10 πράγματα που δεν ήξερες για την οδό Ερμού
Ο ένας από τους πρώτους δρόμους της σύγχρονης Αθήνας κρύβει ιστορίες που δεν φαντάζεσαι. Ευτυχώς που έχεις εμάς, να σου τις αποκαλύψουμε όλες.
Ο ένας από τους πρώτους δρόμους της σύγχρονης Αθήνας κρύβει ιστορίες που δεν φαντάζεσαι. Ευτυχώς που έχεις εμάς, να σου τις αποκαλύψουμε όλες.
Δύο δρόμους έχει, όχι η ζωή, αλλά η Αθήνα του σωτήριου έτους 1834 μ.Χ., στο φρεσκοεκπονηθέν και θρυλικό πλέον πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ: Ο ένας είναι η Αιόλου, ο άλλος είναι η Ερμού. Η οποία Ερμού ονομάστηκε έτσι καθότι ο Ερμής ήταν προστάτης μεταξύ άλλων και των εμπόρων, που θα είχαν εδώ τα μαγαζιά τους για τους επόμενους δύο και βάλε αιώνες, όπως έδειξε τελικά η Ιστορία. Και τώρα που σε πήραμε απ’ τα μούτρα, με ιστορικές πληροφορίες αντί εισαγωγής, πάμε να συνεχίσουμε έτσι, με μερικά ακόμα πράγματα που δεν ήξερες για έναν (ή δύο, ή τρεις, αναλόγως ποιον ρωτάς) από τους ωραιότερους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου.
Ακολουθώντας περίπου τον σημερινό διαχωρισμό, η Ερμού του 19ου αιώνα ήταν εξόχως ανατολίτικη στο τμήμα της από τον Κεραμεικό ως το Μοναστηράκι, με φτωχικά σπίτια, χάνια, ταβέρνες, στάβλους και παλιατζίδικα, και εκθαμβωτικά ευρωπαϊκή στο τμήμα από το Μοναστηράκι ως το Σύνταγμα, με πολυτελή καταστήματα, εντυπωσιακά αρχοντικά και, μέχρι το 1880, τα περισσότερα ξενοδοχεία της πόλης.
Στη γωνία της με την οδό Μιαούλη, υπήρχε μια τεράστια χουρμαδιά, για την οποία ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν γράφει στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα: «Οι Έλληνες ας θυμούνται πάντα πως η χώρα τους γεφυρώνει την Ευρώπη με την Ανατολή και χρέος τους είναι να κρατούν κάθε ανατολίτικο στολίδι. Κάτι τέτοιο είναι κι αυτή η χουρμαδιά». Τις υποδείξεις του δεν τις πήραμε πολύ στα σοβαρά –η χουρμαδιά ξεριζώθηκε το 1857.
Εκατόγχειρ λεγόταν τότε το κομμάτι της Ερμού ανάμεσα στο Μοναστηράκι και την οδό Αγίων Ασωμάτων, από το γύψινο διακοσμητικό ενός τετραώροφου σπιτιού που απεικόνιζε έναν Εκατόγχειρα (μυθικά τερατάκια, παιδιά του Ουρανού και της Γαίας) να κρατά έναν ογκόλιθο. Ο κόσμος φοβόταν πως θα πέσει και θα ανοίξει κεφάλια. Το πρώτο όντως έγινε κάποια στιγμή, το δεύτερο ευτυχώς όχι.
Διάφορες θρυλικές μορφές είχαν τα καταστήματά τους στην «επάνω» οδό Ερμού. Μία από αυτές ήταν ο Βαυαρός βιβλιοδέτης Ροδόλφος Μάιφαρτ, γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους για τις νεαρές Ευρωπαίες με τις οποίες γυρνούσε από κάθε του ταξίδι –όλες σταθερά τον εγκατέλειπαν για συνομήλικούς τους Αθηναίους, κι εκείνος σταθερά έλεγε «δεν πειράζει, του χρόνου φέρνω μιαν άλλη».
Όταν ήρθε στην Αθήνα η Γαλλίδα τραγουδίστρια Ζαν ντ’ Αράς, η οποία ξετρέλανε τους Αθηναίους ως χορεύτρια του καν-καν, καθώς «ανεπέτι τους πόδας της εις το μη περαιτέρω» όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής, ο Μάιφαρτ –κάπως αναμενόμενα– την ερωτεύτηκε σφόδρα, και δεν δίστασε ν' ανέβει μαζί της στη σκηνή. Είχαν αναγγείλει την εμφάνισή τους ως «επίκαιρον διωδίαν» στο θέατρο του Θ. Ορφανίδη. Πλήθος θεατών έσπευσε να παρακολουθήσει, αλλά το τέλος ήταν δυσάρεστο, καθώς το τραγούδι θεωρήθηκε ότι περιείχε υπαινιγμούς κατά του Γεωργίου· το ζεύγος οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, με το πλήθος να ακολουθεί διαδηλώνοντας. Ο Μάιφαρτ έφυγε τελικά για το Μόναχο μετά από σαράντα χρόνια στην Αθήνα.
Το 1903 άνοιξε στην Ερμού ένα αριστοκρατικό καπνοπωλείο, που δεν θα περιλαμβανόταν στη μικρή χαριτωμένη μας λίστα, αν δεν είχε πατεντάρει τη δαιμόνια επιχειρηματική ιδέα να πουλάει ειδικό καπνό για κυρίες.
Στο 11 της οδού Ερμού, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κατάστημα Fokas, άνοιξε το 1909 ένα ξενοδοχείο με το όνομα Τουριστικόν, που το 1917 μετονομάστηκε σε Grand Hotel Continental et Tourist. Πελάτης του υπήρξε μεταξύ άλλων ο μετέπειτα πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης.
Η Κανπικαρέα, που χτίστηκε τον 11ο αιώνα, πήρε το όνομά της από το καπνικόν, έναν φόρο που κατέβαλλες εκείνη την εποχή ανάλογα με το πόσες καμινάδες είχε το σπίτι σου –τα τζάκια ενός σπιτιού ήταν τότε μονάδα μέτρησης πλούτου. Τους φόρους συνέλεγαν οι Καπνικάρηδες, ή Καπνικαρείς, ένας εκ των οποίων ήταν πιθανότατα ο ιδιοκτήτης της εκκλησίας, η οποία πέρασε στην Ιστορία ως «η του Καπνικαρέα» (φαν φακτ, οι περισσότερες εκκλησίες της βυζαντινής Αθήνας ήταν ιδιωτικές).
(*) Με πληροφορίες από το βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία (Εκδόσεις Εστία)