Το ορόσημο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θεωρείται από πολλούς η «κορυφή» της σύγχρονης ιστορίας και το σημείο στο οποίο συγκεντρώθηκαν και εκδηλώθηκαν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις ανεπανάληπτης έντασης και έκτασης.
Η τεράστια σημασία του πολέμου αυτού φαίνεται ακόμη περισσότερο επιδραστική αν συλλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε τον κόσμο για το υπόλοιπο του 20ου αιώνα και πόσο ριζικά μετέβαλε την πολιτική και πολιτισμική κατάσταση της δικής μας ηπείρου. Οι γενικές μελέτες που εστιάζουν στο εξαιρετικά πυκνό αυτό χρονικό διάστημα, από το 1945 έως το τέλος του αιώνα, προσφέρουν συνήθως ένα πεδίο για εξαιρετικά γόνιμες συζητήσεις πολιτικού αναστοχασμού, ενώ μας αφηγούνται την προγονική ιστορία των πολιτισμικών δυναμικών που μας έχουν καθορίσει, όπως εκείνες των δεκαετιών 1960 και 1970.
Το «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» του Αμερικανο-Βρετανού ιστορικού Tony Judt που κυκλοφορεί σε έναν προσεγμένο σκληρόδετο τόμο από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, ανήκει σε αυτή την κατηγορία μελετών: Είναι ογκώδες, πυκνό και πολυδιάστατο. Γραμμένο το 2005 από τον πρόωρα χαμένο πανεπιστημιακό και διανοητή, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας λαμπρής συνθετικής προσπάθειας ιστορικών δεδομένων που μπορεί να συγκριθεί ως κλίμακα με την Εποχή των Άκρων του σπουδαίου Eric Hobsbawm ή με την θαυμάσια Σκοτεινή Ήπειρο του Mark Mazower.
Ο Judt δεν έγραψε για να κάνει τον αναγνώστη να νιώσει φίλος του, αλλά για να του «εξηγήσει». Ο διδακτικός τόνος του βιβλίου που μπορεί να σχετίζεται και με τις δυσκολίες της απόδοσης του αγγλοσαξωνικού ύφους στα ελληνικά, ίσως ξένιζε τον συνηθισμένο σε πιο διακριτικές και διστακτικές αφηγήσεις αναγνώστη, αν δεν υπήρχε σε κάθε σελίδα η αίσθηση ότι ο καθένας μπορεί να ωφεληθεί από την ματιά του Judt.
Το «Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο» δεν είναι ένα επιστημονικό σύγγραμμα. Είναι γραμμένο σε γλώσσα κατανοητή και ρέουσα, με απλά διατυπωμένους συλλογισμούς. Ας μην θεωρήσει όμως κάποιος ότι πρόκειται για ένα απλό ανάγνωσμα. Η σκέψη του Judt είναι τόσο πυκνή, ώστε δύσκολα να καταφέρει να την παρακολουθήσει κάποιος που δεν έχει ιδέα από την μεταπολεμική Ιστορία της Ευρώπης.
Ο μη επιστημονικός χαρακτήρας του βιβλίου εξηγεί την απουσία υποσημειώσεων και σχεδόν κάθε τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του συγγραφέα με στοιχεία. Αυτή η ελευθερία είναι που πιθανότατα επιτρέπει στον Judt να καταλήγει πολλές φορές σε συμπεράσματα που μοιάζουν πιο πολύ με ιστορικο-πολιτικές θέσεις, παρά εμφανίζονται ως στέρεα ιστορικά επιχειρήματα.
Ο Judt δεν συνέθεσε ένα βιβλίο με στρογγυλεμένες άκρες, ούτε ο ίδιος στάθηκε ουδέτερος απέναντι σε πολλά από τα όσα περιγράφει και ερμηνεύει. Ούτως ή άλλως, ο μύθος του «αντικειμενικού ιστορικού» δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβαδίσει με τα μεγάλα ιστορικά έργα. Την οξεία κριτική του Judt συγκεντρώνει η σοβιετική ιστορία σε όλες τις εποχές της- ακόμα και πριν από την εξεταζόμενη περίοδο. Ο αντισταλινισμός του βιβλίου ξεχειλίζει από τις σελίδες του και κυριαρχεί, πιθανότατα αδικώντας ορισμένες από τις πιο εμβριθείς παρατηρήσεις του συγγραφέα στα πρώτα κεφάλαια. Εκεί, η λογική της εξίσωσης των «δύο άκρων», του ναζισμού και του σταλινισμού, μοιάζει συχνά δογματική.
Ο φόβος τον οποίο είχε δημιουργήσει η καταστολή του Στάλιν κυριαρχούσε ακόμη στο ηθικό τοπίο τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό του, παρότι κανείς δεν μιλούσε για αυτόν τον φόβο και όλοι με εξαίρεση τους πιο θαρραλέους επικριτές φρόντιζαν να παραμένουν εντός των ορίων των νόμιμων σοβιετικών θεμάτων και της νόμιμη φρασεολογίας [σ. 576].
Μέσα από το δόγμα κάποιου όμως, δεν έχουμε την ευκαιρία να αμφισβητήσουμε και τις δικές μας βεβαιότητες;
«Για πολλούς δυτικοευρωπαίους διανοούμενους ο κομμουνισμός ήταν μια αποτυχημένη εκδοχή της κοινής προοδευτικής κληρονομιάς. Όμως για τους ομολόγους τους στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ο κομμουνισμός ήταν μια πολύ επιτυχημένη εφαρμογή των εγκληματικών παθολογιών του απολυταρχισμού του εικοστού αιώνα., και οι άνθρωποι θα πρέπει να τον θυμούνται με αυτό τον τρόπο. Η Ευρώπη μπορεί να ενώθηκε αλλά η ευρωπαϊκή μνήμη παρέμεινε βαθιά ασύμμετρη», γράφει ο Judt [σ. 826], καλώντας τους συμπαθούντες το σοβιετικό πείραμα να σκεφτούν εκείνους δυσανασχετούσαν με τη ζωή τους πίσω από το "παραπέτασμα".
Η περιφρόνηση του συγγραφέα για τα αποτελέσματα της Οκτωβριανής Επανάστασης ξεκινά από τον Λένιν και την εφαρμογή μαρξιστικών αρχών, και καταλήγει στους διαδόχους του Στάλιν, καλύπτοντας σχεδόν επτά σοβιετικές δεκαετίες.
«Η ιδιαίτερη συμβολή του Λένιν στην ευρωπαϊκή ιστορία ήταν ότι άρπαξε τη φυγόκεντρη πολιτική κληρονομιά του ευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού και την μετέτρεψε σε δύναμη μέσα από εάν καινοτόμο σύστημα μονοπωλιακού ελέγχου, το οποίο ήταν εξαιρετικά συγκεντρωτικό και διατηρούνταν με τη βία» [σελ. 584].
Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα πράγματα στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» δεν ήταν όπως τα περιγράφει ο Judt; Ίσως ναι, ίσως όχι. Το σίγουρο είναι ότι έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο δεν προσπάθησε να συγκαλύψει τις απόψεις και τις ιδέες του, αλλά τις περιέλαβε σε όσα είχε να πει, επικρίνοντας με την βοήθεια της καυστικότητας του βρετανικού τρόπου γραφής. Ωστόσο, η εξαιρετικά διεισδυτική του σκέψη κερδίζει τον αναγνώστη που μπορεί να απολαύσει, σε όποιο μέρος του πολιτικού φάσματος και αν ανήκει, κεφάλαια όπως αυτό με την σκωπτική θεώρηση των κινημάτων του 1960, εκείνο με την συμπυκνωμένη και εύστοχη παρουσίαση των γερμανικών δεκαετιών του 1960 και του 1970, το άλλο με την εξαιρετική ανάλυση του θατσερισμού, ή μια καίρια ανασκόπηση του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία και της μετασοβιετικής μετάβασης όλων των ανατολικών κρατών στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο ο αναγνώστης που θα έκρινε το έργο του Judt από τον αντικομουνισμό του θα αδικούσε τον εαυτό του και θα πετούσε μια εξαιρετική ευκαιρία να παρακολουθήσει όλο το εύρος της σκέψης του ιστορικού. Άλλωστε, στο κεφάλαιο για την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και μετά, η σαφής αντικαπιταλιστική ματιά του Judt είναι παρούσα και ηχηρή, αν και βασίζεται περισσότερο στις βάσεις του ευρωπαϊκού ουμανισμού, παρά σε κάποιο πολιτικό ρεύμα.
Τόσο όσοι διαβάσουν το Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο διαφωνώντας με την πολιτική θέση του συγγραφέα, όσο και όσοι θα κουνούν σε κάθε σελίδα το κεφάλι τους επιδοκιμαστικά, αναπόφευκτα θα έχουν μια κοινή εμπειρία: θα περπατήσουν σε μονοπάτια σπάνιας ιστορικής σκέψης και πραγματικά αποκαλυπτικών ιστορικών ερμηνειών.
«[Στην αρχή του 21ου αιώνα] στην Ευρώπη η ιστορία δεν απειλούνταν από την εσκεμμένη στρέβλωση τους παρελθόντος για λόγους ψευδολογίας αλλά από τη νοσταλγία, η οποία θα μπορούσε από πρώτη ματιά να θεωρηθεί φυσικό συμπλήρωμα της ιστορικής γνώσσης. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστου΄αιώνα το παρελθόν σαγήνευε όλο και περισσότερο τους ανθρώπους ως ένα αποσυνδεδεμένο τεχνούργημα που δεν περιέκλειε πρόσφατες μνήμες και οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ιστορία σαν όχι τόσο ως μέσο διαφωτισμού για το παρόν αλλά μάλλον ως απεικόνιση που έδειχνε πόσο διαφορετικά ήταν άλλοτε τα πράγματα (...) Η ιστορία δεν έδειχνε τι ένωνε τους ανθρώπους με το παρελθόν αλλά τι τους χώριζε από το παρελθόν» [σ. 768].
Στον επίλογο ο Judt επιστρέφει στο Ολοκαύτωμα και τις εθνικές ευθύνες των ευρωπαϊκών κρατών στους διωγμούς των Εβραίων. Στην πραγματικότητα όμως αντικείμενο του κεφαλαίου είναι η διαχείριση της μνήμης και όχι τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Μήπως τέτοια διαχείριση δεν επιχειρεί να κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας όταν βλέπει στα κρίματα του ευρωπαϊκού παρελθόντος την ευκαιρία για την εύρεση ενός «ηθικού σκοπού»;
«Η μνήμη είναι εγγενώς επίμαχη και μεροληπτική: αυτό που αναγνωρίζει κάποιος το παραλείπει κάποιος άλλος. Και είναι κακός οδηγός για το παρελθόν. Μετά τον πόλεμο η Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω σε μια σχεδιασμένα λανθασμένη μνήμη, πάνω στη λήθη ως τρόπο ζωής», γράφει [σ. 829].
Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο που δίνει την ευκαιρία για πολλαπλές αναγνώσεις- όλες τους αξιόλογες.
Δημήτρης Γλύστρας
Tony Judt
"Η Ευρώπη μετά τον Πολεμο"
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
2022
Σελ. 866
Τιμή: 47,70