Kαλτ προσωπικότητες των ελληνικών γηπέδων
Ο Νίκος Αλέφαντος, ο Νίκος Τσιαντάκης, ο Έρικ Ραμπεσαντρατανά, ο Εθνικάρας και τα άλλα παιδιά που έμελλε να γράψουν ιστορία στην καλτ βίβλο του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ο Νίκος Αλέφαντος, ο Νίκος Τσιαντάκης, ο Έρικ Ραμπεσαντρατανά, ο Εθνικάρας και τα άλλα παιδιά που έμελλε να γράψουν ιστορία στην καλτ βίβλο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Καλές οι ντρίμπλες κι οι σέντρες ακριβείας κι ακόμη καλύτερα τα ψαλιδάκια και οι αποκρούσεις στο «γάμα» της εστίας όμως το αλατοπίπερο του ποδοσφαίρου είναι δίχως άλλο όλοι εκείνοι οι outsiders που βρίσκονται εντός ή εκτός αγωνιστικού χώρου. Μιλάμε για μορφές θρυλικές που γίνονται καλτ κι αγαπιούνται για τα καλά και τα στραβά τους, χαρίζοντάς μας ορισμένα από τα πιο εμπνευσμένα συνθήματα των ελληνικών γηπέδων κι άλλες τόσες ιστορίες που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Για κάποιες από αυτές θα μιλήσουμε εδώ, αποτίνοντας τον δικό μας ξεχωριστό φόρο τιμής.
Αν γνώριζες τον Νίκο Αλέφαντο, τότε σίγουρα θα είχες μάθει μπαλίτσα από τον άρχοντα. Τα πάντα όλα δηλαδή. Ήταν από τους προπονητές που δεν μασούσαν τα λόγια τους, έλεγαν τα πράγματα έξω από τα δόντια και εξηγούσαν το παιχνίδι με τέτοιο πάθος που μπορούσες να μάθεις τα πάντα, ακόμα και χωρίς να έχεις πατήσει γήπεδο. Αν δεν ήταν εκείνος ο άτιμος ο Δούρος που δεν έβγαινε στο τηλέφωνο, ίσως να είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα με τη μεγάλη του αγάπη, τον Ολυμπιακό, που τόσο λάτρευε και δεν το έκρυβε ποτέ.
Με περισσότερες από 20 ομάδες στο προπονητικό του βιογραφικό – από τον Αστέρα Εξαρχείων και τον Παναργειακό μέχρι τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ και φυσικά τον Ολυμπιακό – ο Αλέφαντος ήταν μια φιγούρα μοναδική στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο λόγος του γινόταν σύνθημα στα γήπεδα, οι ατάκες του έμειναν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη και ο ξεχωριστός του τρόπος έκφρασης τον έκανε μέχρι και... τραγούδι. Είτε τον λάτρευες είτε διαφωνούσες μαζί του, δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις ειδικά όταν γεννούσε συνεχώς ατάκες σαν το «καλώς τα παιδιά, καλώς τα 3-0!».
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, το 2020, αφήνοντας πίσω του έναν μύθο γεμάτο πάθος, σκληρές αλήθειες και αστείρευτη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Ο αποχαιρετισμός του ήταν αντάξιος της μεγάλης του προσωπικότητας, με τον κόσμο του ποδοσφαίρου να του αφιερώνει εκείνη τη τραγουδιστική φράση που θα συνοδεύει για πάντα τη μνήμη του: «Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι».
«Ωωωω Ραμπεσαντρατανά, ωωωω πρωτάθλημα ξανά» ήταν το σύνθημα που δονούσε τα Φιλαδέλφεια –έτσι λέγανε οι παλιοί την περιοχή του γηπέδου της ΑΕΚ- κι αφορούσε τον κάπως ευτραφή Ερίκ Ραμπεσαντρατανά. Ο Ερίκ Ραμπεσαντρατανά ήρθε στην ΑΕΚ κουβαλώντας βιογραφικό μεγάλου παίκτου που θα έλεγε κι ο Αλέφαντος, αφού είχε γράψει πάνω από 100 συμμετοχές με την Παρί Σεν Ζερμέν, φορώντας το περιβραχιόνιο και παίζοντας δίπλα σε ονόματα πρώτης γραμμής. Μόνο που η ιστορία του στην Ένωση δεν ήταν γραφτό να είναι το ίδιο λαμπερή. Λίγο τα παραπανίσια κιλά, λίγο η φυσική κατάσταση που θύμιζε περισσότερο παλαίμαχο παρά ενεργό παίκτη, λίγο το παρουσιαστικό του – μια αλήτικη εκδοχή του Βαλάντη με γαλλική προφορά – και λίγο οι σχέσεις του με τον Μάκαρο Ψωμιάδη που ήταν πιο ψυχρές κι από κατάψυξη, έκαναν τη συνεργασία του με τους κιτρινόμαυρους να στραβώσει από νωρίς.
Το πράγμα δεν κόλλαγε με τίποτα. Ο Ραμπεσαντρατανά περιορίστηκε σε πέντε εμφανίσεις, και αυτές μόνο στο Κύπελλο και στα ευρωπαϊκά παιχνίδια της ΑΕΚ. Η παρουσία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο κράτησε όσο μια δυνατή μπόρα – ήρθε, έκανε λίγο θόρυβο και έφυγε πριν τον πάρει κανείς χαμπάρι. Μέσα σε λίγους μήνες μάζεψε τα μπογαλάκια του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, αφήνοντας πίσω του μια από τις πιο περίεργες μεταγραφικές ιστορίες της ΑΕΚ.
Ένα όνομα, μια ποδοσφαιρική καριέρα γεμάτη πάθος, νεύρο και… ζελέ. Ο Σούλης Παπαδόπουλος είναι ο άνθρωπος που έχει προπονήσει περισσότερες ομάδες απ’ όσες μπορείς να μετρήσεις με τα δάχτυλα και των δύο χεριών, ξεκινώντας το προπονητικό του ταξίδι το 1999 και συνεχίζοντας ακάθεκτος μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα; Σπάνια έμενε για πολύ σε έναν πάγκο, εκτός από την αγαπημένη του Προοδευτική, όπου έγραψε ιστορία από το 1999 μέχρι το 2004. Και αν κάποιοι θεωρούν ότι ο Τάκης Λεμονής ή ο Μανόλο Χιμένεθ είναι «βασιλιάδες» στις απολύσεις και στις επαναπροσλήψεις, ο Σούλης τους έβαλε τα γυαλιά: από το 2008 μέχρι το 2012 έφυγε και ξαναγύρισε στον Πιερικό περισσότερες φορές απ’ όσες άλλαξε κουστούμι ο Ζοσέ Μουρίνιο.
Με την υπέροχα ζελεδιασμένη κόμη του – που παρέμενε πάντα στη θέση της ακόμα και στις πιο τρελές ποδοσφαιρικές μάχες – ο Σούλης μάς σύστησε το ελληνικό κατενάτσιο στα ‘90s, παρουσιάζοντας μια Προοδευτική που δεν μάσαγε από κανέναν. Ήταν ομάδα-πολεμική μηχανή, έσπαγε ρεκόρ στις κίτρινες κάρτες και δεν φοβόταν να κοιτάξει κανέναν στα μάτια. Και ο ίδιος ο Παπαδόπουλος; Πιστός στο δικό του δόγμα. Όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, διαλαλούσε ότι «ο Σούλης φοράει παντελόνια», πετώντας δολοφονικές ατάκες, ειδικά όταν το θέμα έφτανε στον μεγάλο του «εχθρό», τον Νίκο Αναστόπουλο, με τον οποίο η κόντρα τους έγραψε ιστορία. Αληθινός μάγκας, αληθινός στρατηγός της ελληνικής προπονητικής, ο Σούλης δεν έμπαινε σε καλούπια – κι αυτό είναι που τον έκανε τόσο ξεχωριστό.
Αν μεγάλωσες στα ‘80s και τα ‘90s, ξέρεις καλά πως το ποδόσφαιρο τότε ήταν αλλιώς. Και μέσα σε εκείνη την εποχή των αλανιών και των πραγματικών παικταράδων, υπήρχε ένας τύπος που έκανε τη διαφορά: ο Νίκος Τσιαντάκης. Ένας αριστεροπόδαρος με μπόλικη μπαλίτσα στο αίμα, που δεν χρειαζόταν να τρέχει σαν σπρίντερ – είχε μυαλό, είχε πάσα, είχε σέντρα ξυράφι που έκανε τους επιθετικούς να τρίβουν τα χέρια τους. Κάπως έτσι κέρδισε το παρατσούκλι «κουτάλας» για τις μακρινές πάσες του.
Τον μάθαμε στη μεγάλη του πορεία με τον Ολυμπιακό, όπου φόρεσε τα ερυθρόλευκα από το 1988 μέχρι το 1996, μετρώντας πάνω από 200 εμφανίσεις. Ήταν από τους παίκτες που κουβαλούσαν ποιότητα ακόμα και σε εποχές που ο Θρύλος περνούσε δύσκολα, με ομάδες που δεν είχαν τη σημερινή αίγλη. Πριν από αυτό, είχε αφήσει το στίγμα του σε ομάδες όπως ο Διαγόρας και ο Πανιώνιος, ενώ αργότερα έκλεισε την καριέρα του στον Εθνικό. Ο βασικότερος λόγος ωστόσο που ο Τσιαντάκης μνημονεύεται στη καλτ βίβλο των ελληνικών γηπέδων είναι η επική κι αλητήρια χαίτη του που σφράγισε τις ποδοσφαιρικές κόμες των τιμημένων 80s και 90s.
Όταν μιλάμε για τερματοφύλακες που δεν μάσαγαν, που είχαν τρέλα και που γούσταρες να βλέπεις, ο Γιώργος Μύρτσος είναι από τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο μυαλό. Ήταν ο γκολκίπερ που δεν έπαιζε μόνο με τα χέρια, αλλά και με την ψυχή του, ένας τύπος που δεν φοβόταν ούτε αντιπάλους ούτε διαιτητές.
Ξεκίνησε την καριέρα του στον Εθνικό, αλλά η μεγάλη του στιγμή ήρθε όταν φόρεσε τη φανέλα του ΠΑΟΚ στα τέλη των ‘80s. Στην Τούμπα έγινε αγαπητός για τις απίθανες αποκρούσεις του και τη μαγκιά που έβγαζε κάτω από τα δοκάρια. Μετά, η μοίρα τον έστειλε στον Ολυμπιακό, όπου μπορεί να μην στέριωσε, αλλά κατάφερε να αφήσει το στίγμα του, πριν συνεχίσει σε Άρη και ΟΦΗ.
Εκτός γηπέδων, ο Μύρτσος έγινε ακόμα πιο καλτ φιγούρα. Αρχικά ήταν φανατικός οπαδός της σγουρομάλλικης χαίτης- σαν άλλος Ρενέ Χιγκίτα-, κάνοντας τον ανάρπαστο σε συλλέκτες αυτοκόλλητων Panini της εποχής. Παράλληλα ο Μύρτσος έπαιρνε το μικρόφωνο και τα έκανε όλα… άνω-κάτω, λέγοντας τα πράγματα όπως τα ένιωθε, χωρίς φίλτρα και στρογγυλέματα. Λάτρης της λαϊκής μουσικής μας χάρισε το επικό σύνθημα: «Μύρτσο γερά, το βράδυ στον Καρρά» το οποίο απέκτησε αφού παραμονές αγώνα της Εθνικής ομάδας στην Θεσσαλονίκη, είχε φύγει από το ξενοδοχείο για να απολαύσει τον αγαπημένο του τραγουδιστή.
Αν μιλάμε για αληθινούς ρομαντικούς της μπάλας, ο Γιάννης Μαντζουράνης, ο θρυλικός «Εθνικάρας», ήταν ό,τι πιο αγνό και αυθεντικό γνώρισε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν ήταν απλά ένας οπαδός. Ήταν η ψυχή του Εθνικού, ένας τύπος που γεννήθηκε για να αγαπάει την ομάδα του και να τη στηρίζει μέχρι την τελευταία του πνοή.
Γεννημένος το 1934, κόλλησε το μικρόβιο του Εθνικού από μικρός και δεν το άφησε ποτέ. Με τη χαρακτηριστική του φωνή να σκίζει τον αέρα, με την ατάκα «Εθνικάρα, ρε!» να αντηχεί σε κάθε γήπεδο που πάταγε, ο Μαντζουράνης έγινε ένα καλτ σύμβολο όχι μόνο για τους Εθνικούς αλλά για κάθε αγνό φίλαθλο. Δεν τον ένοιαζαν τα πρωταθλήματα, οι διακρίσεις, τα μεγάλα ονόματα. Γούσταρε να βλέπει την ομάδα του, να φωνάζει, να τραγουδάει, να στηρίζει ό,τι αγαπούσε.
Και το ‘κανε μέχρι το τέλος. Μέχρι που τον πρόδωσε η υγεία του το 2021, σε ηλικία 87 ετών. Η ελληνική μπάλα έχασε έναν από τους τελευταίους ρομαντικούς της. Γιατί Εθνικάρες δεν βγαίνουν κάθε μέρα. Και αν σήμερα μιλάμε για αγνή, ανόθευτη αγάπη για το ποδόσφαιρο, η μορφή του Γιάννη Μαντζουράνη θα είναι πάντα εκεί.