Η πολιτική, η επιστροφή στη φύση και η αυτάρκεια που αυτή προσφέρει, είναι τα θέματα του νέου μυθιστορήματος του Γιάννη Μακριδάκη.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Όσοι παρακολουθούν την καταιγιστική συγγραφική πορεία του Γιάννη Μακριδάκη τα τελευταία έξι χρόνια, κατά τα οποία εκδίδει περίπου ένα βιβλίο τον χρόνο, έχουν να του αναγνωρίσουν υφολογική ωριμότητα αλλά και να τον κατηγορήσουν για απροκάλυπτο διδακτισμό. Κι αν τα θετικά του γνωρίσματα είναι ικανά να αναδείξουν τον πεζογράφο σε φαινόμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, ο εξόφθαλμος ακτιβισμός του ναι μεν εντάσσεται στην τρέχουσα αναζωπύρωση της πολιτικής λογοτεχνίας, η οποία έχει επανέλθει στο προσκήνιο ακμαία, αλλά συνάμα ξαναθέτει το θέμα της σχέσης της με τη στράτευση, με την ηθική, με τον ρόλο του καλλιτέχνη και την αυτονομία ή όχι του έργου του. Πολλοί πλέον δεν δέχονται ανεπιφύλακτα την κλειστή, ερμητική, δομή του κειμένου, η οποία το κάνει περίκλειστο κόσμο, ανεξάρτητο από την κοινωνική προβληματική που το περιβάλλει, τόσο στην παραγωγή του όσο και στην πρόσληψή του.
Έτσι μπορούμε να δούμε και το τελευταίο μικρό μυθιστόρημα του Μακριδάκη, που συνεχίζει την παράδοση της μάχιμης οικολογίας, όπως στο “Ζουμί του πετεινού” (2012), της πολιτικής τοποθέτησης, όπως στο “Λαγού μαλλί” (2010), και της αφηγηματικής πολυφωνικής μονολογικότητας, όπως στο “Ήλιος με δόντια” (2010). Ο Μακριδάκης ίσως εξωλογοτεχνικά προκαλεί επιφυλάξεις κι έτσι αντανακλαστικά το έργο του φαίνεται ως προπαγάνδα σε καιρούς λογοτεχνικής νηνεμίας και πολιτικής ορθοφροσύνης.
Το κείμενο αποτελείται από τον μονόλογο του γερο-Πεπόνα στο σκιάχτρο του, στο οποίο μιλάει σαν να είναι άνθρωπος. Έτσι, εύλογα το ύφος είναι λαϊκό, απλοϊκό, δείγμα προφορικού λόγου, γεμάτο χιώτικους ιδιωματισμούς, ρήσεις θυμοσοφίας, αποστροφές και ήπιες λεκτικές εξάρσεις. Ως λαϊκός λόγος ακολουθεί μια καλοδουλεμένη σπειροειδή πορεία με επικαλύψεις και επαναλήψεις, που κάθε φορά προσθέτουν και καινούργια στοιχεία στα παλιά και συμπληρώνουν τον πίνακα του περιβάλλοντος του αφηγητή. Μέσα σ’ αυτόν τον μονόλογο θίγονται θέματα όπως είναι η πολιτική, με αφορμή τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, η δύσκολη ζωή του Πεπόνα με την ανύμφευτη συμβία του, η επαφή με τη φύση και η αυτάρκεια που η τελευταία προσφέρει κ.ά. Η δεξιότητα στη γραφή του Μακριδάκη έγκειται στο ότι υφοποιεί τον μονόλογο του αφηγητή του κι έτσι μέσα σ’ αυτόν ακούγονται οι φωνές των άλλων που συχνά εναντιώνονται στην κυρίαρχη ομιλία και αναδεικνύουν διαλογικά τα συν και τα πλην των ποικίλων απόψεων.
Ο Πεπόνας εκπροσωπεί τον απλό πολίτη που ψήφιζε μια ζωή ένα από τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, λίγο από συντηρητισμό και λίγο από φόβο για τον κομμουνισμό. Φυσικά δεν λείπουν και οι ιδιοτελείς λόγοι που συντήρησαν το πελατειακό σύστημα της μεταπολίτευσης, καθώς αφενός ο ίδιος ο αφηγητής είχε διοριστεί παρότι αγράμματος στο δημόσιο και αφετέρου ο γιος του βρήκε ανάλογη θέση με ανάλογο μέσο. Έτσι, τώρα που κλονίζεται το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ και η αριστερά έχει μπει στο σπίτι του (η συμβία του φλερτάρει με την “επανάσταση”), ο γερο-Πεπόνας νιώθει προδομένος και προδότης, τελευταίος ίσως στυλοβάτης μιας φιλήσυχης καθημερινότητας που δεν πρέπει να διασαλευτεί από “αναρχικές” ιδέες και εξτρεμιστικές προσεγγίσεις.
Και φυσικά δεν λείπουν οι έμμονες προσπάθειες του αφηγητή να διαφυλάξει τη φύση, τα υγιεινά προϊόντα, τους ανόθευτους σπόρους για τη φύτευση, τα ζουμερά πεπόνια και τα αγαθά ζώα του βουνού, είτε πρόκειται για την κουκουβάγια, το φίδι είτε για τις φθοροποιούς κάμπιες. Η φύση, το διακηρύσσει όπου βρεθεί ο συγγραφέας, απαξιώνει το χρήμα και προσφέρει τη μέγιστη αυτάρκεια. Φορέας των ιδεών του συγγραφέα δεν είναι ως προς αυτό μόνο ο αφηγητής, αλλά και ο “Κότσυφας”, νεαρός που εγκατέλειψε τη φαιά Αθήνα, επέστρεψε στη Χίο για να ζήσει αρμονικά με τη γη. Είναι το πρόσωπο του Μακριδάκη που εμφιλοχωρεί μέσα στο μυθιστόρημα και εξυμνεί τη φύση, προς ικανοποίηση του Πεπόνα, αλλά και διαλαλεί την ανάγκη για πολιτική αλλαγή.
Στο μυθιστόρημα εκπροσωπούνται οι μεγάλοι άνθρωποι που μένουν πιστοί στις παραδοσιακές αξίες με τις οποίες έστησαν τη ζωή τους. Πολιτικά παραμένουν δοσμένοι στα δύο κόμματα που κυβέρνησαν κατά τη Μεταπολίτευση, ενώ παράλληλα υπηρετούν με παπαδιαμαντική ευλάβεια τη φύση και τη γη, τα προϊόντα και τα ζωντανά της. Το ζητούμενο είναι αν αυτή η παραδοσιακή εμμονή, που είναι ευάρεστη όταν μας οδηγεί στο να ζήσουμε υγιεινά με βάση τα φυσικά προϊόντα, πρέπει να σπάσει ως προς τα πολιτικά μας πιστεύω και να μας δώσει το περιθώριο να προβούμε σε πιο εκσυγχρονιστικές, ακτιβιστικές και αντικαθεστωτικές πρακτικές. Ο Μακριδάκης κάνει την προπαγάνδα του και προς τις δύο κατευθύνσεις.