Tangerines: Τρυφερή αντιπολεμική… κομεντί

Η υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ ταινία του Ζάζα Ουρουσάντζε είναι μια τίμια αντιπολεμική κομεντί, με υπέροχες ερμηνείες και διαχρονικό μήνυμα.
Tangerines: Τρυφερή αντιπολεμική… κομεντί
του Λουκά Τσουκνίδα

Στη τελική πεντάδα των φετινών ξενόγλωσσων Όσκαρ, εκεί όπου ξεχώρισε στο νήμα το “Ida” του Πάβελ Παβλικόφσκι, υπήρχε και η ταινία ενός γεωργιανού δημιουργού, που ήταν υποψήφια με τη σημαία της Εσθονίας. Το αυθεντικά, όσο και απλοϊκά, αντιπολεμικό “Tangerines” του Ζάζα Ουρουσάντζε, είναι μια πικρή, “αντρική” κομεντί μέσα στο σκηνικό των ρωσογεωργιανών συρράξεων στην Αμπχαζία των αρχών του '90. Δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, πιέζει όμως τα κατάλληλα κουμπιά ώστε να μας συγκινήσει και να περάσει συγχρόνως το διαχρονικό –και διαχρονικά καταδικασμένο— μήνυμά της.

Η υπόθεση

Ο Ίβο και ο Μάργκους είναι οι δύο τελευταίοι εσθονοί που παρέμειναν στο μικρό χωριό τους στην Αμπχαζία από τότε που άρχισε ο πόλεμος. Πριν φύγουν κι αυτοί, φιλοδοξούν να μαζέψουν τη σοδειά της χρονιάς, τα μανταρίνια του Μάργκους, για να μην πάνε χαμένα. Δυστυχώς, ο πόλεμος φτάνει και πάλι στην πόρτα τους όταν ο Ίβο βρίσκεται να περιθάλπτει δύο τραυματίες, έναν από κάθε στρατόπεδο. Μόλις σηκώνονται τους βάζει να υποσχεθούν ότι θα τηρήσουν ανακωχή, τουλάχιστον μέχρι να φύγουν απ' το σπίτι του...

 
Η κριτική

Αντί της αυθεντικής Αμπχαζίας, για προφανείς λόγους, το σκηνικό που ο Ζάζα Ουρουσάντζε επέλεξε να στήσει την ταινία του είναι τα ορεινά της Γκούρια, μιας απ' τις υπόλοιπες επαρχίες της Γεωργίας που βρέχονται απ' τη Μαύρη Θάλασσα κι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά. Εκεί, σ' ένα καταπράσινο οροπέδιο, δίπλα σ' έναν πυκνό οπωρώνα γεμάτο από εύρωστες μανταρινιές τοποθέτησε το εσθονικό χωριό, το σπίτι και το εργαστήριο του Ίβο και το σπίτι του Μάργκους.

Ο πρώτος, γέρος πια, έχει ήδη δει την οικογένειά του να φεύγει αλλά δεν του πήγαινε η καρδιά ν' αφήσει τον τόπο που αγαπά ούτε τις πληγές που εκείνος του έχει αφήσει. Το τελευταίο που του μένει πριν φύγει κι αυτός –αν φύγει— είναι να βοηθήσει τον Μάργκους να μαζέψει την τελευταία του σοδειά. Αυτός έχει αποφασίσει να πάει στην Εσθονία για τα καλά. Και θα είχε φύγει, αλλά είναι κρίμα όλα αυτά τα μανταρίνια, οι καρποί της αγάπης και των κόπων του, να πάνε χαμένα, παράπλευρες απώλειες κι αυτά ενός παράλογου πολέμου. Χρειάζονται χέρια όμως, για τη συγκομιδή, και οι αμπχάζιοι στρατιώτες είναι οι μοναδικοί εύκαιροι υποψήφιοι εργάτες.

Το καμπανάκι για τον Ίβο χτυπά όταν τον επισκέπτονται ο Αχμέντ και ο Ιμπραχίμ, δύο τσετσένοι μισθοφόροι που θεωρούν ότι, αν και επαγγελματίες, πολεμούν στο πλευρό εκείνου που έχει το δίκιο. Ο γέροντας τους ανοίγει το σπίτι του κι εκείνοι αποδεικνύονται ευγενικότεροι απ' όσο δείχνουν. Λίγες ώρες μετά, ύστερα από μια συμπλοκή στο εγκαταλελειμμένο χωριο, ο Ίβο μαζεύει τον Αχμέντ δίπλα απ' το πτώμα του Ιμπραχίμ. Αργότερα, μαζεύει κι έναν γεωργιανό ο οποίος μόλις που αναπνέει, τον Νίκο. Όταν συνέρχονται, οι δυο τους είναι έτοιμοι να φαγωθούν, αλλά ο εσθονός ξυλουργός κηρύσσει το σπίτι του ουδέτερο έδαφος επικαλούμενος τον σεβασμό που οφείλουν στον άνθρωπο που τους έσωσε.

Μ' αυτόν τον τρόπο ο Ουρουσάντζε επιχειρεί να στοιχειοθετήσει το βασικό του επιχείρημα –και βασικό επιχείρημα σε κάθε διατριβή κατά του πολέμου— πως οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν παρά όσα τους αποδίδονται από ανούσιες και κατασκευασμένες συμβάσεις. Περνώντας οι μέρες, υπό την φροντίδα και την άγρυπνη επιτήρηση του Ίβο και του Μάργκους, οι δυο αντίπαλοι μαλακώνουν κι αρχίζουν να βλέπουν απέναντί τους έναν άνθρωπο αντί για ένα λαό, μια φυλή, μια τάξη ή μια θρησκεία. Πέρα απ' τα προφανή, τους ενώνουν και όσα έχουν χάσει ήδη ή όσα έχουν ρισκάρει και ρισκάρουν ακόμη, όσο αποτελούν κομμάτι αυτού του πολέμου. Μέσα στο φιλόξενο ρινγκ του Ίβο, είναι αναγκασμένοι να μονομαχήσουν ένας με έναν, να ακολουθήσουν τους κανόνες και ν' αναγνωρίσουν την ανθρώπινη υπόσταση του αντιπάλου τους ώσπου να πάψουν να ταυτίζουν τη νίκη τους με το θάνατό του.

Είναι αλήθεια, ότι ο γεωργιανός δεν πρωτοτυπεί. Ακολουθεί την πεπατημένη, καθώς και πολλές απ' τις συμβάσεις του είδους που επέλεξε, χωρίς όμως να επιμένει ιδιαίτερα σε φολκλορικά ή συμβολικά στοιχεία, παρά στην συνειδητοποίηση και την επαναδιεκδίκηση μιας υγιούς ατομικότητας εκεί που η συλλογικότητα αποκτά χαρακτήρα μαζικής τρέλας. Φυσικά, το ότι ο Ίβο και ο Μάργκους είναι εσθονοί, τελευταίοι μιας ξεριζωμένης κοινότητας, τους καθιστά ουδέτερους στα μάτια του Αχμέντ και του Νίκο, κάτι που υποβοηθά την “αφύπνισή” των δύο εχθρών. Στο τέλος, όσα γίνονται μοιάζουν πιθανά, ενώ το επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα στοιχειώνει κάθε κρίσιμο σημείο της σύντομης τραγωδίας των τεσσάρων ετερόκλητων συντρόφων. Οι ερμηνείες δε, δίνουν ζωή σ' ένα σενάριο που θα μπορούσε κάλλιστα να εξελιχθεί σε κάτι αδιάφορο.

Το “Tangerines” είναι μια τίμια αντιπολεμική ταινία, της οποίας οι σεναριακές αδυναμίες δεν υπονομεύουν τελικά τον αντίκτυπο στον οποίο στοχεύει απ' το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της.

Βγαίνουν ακόμη:
Η αδιάφορη ταινία φαντασίας “Tomorrowland”, το μέτριο αστυνομικό δράμα “Son of a Gun”, η βιογραφία εποχής “Amour Fou”, οι κωμωδίες “Hot Pursuit”, “Sex, Love & Therapy” και “The 100-year Old Man Who Climbed Out the Window and Disappeared”, το πορτογαλικό δράμα “The Way He Looks”, η ταινία τρόμου “Poltergeist” και το “Goodbye to Language” του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v