Ο Θωμάς Κοροβίνης παραδίδει ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνίστρια την Κωνσταντινούπολη, νοσταλγικά και εξωτικά παρουσιασμένη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη πλοκή.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Άλλο ένα κείμενο που μας φέρνει πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη και στις ρωμαίικες εμπειρίες του έθνους μας. Θυμίζω τον Θεοτοκά, την Ιορδανίδου, τον Μακριδάκη, τον Μάρκαρη, τον Ξανθούλη, τον Καλπούζο. Η Κωνσταντινούπολη είναι και θα είναι ένα σταυροδρόμι όπου ο ελληνισμός συναντά το παρελθόν του αλλά και την Ανατολή, το Βυζάντιο αλλά και την Οθωμανική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο και ο Κοροβίνης γεμίζει το μυθιστόρημά του με μυρωδιές, αρώματα, γεύσεις, εικόνες, σκηνές, καλντερίμια, δωμάτια, παροιμίες, εκφράσεις που θυμίζουν το ελληνοτουρκικό παρελθόν. Το έργο είναι ένα πολύχρωμο και πολυδιάστατο μωσαϊκό που σκόπιμα καταγράφει εν είδει λαογραφικής και ιστορικής ανασκόπησης τις συνήθειες των Κωνσταντινουπολιτών. Ο αναγνώστης βλέπει πολλά ετερόκλητα στοιχεία, χρώματα και σχήματα, που συνθέτουν τον καμβά της Πόλης, ο οποίος συνδυάζει τη μεταπολεμική πόλη με την ιστορία αιώνων και τη ζωή του σήμερα (της δεκαετίας του ’50) με την παλίμψηστη εικόνα της.
Και μέσα σ’ αυτή τη μειλίχια περιδιάβαση, η αφήγηση γυρίζει ξανά και ξανά στον διωγμό των Ελλήνων του ’55, τις εθνικές διαφορές, τη μανία και τον φανατισμό των καταστροφέων, τον φόβο και την αγωνία των θυμάτων, τα ιστορικά αίτια και το παρασκήνιο, τα αποτελέσματα της συμφοράς. Νιώθεις ότι όλα τα υπόλοιπα είναι ο διάκοσμος και το φόντο της καταστροφής, το απαραίτητο υπόβαθρο για να εξηγηθεί αφενός τι χάθηκε αλλά και τι προηγήθηκε, που οδήγησε κατά ένα μέρος στις τουρκικές θηριωδίες. Ωστόσο το κείμενο δεν προκαλεί αποστροφή, ούτε επιδίδεται σε νατουραλιστικές περιγραφές ωμής αγριότητας, αφού η αφήγηση δίνει εξωτικό και νοσταλγικό τόνο.
Όλα αυτά δίνονται με την οπτική γωνία μιας παλαιάς Πολίτισσας, η οποία ωστόσο δεν θυμίζει καθόλου τη γιαγιά του Μακριδάκη στο “Η άλωση της Κωνσταντίας”. Είναι ένας ανοικτός τύπος, γυρίζει, πιστεύει στον ελεύθερο έρωτα, κινείται ανεξάρτητα, χωρίς να υπολογίζει την κοινή γνώμη. Είναι διευθύντρια σχολείου και διακρίνεται τόσο από τον λαϊκό χαρακτήρα της, όσο και από τη λόγια παιδεία της. Αυτό την κάνει να συζευγνύει την ελληνική διάλεκτο της Κωνσταντινούπολης, ανάμικτη με τούρκικες λέξεις, με τα ελληνικά ενός μορφωμένου Έλληνα που έχει διαβάσει πολύ.
Πρωταγωνίστρια… η Πόλη
Με το ’55 ο συγγραφέας επιχειρεί, με άξονα ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας για την ελληνική κοινότητα της Πόλης και με άξονα μια Πολίτισσα που έζησε και περπάτησε τη ζωή, να ανασυνθέσει μυθιστορηματικά μια πόλη με μεγάλο παρελθόν και έντονες αναμνήσεις. Τέτοιου είδους κείμενα θέτουν σε ρόλο πρωταγωνιστή την ίδια την πόλη, βάζουν τους χαρακτήρες τους να είναι τύποι σε ένα πολύβουο μωσαϊκό, ενδιαφέρονται πιο πολύ για τους δρόμους, τις συνήθειες, την κουλτούρα και λιγότερο για την πλοκή. Κάτι ανάλογο έκανε ο Πρεβελάκης για το Ρέθυμνο ή ο Χαριτόπουλος για τον Πειραιά και πάει λέγοντας.
Το μεγάλο ζητούμενο του έργου που τίθεται στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη είναι αν η απουσία πλοκής εντάσσεται στα υπέρ ή στα κατά. Ο ένας μπορεί να θεωρήσει ότι διαβάζει για τη χαρά της ανάγνωσης, της περιγραφής, των ωραίων εικόνων και εν γένει της περιπλάνησης στα δρομάκια της Κωνσταντινούπολης. Ο άλλος θα χαθεί στον λαβύρινθο, θα θεωρήσει πολλές ψηφίδες περιττές, βαλμένες μόνο και μόνο για να ολοκληρωθεί το παζλ, χαοτικές σε ένα κείμενο που θα μπορούσε να είναι άλλου είδους λόγος και όχι μυθιστόρημα. Λείπουν οι χαρακτήρες, λείπουν οι διάλογοι, λείπει γενικά το πλαίσιο μιας υπόθεσης που θα ενσωματώνει όλα τα παραπάνω σε ένα μυθιστορηματικό όλον.
Διαβάζω πρώτη φορά Κοροβίνη και δεν έχω σαφή γνώμη για τη συνθετική του ικανότητα. Θα ήθελα ωστόσο και σ’ αυτό το μυθιστόρημα η υπόθεση να είναι σθεναρή και να πλαισιώνει μυθοπλαστικά όλα τα μικρά και τα μεγάλα, τα οποία αλλιώς μοιάζουν συστατικά αφημένα στον αέρα.