Το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται
Μια μέρα σαν κι αυτή το 1957 περνά στην αιωνιότητα ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες διανοούμενους, ο Νίκος Καζαντζάκης.
Μια μέρα σαν κι αυτή το 1957 περνά στην αιωνιότητα ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες διανοούμενους, ο Νίκος Καζαντζάκης.
Υποφέραμε πολύ, υποφέρουμε ακόμη κάτω από τον υποκριτικό ζυγό των μεγάλων δυνάμεων. Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός-μάρτυρας, ακόμα περισσότερο όταν η ανάγκη ελευθερίας είναι γι’ αυτόν εξίσου επιτακτική όσο και απαραίτητη. Έχει την έμφυτη ευαισθησία που τον καθιστά τρωτό σε κάθε προσβολή της ελευθερίας. Όχι μόνο για τη δική του ελευθερία αλλά και για των άλλων λαών.
Ο Εβραίος καλεί τον Θεό, ο Ινδός προσπαθεί, πέρα από τα φαινόμενα, να κατανοήσει την έννοια και την ουσία, οι Αιγύπτιοι από το βάθος του τάφου τους φωνάζουν “ικετεύω την αθανασία”, στους Ελληνες, δε, δόθηκε σαν αποστολή το να έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την όποια έννοια της σκλαβιάς σε ελευθερία. Πώς θέλετε, λοιπόν, ως Ελλην συγγραφέας να μη βάλω όλες τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία της ελευθερίας;
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.
Η Ποίηση εξακολουθεί να είναι απαραίτητη. Ποτέ άλλη εποχή δεν είχε την ανάγκη της όσο η δική μας. Η Ποίηση είναι κάτι που ξαλαφρώνει. Κι ο άνθρωπος σήμερα, έχει ανάγκη να ξαλαφρώσει. Όμως δε νομίζω πως υπάρχουνε σήμερα μεγάλοι ποιητές. Ο δικός μας ποιητής, ο Σικελιανός, ήτανε μεγάλος. Ο Βάρναλης γράφει καλά και θα μπορούσε να δώσει μεγάλα πράγματα, αν έκανε ορισμένες θυσίες. Γιατί η Τέχνη θέλει όλος να της δοθείς. Αλλιώς δε σε θέλει. Σήμερα υπάρχουν ποιήματα, ποιητές δεν υπάρχουν.
Ένας πραγματικός μυθιστοριογράφος δεν μπορεί παρά να ζει μέσα στην πραγματικότητα του καιρού του και, ζώντας αυτή την πραγματικότητα, συνειδητοποιεί την ευθύνη του. Προσπαθεί λοιπόν να βοηθά τους ομοίους του, ν' αντιμετωπίζει και να λύνει, κατά το δυνατόν, τα πιεστικά προβλήματα της εποχής του. Το λογοτεχνικό έργο σήμερα, αν καθρεφτίζει την εποχή μας, είναι αναγκαστικά μια από τις πιο λεπτές και πιο αποτελεσματικές μορφές δράσης. Ή μάλλον μπορεί το ίδιο να γίνει το σπέρμα της δράσης. O μυθιστοριογράφος εφόσον συνειδητοποιεί την αποστολή του, προσπαθεί να σπρώξει την πραγματικότητα να πάρει τη μορφή που κρίνει ως την πιο ταιριαστή στον άνθρωπο.
Σε άλλες εποχές, πιο ισορροπημένες, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, η ομορφιά μπορούσε ν' αρκέσει για την ικανοποίηση του ιδεώδους του συγγραφέα. Σήμερα ο συγγραφέας, αν είναι πραγματικά ζωντανός είναι ένας άνθρωπος που υποφέρει κι ανησυχεί βλέποντας την πραγματικότητα. Οδηγείται να συνεργασθεί με όλες τις δυνάμεις του φωτός που επιζούν ακόμη για να προχωρήσει λίγο το βαρύ πεπρωμένο του ανθρώπου. O συγγραφέας σήμερα, εφόσον μένει πιστός στην αποστολή του, είναι ένας μαχητής.
Δεν βλέπω την Κρήτη σαν ένα πράγμα γραφικό και χαμογελαστό. Αυστηρή είν' η μορφή της. Σκαμμένη από τον αγώνα και τον πόνο. Αυτό το νησί, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ήταν προορισμένο από τη γεωγραφική του θέση να γίνει η γέφυρα ανάμεσα σ' αυτές τις τρεις ηπείρους. Να γιατί η Κρήτη υπήρξε η πρώτη γη της Ευρώπης που δέχθηκε το φως του πολιτισμού που ήρθε από την ανατολή. Δυο χιλιάδες χρόνια πριν το ελληνικό θαύμα, ανθούσε στην Κρήτη αυτός ο μυστηριώδης πολιτισμός, ο λεγόμενος αιγαιακός, ακόμα βουβός, γεμάτος από ζωή, μεθυσμένος από χρώματα, με φινέτσα και γούστο που ξαφνιάζουν και προκαλούν τον θαυμασμό. Μάταια αντιστεκόμαστε στο ίχνος του παρελθόντος. Υπάρχει μια έκκριση, νομίζω, μια μαγική έκκριση που ακτινοβολεί από τ' αρχαία χώματα που πάλεψαν και υπέφεραν πολύ. Σαν κάτι να έμεινε μετά την εξαφάνιση των λαών που αγωνίσθηκαν, έκλαψαν κι αγάπησαν σ' ένα κομμάτι γης.
Όσο πιο μακρυά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού. Όμως από μακρυά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακρυά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνεια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ' αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. H Ελλαδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.
Βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής εποχής. Ο κόσμος τούτος που ζούμε, βρίσκεται σε διάλυση. Αποσύνθεση ηθική, ψυχική, οικονομική. Βρωμάει ο κόσμος απ’ την αποσύνθεση. Αυτή ‘ναι η εποχή μας. Μια άλλη εποχή, όπως γίνεται πάντοτε, μάχεται να γεννηθεί γιατί η αποσύνθεση στάθηκε πάντα ο πρόλογος της σύνθεσης. Ο κόσμος αυτός, είναι στα σπάργανα. Γεννήθηκε, αλλά ακόμα ψελλίζει. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αντισταθεί στη καλά οργανωμένη αδικία. Είναι οι δύο πραγματικότητες. Το μεταξύ ενός πολιτισμού που χάνεται κι ενός που δημιουργείται διάστημα, τ’ ονόμασαν πάντοτε «Μεσαίωνα». Αυτόν ζούμε. Δεν τον βλέπουμε. Οι ιστορικοί θα τον δούνε. Κι είναι γεγονός πως πάντοτε ένας μεσαίωνας έχει πολέμους.
Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο —ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.