι-Λάνκα στο Παρίσι, μας φέρνει δίπλα σε μερικές πραγματικότητες που έχουν να κάνουν με την προσφυγική εμπειρία, οι οποίες συχνά παραβλέπονται. Το κάνει εξαιρετικά από κινηματογραφικής άποψης, χωρίς δε να κινδυνολογεί, και σκιαγραφόντας ανθρώπους πάνω απ' όλα αντί για “τ' αγαπημένα μας” σχήματα...

Η υπόθεση

Με το τέλος του αιματηρού εμφυλίου στη Σρι-Λάνκα, ένας άνδρας, πρώην αντάρτης, παίρνει την ταυτότητα ενός νεκρού πολίτη και φυγαδεύεται στη Γαλλία μαζί με μια ανύπαντρη κοπέλα κι ένα ορφανό κορίτσι. Ως οικογένεια προσφύγων πια, τους παρέχεται άσυλο, στέγη και δουλειά στις παρυφές του Παρισιού. Εκεί, θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν, ερχόμενοι αντιμέτωποι με το νέο τους περιβάλλον, την πλαστή τους ταυτότητα και το σκοτεινό τους παρελθόν...



Η κριτική

Στο αριστουργηματικό “Un Prophete”, ο Ζακ Οντιάρ μας αφηγήθηκε την πορεία ενός φτωχού γαλλοάραβα, αποκομμένου απ' όσα συγκροτούν την ταυτότητα της καταγωγής του, προς την καταξίωσή του στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Ο κεντρικός του χαρακτήρας, σχεδόν λευκό χαρτί αρχικά, μαθαίνει να ελίσσεται μεταξύ της αραβικής και της γαλλικής του υπόστασης κατά βούληση και με γνώμονα το συμφέρον και την ανέλιξή του, η οποία, προφανώς, ταυτίζεται και με την ίδια του την επιβίωση. Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν του Οντιάρ έρχεται απ' τα κάτω και, χωρίς ενδοιασμούς, χτίζει το μέλλον του επάνω σε όσα του μαθαίνει “ο δρόμος”, τον οποίο χαράσσει πάντα προς όπου δεν υπάρχει αδιέξοδο ή ταβάνι.

Στο “Dheepan” ο ομώνυμος χαρακτήρας ζει και πεθαίνει, σχεδόν, με σημαία την Ταμίλ καταγωγή του. Η ήττα στον εμφύλιο, βαριά, μα όχι βαρύτερη απ' το χαμό των δικών του ανθρώπων, τον βάζει σε πορεία επιβίωσης κι έτσι βρίσκεται σε μια άλλη χώρα, μαζί με την ουρανοκατέβατη οικογένειά του που μετά βίας μπορεί να ονομάσει. Με μια νέα ταυτότητα και νέα, ακίνδυνη καταγωγή, ακολουθεί την πεπατημένη και αναλαμβάνει επιστάτης σε ένα παρηκμασμένο συγκρότημα κατοικιών, στο περιθώριο του Παρισιού. Η κόρη του γράφεται στο σχολείο και η γυναίκα του αναλαμβάνει να φροντίζει έναν γέρο με άνοια, θείο του τοπικού αρχιεμπόρου ναρκωτικών, στο απέναντι κτίριο.

Τον ρόλο του Ντίπαν, ερμηνεύει ο Αντονιτάσαν Τζεσουτάσαν, ένας τύπος που πολέμησε με τους Ταμίλ ως έφηβος, πριν φύγει κακήν κακώς από τη χώρα για να βρεθεί μετά κόπων και βασάνων στην Γαλλία, όπου, εκτός από εργάτης-μετανάστης, έγινε πολιτικός ακτιβιστής, συγγραφέας και ηθοποιός. Αναμενόμενα, αν και η πορεία του διαφέρει αρκετά από αυτή του ήρωα, ο Τζεσουτάσαν αντλεί απ' την προσωπική του εμπειρία για ν' αποδώσει με πειστικότητα το εσωτερικό δράμα του Ντιπάν, καθώς αυτός είναι αναγκασμένος να “ζήσει” μία άλλη οικογένεια προτού καλά καλά να 'χει θρηνήσει τη δική του. Σταδιακά δε, μοιάζει αναγκασμένος και να την αγαπήσει, αφού τίποτε και κανέναν άλλο δεν έχει πια στον κόσμο, είτε εδώ είτε πίσω. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο “γαλλοσριλανκανός” γίνεται εν τέλει συνδημιουργός με τον Οντιάρ και μαζί πλάθουν έναν άνθρωπο που, παρά το αμφιλεγόμενο παρελθόν του, δε μοιάζει και τόσο διαφορετικός από εμάς.

Ο Ντίπαν δεν ξέρει καλά καλά τη γλώσσα, προσαρμόζεται όμως, δουλεύει σκληρά, βγαίνει οριακά νικητής απ' την πάλη με τις μνήμες και τ' απωθημένα του, φτιάχνει μόνος του ό,τι χρειάζεται η οικογένειά του ή οι ένοικοι και, κάποια στιγμή, παίρνει στα χέρια του και την ασφάλεια του κτιρίου, απωθώντας τους ναρκεμπόρους που λυμαίνονται την περιοχή κι αλληλοσκοτώνονται μέρα μεσημέρι. Την ίδια στιγμή, η γλυκύτατη Γιαλίνι δίνει το δικό της αγώνα να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή, τώρα που από νεαρό κορίτσι έγινε ξαφνικά μητέρα μιας, σχεδόν, έφηβης. Μαζί τους και η μικρή Ιλαγιάλ, χαρούμενη ίσως που από ορφανή βρέθηκε με μπαμπά και μαμά, αναγκασμένη όμως κι εκείνη να προσαρμοστεί σε μια πραγματικότητα που ακόμη διαμορφώνεται.

Ο Οντιάρ, αν και παραμελεί τελικά τη μικρή, καταφέρνει μια αξιοσημείωτη ισορροπία στη σκιαγράφηση των δύο ενηλίκων, δύο ανθρώπων που όχι μόνο δε γνωρίζονται καλά, αλλά έρχονται και από δύο πολύ διαφορετικές πλευρές του πολέμου. Αν και ο Ντίπαν είναι ο ήρωας του τίτλου, η Γιαλίνι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αφύπνιση του “πολεμιστή”, αλλά και του “οικογενειάρχη”, του ανθρώπου που βρίσκει μια δεύτερη ευκαιρία να προστατεύσει αυτούς που έδεσαν τη ζωή τους με τη δική του. Αρνητική στην αρχή, διστακτική μα και τρυφερή στη συνέχεια, φλερτάροντας πάντα με τις ταλαντεύσεις της ηλικίας και της φιλελευθερίας της, η νεόκοπη σύζυγος δείχνει να περιμένει τη στιγμή που ο Ντίπαν θα αποδεχτεί την κοινή μοίρα τους ώστε να την αποδεχτεί κι εκείνη.

Η σκηνοθεσία εξαιρετική, απ' τις πρώτες στιγμές έως το παραληρηματικό τέλος που, αν και σε πολλούς φάνηκε υπερβολικό ή παράταιρο, λειτουργεί άψογα ως αυτόματη ανάκληση της προσωπικής εμπειρίας του ήρωα. Βλέπουμε μπροστά μας τον εμφύλιο όπως τον έχει βιώσει ο Ντίπαν και όπως τον ξαναβιώνει, ίσως, κάθε μέρα ή νύχτα μέσα στο κεφάλι του. Ο πόλεμος φτιάχνει θηρία, τα οποία δεν ξέρει κανείς πότε μπορεί να βγουν προς τα έξω. Η παρουσία ένοπλων τραμπούκων, οι πυροβολισμοί, ο κίνδυνος για τα αγαπημένα πρόσωπα είναι οι καταλύτες και καμία σχέση δεν έχει το σενάριο του Οντιάρ με ταινίες εκδίκησης δεύτερης διαλογής.

Το “Dheepan” είναι μια πολύ καλή ταινία.

Βγαίνουν ακόμη:
Το καλοπαιγμένο, βιογραφικό δράμα “The End of the Tour”, η ταινία φαντασίας “The Tale of Tales”, το “Σύμπτωμα” του Άγγελου Φραντζή, το “The Republic” του Δημήτρη Τζέτζα, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Miniscule: Valley of the Lost Ants” και το ντοκιμαντέρ “Dan Georgakas: Επαναστάτης της Διασποράς”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v