Ο μαγικός φωτογραφικός κόσμος του Χέλμουτ Νιούτον στην Στέγη

Ο «μισογύνης» φωτογράφος που εξύμνησε το γυναικείο σώμα φτάνει στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέσα από τα πορτρέτα και τις ονειρικές εμπνεύσεις του φακού του, και το in2life θυμάται τον βίο και την πολιτεία του μεγάλου καλλιτέχνη.
Ο μαγικός φωτογραφικός κόσμος του Χέλμουτ Νιούτον στην Στέγη
του Γιάννη Ασδραχά

Από τις οκτώ πόζες που τράβηξε ένα δωδεκάχρονο αγόρι το 1932, μόνο μία είχε διακριτό θέμα: Ήταν ένα μέρος του πύργου της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου και ταυτόχρονα η πρώτη εικόνα που θα φανέρωναν τα χημικά από τις χιλιάδες εκ των χιλιομέτρων αρνητικού που θα όπλιζε ο τότε νεαρός στη ζωή του.

Το παιδί που δοκίμαζε τα μυστικά της φωτογραφίας σημαδιακά τον τελευταίο χρόνο ζωής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης χειριζόμενος μία «μηχανή του λαού», όπως είχε επονομαστεί, αξίας μόλις τεσσάρων μάρκων, «Agfa Box», λεγόταν Χέλμουτ Neustaedter.

Είναι ο αυτοβαπτισμένος είκοσι χρόνια αργότερα και γνωστός σε όλο τον κόσμο ως Χελμουτ Νιούτον. Ο φωτογράφος που αποτύπωσε το γυναικείο σώμα όχι ως καλλιτέχνης αλλά ως χαρτογράφος. Αναπαριστώντας στο φωτοευαίσθητο χαρτί τις πιο διάσημες καλλίπυγες καλλονές σαν να έχει απέναντι του ένα φυσικό έργο. Δημιουργώντας εικόνες που ο χρόνος τις κράτησε αναλλοίωτες από τις αισθητικές διακυμάνσεις. Και ταυτόχρονα εκμηδένισε την δύναμη των εμπορικών σημάτων όπου αυτά υπήρξαν κατά μεγάλο ποσοστό κίνητρο για να οπλίσει τη μηχανή.



Αυτές τις μέρες παρουσιάζεται η πρώτη μεγάλη έκθεση με έργα του Χέλμουτ Νιούτον στην Ελλάδα, στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος «Ωνάση», σε μία αντιπροσωπευτική σκιαγράφηση του έργου του με εκπροσώπηση από όλες τις δημιουργικές προεκτάσεις του έργου του. Πρόκειται για έργα όπως πλάσματα σπάνιας ομορφιάς αποτυπωμένα για οίκους υψηλής ραπτικής και πρόσωπα της τέχνης και της πολιτικής που συνέβαλαν στο βιβλίο της ιστορίας του 20ου αιώνα, εικόνες που επικρατεί το άσπρο-μαύρο με αναγνωρίσιμες επιρροές από την κληρονομία της γερμανικής πρωτοπορίας της δεκαετίας του 1920 και 1930, και στο πνεύμα της προναζιστικής βερολινέζικης ελευθεριότητας. Βέβαια, το έγχρωμο αρνητικό δεν λείπει από το έργο του: αν και κατέχει ένα μικρό ποσοστό στην έκθεση, η πολυχρωμία εμφανίζεται στην αποτύπωση.

Το έργο του έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, οκτώ χρόνια μετά τον απρόσμενο θάνατό του. Το 2004 έχασε τον έλεγχο της λευκής Candilac Sub, συνέπεια καρδιακής προσβολής, στο μέσο της Σάνσετ Μπούλεβαρντ του Λος Άντζελες. Το ανεξέλεγκτο όχημα καρφώθηκε στους τοίχους του ξενοδοχείου «Chateau Marmont», στο οποίο μάλιστα είχε διαμείνει σε πολλές αποστολές του ο φωτογράφος.

Ο Νιούτον και ο ναζισμός

Ο Νιούτον γεννήθηκε πριν από 92 χρόνια σε μία αστική συνοικία του Βερολίνου από γονείς εβραϊκού θρησκεύματος. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου που κατασκεύαζε κουμπιά και πόρπες. Ατίθασος και ζωηρός, ήδη από την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων διέγνωσε ότι υπήρχαν, όπως έλεγε, «μόνο τρία πράγματα στη ζωή μου: η φωτογραφία, τα κορίτσια, και το κολύμπι». Και πώς συνδύαζε και τις τρεις συνιστώσες; Με την πρώτη του μηχανή φωτογράφιζε τα κορίτσια της κολυμβητικής λέσχης με τα μαγιό της εποχής, που αγκάλιαζαν σαν δέρμα τα νεανικά κορμιά - μία εικόνα που λειτούργησε ως ένα από τα αρχέτυπα στη διαδρομή της καριέρας του.

Είχαν βέβαια και ένα τίμημα τα εφηβικά του πάθη: Υπερκέρασαν τις στοιχειώδεις του υποχρεώσεις ως μαθητή. Δεκαέξι χρονών αποβλήθηκε για τη διαγωγή του από το Αμερικάνικο Σχολείο του Βερολίνου. Ακολούθησε τις επιθυμίες του και βρέθηκε στο στούντιο της Εβραίας φωτογράφου Έλσα Σίμον, γνωστή με το καλλιτεχνικό όνομα «Yva». Μαθήτευσε δίπλα της παίρνοντας μέρος σε δουλείες όπως πορτρέτα προσώπων της βερολινέζικης σοου-μπιζ και φωτογραφίσεις μόδας. Η φωτογράφος παραχωρούσε στον νεαρό Χέλμουτ το στούντιο της και εκείνος το εκμεταλλευόταν δημιουργικά. Ο έφηβος είχε βάλει ήδη τους στόχους του: να φωτογραφίζει τα κελεύσματα της μόδας στις ιλουστρασιόν σελίδες των κορυφαίων περιοδικών του πλανήτη.

Την ίδια εποχή στη πολιτική ζωή της Γερμανίας, ο Ναζισμός έγινε εξουσία. Όταν εφαρμόστηκαν οι αντισημιτικοί Νόμοι της Νυρεμβέργης, η επιχείρηση του πατέρα του πέρασε στα χέρια «Αρείου», ενώ το φωτογραφείο της Yva έκλεισε και η ίδια άφησε την τελευταία της πνοή λίγο αργότερα, και απότομα, χτυπημένη από τα χέρια των Ναζί. Την ίδια χρονιά, η οικογένειά του εγκαταλείπει την Γερμανία με προορισμό την Λατινική Αμερική.

Ο Χέλμουτ όμως δεν μπορεί να τους ακολουθήσει, επειδή δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Περιμένει κρυμμένος να εκδοθεί το διαβατήριο του και μόλις το παραλαμβάνει επιβιβάζεται στο Ιταλικό Υπερωκεάνιο «Conte Rosso» με συνεπιβάτες φυγάδες από την Ευρώπη, στην οποία φαινόταν ήδη το σκηνικό του πολέμου. Σε αυτό το ταξίδι θα έχει τις εμπειρίες της ενηλικίωσης του: «Χορεύαμε, πίναμε, ικανοποιούσαμε τα σεξουαλικά μας απωθημένα», έχει δηλώσει.

Η Οδύσσεια ενός καλλιτέχνη



Μετά από χιλιάδες μίλια στη θάλασσα, το πλοίο έδεσε στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, που αποτελούσε βρετανική αποικία εκείνη την εποχή. Εγκαταστάθηκε στην πόλη και εργάστηκε ως φωτογράφος πορτρέτων στην εφημερίδα «Singapore Straits Times». Εκείνη την περίοδο ήταν μαικήνας του μια, μεγαλύτερη του, γοητευτική γυναίκα βελγικής καταγωγής. Θα αποχαιρετήσει τη Σιγκαπούρη το 1942 με προορισμό την Αυστραλία λίγο πριν τα Αυτοκρατορικά Ιαπωνικά στρατεύματα εισβάλουν στη πόλη. Στην Πέμπτη ήπειρο, ως Εβραίος θα βρεθεί σε στρατόπεδο. Στη συνέχεια θα στρατολογηθεί με την ειδικότητα του οδηγού φορτηγού. Έλαβε την αυστραλιανή υπηκοότητα το 1945 και για την νέα του ταυτότητα επέλεξε το επώνυμο Νιούτον. Τριά χρόνια μετά παντρεύεται την γυναίκα που θα βρίσκεται στο πλευρό του έως το τέλος της ζωής του, την ηθοποιό και μοντέλο Τζουν Μπρουνέλ.

Εκείνη τη περίοδο δημιουργεί το προσωπικό του στούντιο στο Φλίντερ Λέιν της Μελβούρνης και συνεργάζεται επαγγελματικά με τον επίσης Εβραίο Χένρι Τάλμποτ. Σταδιακά του ανοίγουν οι πόρτες της φωτογραφίας στα αυστραλιανά έντυπα. Αρχικά «τραβάει» με την μηχανή του βιτρίνες, οικιακή επίπλωση, τρόφιμα κ.α. Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης το 1953.

Επιστροφή στην Ευρώπη… για την καταξίωση

Σύντομα τα αυστραλιανά περιοδικά μόδας τον επέλεξαν ως συνεργάτη. Το 1957, θα ταξιδέψει μαζί με τη σύζυγο του στο Λονδίνο με ετήσιο συμβόλαιο στην αγγλική «Vogue». Η Ευρώπη ταιριάζει τόσο στον ίδιο όσο και στη γυναίκα του, ενώ αποδείχθηκε και ιδανικό σκηνικό για την δουλειά του. Εκείνη τη περίοδο πέρασε τα σύνορα πολλών χωρών της Γηραιάς Ηπείρου στην καμπίνα μίας λευκής Πόρσε. Στην συνέχεια, γύρισε στην Αυστραλία αφού πρώτα υποσχέθηκε στη σύζυγο του ότι θα είναι μία προσωρινή επάνοδος. Έμεινε εκεί για δύο χρόνια, με έναν σκοπό: να μαζέψει χρήματα και να ξαναγυρίσει στην Ευρώπη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αγόρασε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι και ξεκίνησε να συνεργάζεται με κορυφαία περιοδικά, «ευαγγέλια» των τάσεων της εποχής όπως Vogue, Elle, Vanity Fair, Marie Claire, Harper's Bazaar, Lui και Stern.

Ο ανορθόδοξος τρόπος που φωτογράφιζε την ακάλυπτη σάρκα, τις απίθανες στάσεις και τα αντικείμενα φετίχ λατρεύτηκε αλλά και μισήθηκε. «Βασίλια της Διαστροφής», «Εκμεταλευτή των Γυναίκων», «Μισογύνη» είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που του πρόσαψαν οι διαφωνούντες με την εικόνα της δουλείας του.

«Δεν μου αρέσουν τα περίπλοκα και σύνθετα πράγματα. Για αυτά υπάρχει η τέχνη» είχε πει. Όσο για την έμπνευση του, είχε πει κάποτε πως έβλεπε στον ύπνο του φευγαλέες εικόνες. Όταν ξυπνούσε προσπαθούσε να θυμηθεί αυτή την παρέλαση καταστάσεων και να τις προσαρμόσει στις επόμενες τους δουλείες. Δούλεψε κυρίως ασπρόμαυρο, ενώ σε όσες δουλείες του υπήρχε χρώμα, ήταν έντονο, κάτι που οφειλόταν στο ότι έπασχε από αχρωματοψία.

Το 1975 εγκαινιάζεται η πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Την επόμενη χρόνια εκδίδεται το πρώτο του φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «White Women», μία ελεγεία στο γυναικείο σώμα σε ένα περιβάλλον αστικής παρακμής. Όπου μπορούσε να επιλέξει τα μοντέλα του, προτιμούσε γυναίκες μεγαλόσωμες και δυνατές, «αμαζόνες», επειδή μαζί τους ένιωθε ασφάλεια. Δούλεψε βέβαια και με όλα τα διάσημα μοντέλα της κάθε εποχής: τη Ναόμι Κάμπελ, τη Σίντι Κρόφορντ, τη Λίντα Εβανγκελίστα, την Έλενα Κρίστενσεν κ.α.

Ωστόσο, δεν διέδιδε κανένα μύθο για την ομορφιά. Τουναντίον, την απομυθοποιούσε. Έλεγε για παράδειγμα πως το να «δουλεύεις με ωραίες γυναίκες είναι μια άσχημη δουλειά. Είναι τόσο χαζές που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι, είτε να κάθονται αμίλητες και να κοιτάζουν με κενό βλέμμα ευθεία, είτε να μου σπάνε τα νεύρα γιατί μιλάνε ακατάπαυστα. Υπάρχει όμως κι ένα χειρότερο είδος: Εκείνες που θεωρούν ότι πρέπει να μιλήσουν για τα σημαντικά θέματα».

Σημαντική ήταν η μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο του, που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού το χειμώνα του 1984. Από το 1980 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μονακό και το λιλιπούτειο πριγκιπάτο τον έχρισε Ιππότη των Τεχνών. Οι διακρίσεις συνεχίστηκαν: το 1989 ονομάστηκε «Chevalier des Arts et des Lettres» από το Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού, ενώ το 1992 του απονεμήθηκε ο τίτλος «grosses Bundesverdienstkreuz» από την ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας.

Ένα χρόνο πριν τον θάνατο του, δώρισε 1.000 έργα του στην πόλη που γεννήθηκε, σαν μαγιά για το «Helmut Newton Foundation». Το κτήριο, στο οποίο στεγάζεται το ίδρυμα που φέρει το όνομα του ήταν η λέσχη των Πρώσων αξιωματικών και η θέα του ήταν η τελευταία εικόνα του Βερολίνου που είχε ο 18χρονος Νιούτον πριν επιβιβαστεί στο τραίνο που θα τον φυγάδευε από το Τρίτο Ράιχ.

Η έκθεση στην Στέγη

Από το Ίδρυμα του προέρχονται τα 196 έργα και το φιλμ που παρουσιάζονται στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης. Οι φωτογραφίες σε όλες τις διαστάσεις, από υπερμεγέθη έργα όπως η «Επέλαση των Γυναικών» όπου ποζάρουν πέντε μοντέλα τα οποία αποτύπωσε ο καλλιτέχνης ντυμένα και γυμνά στην ίδια ακριβώς στάση, έως και μικρά, που δημιουργούν σύνολα σε διαστάσεις οικιακής κορνίζας.

Η έντονη απόδοση του χρώματος από τον καλλιτέχνη εκπροσωπείται στην σειρά από φωτογραφίες μόδας από τα τέλη του ‘60. Περιλαμβάνονται εικόνες από ύλη ονείρων, όπως η φωτογραφία όπου ένας τεράστιος αλιγάτορας καταπίνει την Πίνα Μπάους, φετιχιστικές φαντασιώσεις, όπως ένα κορίτσι στα τέσσερα φορώντας μία σέλα αλόγου και εικόνες με αντιθέσεις, όπως ένα μοντέλο που "φορά" την πρωτοπορία δίπλα σε έναν ατσαλάκωτο Βρετανό αξιωματικό. Ένα υπνωτιστικά ηδονοβλεπτικό περιβάλλον χωρίς αρχή μέση και τέλος.

Σε έναν τοίχο της έκθεσης φιλοξενούνται πορτραίτα όπως του Σαλβαντόρ Νταλί – η τελευταία φωτογραφία του-, της Λένι Ριφενστάλ – αν και είχε την «ρετσινία» της Ναζίστριας- των Μικ Τζάγκερ, Αντυ Γουόρχολ, Κατρίν Ντενέβ, Σαρλότ Ράμπλινγκ κ.α. Επίσης, διαφωτιστική για τον τρόπο εργασίας του είναι η ταινία που προβάλλεται σε ειδικό χώρο, γυρισμένη από τον άνθρωπο που ήξερε καλύτερα από όλους τον φωτογράφο: τη γυναίκα του.

Info:
Έκθεση Χέλμουτ Νιούτον
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση
12:00-21:00 Εκθεσιακός χώρος
Συγγρού 107-109
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: έως τις 3 Μαρτίου 2013
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v