Τι θα γίνει όμως με τα γιούχα στην Επίδαυρο;

Για πόσο ακόμα θα θεωρούν κάποιοι την Επίδαυρο χωράφι του παππού τους, και θα χαλάνε ουρλιάζοντας τις παραστάσεις για τους υπόλοιπους θεατές;

Τι θα γίνει όμως με τα γιούχα στην Επίδαυρο;

Δεν ξέρουμε αν το έχεις προσέξει, αλλά σε κανένα άλλο θέατρο στην Ελλάδα δεν νιώθει κόσμος άνετα να φωνάξει «αίσχος» και «ντροπήηη» προτού αποχωρήσει, όταν δεν του αρέσει η παράσταση. Κι έχουμε κι άλλα αρχαία θέατρα. Στα οποία επίσης ανεβαίνουν παραστάσεις.

Αυτό που έγινε στις Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου, και επαναλήφθηκε ακριβώς μετά από μία εβδομάδα στην Μήδεια του Frank Castorf, δεν ήταν δίκαιη αγανάκτηση, ούτε συνέχιση των ηθών των αρχαίων ημών που πετούσαν ζαρζαβατικά στους πρωταγωνιστές του Αριστοφάνη. Ήταν ο καθαρός παρτακισμός ανθρώπων που θεωρούν ότι η γνώμη τους αφορά 9.000 ανθρώπους που έχουν πληρώσει το ίδιο αντίτιμο εισιτηρίου με εκείνους, και θέλουν –οποία έκπληξις– να δουν την παράσταση και όχι να ακούν τις κραυγές τους.

Η Μήδεια του Frank Castorf ήταν ένα αριστούργημα. Ναι, θα το πούμε έτσι, χωρίς περιστροφές. Ο Γερμανός σκηνοθέτης πήρε το κείμενο του Ευριπίδη και το συνέδεσε με τρία έργα του Χάινερ Μύλλερ για τη Μήδεια, τρία ποιήματα του Αρθούρ Ρεμπώ, κάποια εμβόλιμα κείμενα δικά του, και άλλα που προέκυψαν από αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών. Το αποτέλεσμα ήταν μια Μήδεια τρεισήμιση ωρών, που φωτίστηκε από κάθε πιθανή γωνία: Εδώ ο Ευριπίδης μιλά για τον ρατσισμό, εδώ μιλά για την ξενοφοβία, εδώ θίγει το ζήτημα της εξορίας που συνδέεται άμεσα με την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, εδώ πιάνει το γυναικείο ζήτημα και βάζει 29 θεωρητικούς των σύγχρονων Σπουδών Φύλου να σκίσουν τα πτυχία τους. Ο Castorf δεν ανέβασε απλά τη Μήδεια. Την δίδαξε.

Μπορεί κανείς να διαφωνήσει με αυτό; Εννοείται, όσο θέλει. Μπορεί επίσης να βαρεθεί, να ζεσταθεί, να χαρμανιάσει, να νιώσει ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι αυτό που καταλαβαίνει δεν τον αφορά. Σε κάθε περίπτωση, με ή χωρίς καλό λόγο, είναι ελεύθερος να σηκωθεί και να αποχωρήσει.

Πράγματα που ΔΕΝ μπορεί, όμως, κανείς να κάνει: Να σηκωθεί όρθιος και να φωνάζει «αίσχος» και «ντροπή» στη μέση μιας από των πιο δυνατών σκηνών της παράστασης, κι ενώ επανειλημμένα οι γύρω του τού ζητούν να σταματήσει. Να τσακωθεί μεγαλοφώνως με τους ταξιθέτες που προσπαθούν να τον πείσουν να αποχωρήσει ησύχως. Να σκίζει (ξανά, μεγαλοφώνως) τα ρούχα του για το πόσο ιερός είναι αυτός ο χώρος, χωρίς να αντιλαμβάνεται την τραγική ειρωνεία του να ουρλιάζεις κατά τη διάρκεια παράστασης μέσα σε έναν «ιερό χώρο».

Κι εδώ που τα λέμε, να πιάσουμε λίγο το θέμα του ιερού χώρου; Τι τον κάνει ιερότερο, ας πούμε, από το Ηρώδειο; Η παλαιότητά του; Έστω, να το δεχτούμε –κι ας έχουμε τις αμφιβολίες μας για το πόσοι απ’ όσους φώναζαν το Σάββατο στον Castorf να σταματήσει έχουν ακριβή εικόνα της ηλικιακής διαφοράς Επιδαύρου-Ηρωδείου. Μα τότε, γιατί στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, που είναι της ίδιας ακριβώς περιόδου, μπορούν να ανεβαίνουν πειραματικά έργα, αλλά στο μεγάλο είναι αίσχος και ντροπή; Ποιος το αποφάσισε, πότε κάναμε δημοψήφισμα και το χάσαμε;

Και τι ακριβώς θα πει «πειραματικό έργο»; Οτιδήποτε δεν περιλαμβάνει χιτώνες είναι πειραματικό; Ο τρόπος με τον οποίο παρεισφρέουν διαρκώς αστειάκια από την επικαιρότητα στον Αριστοφάνη δεν είναι πειραματικός; Μια μετάφραση που επιχειρεί να φέρει τη γλώσσα του Ευριπίδη πιο κοντά στα ελληνικά που μιλάμε σήμερα απ’ ό,τι σε εκείνα που μιλούσαμε το 1950 (γκουχ) μετράει για πειραματική ή όχι; Ποιος θα κρίνει πόσο επιτρέπεται να παρέμβει ο κάθε σκηνοθέτης για να δώσει την καλύτερη δυνατή προσέγγιση του έργου; Και, το κυριότερο, με ποια κριτήρια;

Α, και για να τελειώνουμε με την καραμέλα «εγώ ήρθα να δω τη Μήδεια του Ευριπίδη κι όχι τη Μήδεια του Castorf», ή αντίστοιχα τους Σφήκες του Αριστοφάνη και όχι αυτούς της Κιτσοπούλου, είναι δική σου ευθύνη ως θεατής να ξέρεις από πριν τι πας να δεις. Αν βαριέσαι να διαβάσεις δέκα αράδες κείμενο, εκεί που κλείνεις τα εισιτήρια έχει και τρέιλερ, πάτα το, 30 δευτερόλεπτα θα σου πάρει να καταλάβεις αν σε αφορά αυτή η παράσταση ή όχι. Αν δε δεις χλαμύδες, μην τα αγοράσεις.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v