Η Βασιλική Πέτσα γράφει μεστά διηγήματα με ύφος που παντρεύει την εκφραστική ωριμότητα με την ντοπιολαλιά της Θεσσαλίας.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Ρίχνω μια ματιά στα περιεχόμενα: ένα, δύο, τρία, τέσσερα διηγήματα σχετικά μεγάλης έκτασης. Κοιτώ τους τίτλους: κόρακας, άλογο, φίδι, σκύλοι. Όλοι με ζώα, όλοι παίζουν, κυριολεκτικά ή μεταφορικά θα δείξει, με κάποιο ζώο. Κι ο τίτλος όλης της συλλογής έχει τη λέξη “αρνί” μέσα. Τι ζωοφιλία είναι αυτή;
Το πρώτο διήγημα, “Ο κόραξ εξελθών”, είναι η μαρτυρία του γέρο Λάμπρου σε ένα καφενείο, όπου η τηλεόραση παίζει έναν κρίσιμο αγώνα ποδοσφαίρου. Διατυπώνοντας αβίαστα τα λεγόμενά του στη διάλεκτο της Θεσσαλίας, ο Λάμπρος αφηγείται τη ζωή του αδελφού του, Τάσου, στα βουνά, όταν ήταν αντάρτης στον Εμφύλιο, μέχρι που πέθανε. Η όλη προφορική αφήγηση, σαν να διαλέγεται με την “Ορθοκωστά” του Βαλτινού, σαν να μας βάζει μέσα στην ιστορία από αυτόπτες μάρτυρες που δεν ξέρουν γράμματα και άλλα φτιασίδια.
Στο “Ο καθένας άλογο”, η Πέτσα επιστρέφει σε ένα γνώριμο θέμα της, αυτό της παιδικής ηλικίας δυο κοριτσιών, από τα οποία η Ρηνιώ μαζεύει ευλαβικά ζαχαρίτσες και είναι έτοιμη να κάνει ό,τι μπορεί για να τις κερδίσει. Αυτό όμως οδηγεί σε μια επονείδιστη πράξη, που θα κάνει την ίδια να αρρωστήσει και να μην μπορεί να βρει την ησυχία της. Η διηγηματογράφος ορμά πάνω στην παιδική ηλικία με άγρια νύχια και αφήνει τη βία της κοινωνίας να εφορμήσει. Γλωσσικά, γράφει όπως έκαναν οι ηθογράφοι τον 19ο αιώνα: Αυτοί έγραφαν στην καθαρεύουσα αλλά χρησιμοποιούσαν τη δημοτική στους διαλόγους, η Πέτσα γράφει στη δημοτική αλλά χρησιμοποιεί τη θεσσαλική διάλεκτο στους διαλόγους της.
Στο “Φίδι στον κόρφο”, αυτός και αυτή, διορθώνει εκθέσεις και ετοιμάζει τον λόγο για τη γιορτή, ετοιμάζει τραπέζι για τρία-τέσσερα άτομα, ενώ βομβαρδίζεται από ειδήσεις, όνειρα, εφιάλτες στον ύπνο ή στον ξύπνιο, γεγονότα από την άκρη του κόσμου και εσωτερικά τραύματα που ξυπνούν απροειδοποίητα. Ο λόγος σ’ αυτό το διήγημα είναι, όπως πάντα, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου, αλλά τώρα τραβηγμένος στα άκρα, με έντονο συνειρμό σε παλίμψηστο απηνούς συσσωμάτωσης στρωμάτων πάνω σε στρώματα, ένα εφιαλτικό τοπίο δεδομένων που συμπιέζονται σε έναν κομποστοποιητή που δεν χαρίζει κάστανα στον αναγνώστη. Ένα φίδι πνίγει τους πρωταγωνιστές αλλά και τους αναγνώστες…
Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο “Άνθρωποι και σκύλοι”, τρεις νεοδιορισθέντες καθηγητές, ένας αυτάρεσκος φυσικός, ένας περίεργος φιλόλογος και ένας θρησκόληπτος θεολόγος, τοποθετούνται σε ένα απομακρυσμένο χωριό, όπου ασφυκτιούν. Το σκληρό απομονωμένο περιβάλλον θα οδηγήσει τον καθένα σε άλλες επιλογές. Εδώ η Πέτσα στήνει την ιστορία της, χωρίς ιδιοτροπίες στη γλώσσα, αλλά πάντα με μια σφιχτή υφολογική επιλογή που συσσωρεύει λεπτομέρειες, δένοντάς τις σε κόμπο.
Γενικά συμπεράσματα: Η γραφή της νεαρής διηγηματογράφου είναι πολύ ώριμη, πολύ μεστή, πολύ λεπτοδουλεμένη. Η γλώσσα της σφύζει από ζωή και παλμό, τσακίζει τις λέξεις και βγάζει έλαιο, σφίγγει τις προτάσεις γύρω από την πραγματικότητα, την οποία τυλίγει σε βαθμό ασφυξίας. Το ίδιο κάνει και με την πλοκή της, που, ενώ είναι μικρή και απλή, παίρνει διαστάσεις με τον τρόπο χειρισμού της. Από άποψη λοιπόν τεχνικής η συγγραφέας είναι αρτιότατη, κάτι που είδαμε και στα δύο προηγούμενα έργα της, την πολύ καλή νουβέλα “Θυμάμαι” και στη συλλογή διηγημάτων “Όλα τα χαμένα”.
Η συγγραφέας κατεβαίνει, όπως κάνει εν πολλοίς η μεταμοντέρνα λογοτεχνία, από το μεγάλο στο μικρό, εστιάζει στο ασήμαντο, στο επαρχιακό, στο χωριάτικο, αναδεικύει νοοτροπίες, πιάνει τον μικροσφυγμό της κοινωνίας, μεγεθύνει λεπτομέρειες, μετατρέπει μικρές οδύνες σε εσωτερικές τραγωδίες, μπαίνει στην ιστορία όχι των επώνυμων προσώπων, αλλά των απλών ανθρώπων που βίωσαν και έπαθαν και έμαθαν και βόγγηξαν και κατάλαβαν ό,τι η υποκειμενική τους ματιά συνέλαβε και η θυμόσοφη συνείδηση κράτησε.
Ωστόσο, επειδή η πορεία της Πέτσα στο τρίτο της πλέον έργο γίνεται όλο και πιο κρυπτική, όλο και πιο ελιτίστικη, όλο και πιο γλωσσικά ναρκισσιστική, αναρωτιέμαι αν αυτή η λογοτεχνία μπορεί να πετύχει τον στόχο της. Τι εννοώ; Ότι ακόμα και ο στόχος της να δημιουργήσει συναισθηματικές δομές, προσκρούει στο ερμητικό ύφος της που άλλοτε προκαλεί ιριδισμούς κι άλλοτε μια έντονη αναγνωστική σύγχυση και δη ανία, από τις πολλές λεπτομέρειες που εκπέμπουν το μήνυμα ότι πολλά απ’ όσα λέγονται είναι αδιάφορα.