Από πού βγήκε αυτή η βρισιά;
Πασίγνωστες βρισιές, ετυμολογίες και προελεύσεις τους για να ξέρεις ακριβώς τι εννοείς κάθε φορά που βρίζεις.
Πασίγνωστες βρισιές, ετυμολογίες και προελεύσεις τους για να ξέρεις ακριβώς τι εννοείς κάθε φορά που βρίζεις.
Γ*** την Παναχαϊκή μου και το φελέκι μου μαζί, ρε π***η.
Αν σε κάθε σου εκνευρισμό κάνεις περήφανους τους ήρωες του Οικονομίδη, μήπως ήρθε η ώρα να μάθεις και τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά που λες;
Ε, τσογλανάκο;
Προσοχή, ακολουθούν κακές λέξεις.
Γαμώ το φελέκι μου: Φράση που στρέφεται κατά της μοίρας μας και εν γένει των διαφόρων ατυχών συνθηκών που μας φέρνει η ζωή. Το «φελέκι» συγκεκριμένα, όπως διαβάζουμε εδώ, προέρχεται από το τουρκικό felek που σημαίνει την τύχη. Παρόμοια βρισιά έχουν κι οι Τούρκοι: kahpe felek, που θα πει, πουτάνα τύχη.
Γαμώ την Παναχαϊκή μου: Όπως διαβάζουμε εδώ, η βρισιά πηγάζει από τη νίκη της ομάδας της Πάτρας έναντι του ΠΑΟΚ το 1973, η οποία έδωσε τον τίτλο στον Πειραιά, με τον ΠΑΟΚ να μένει ένα βαθμό πίσω απ’ τον Ολυμπιακό. Έγινε σλόγκαν στα στόματα όλων των ΠΑΟΚτζήδων, και δεν άργησε να διαδοθεί σε όλη την Ελλάδα, ίσως και ως ευκολία για όσους δεν ήθελαν να βρίσουν τα θεία.
Καραπουτσακλάρα: Σύμφωνα με το slang.gr, η ετυμολογία αυτής της σύνθετής λέξης είναι καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + πούτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία” + -ακλ(α) (μεγεθ. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με σκωπτική σημασία) + -αρα (μεγεθ. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών).
Φακλάνα: Όπως διαβάζουμε εδώ, ο όρος εντοπίζεται ήδη από τον 11ο αιώνα και συνδέεται με το βυζαντινό «φακλήν'», που το λεξικό Γουδία ερμηνεύει ως «καλώς φαίνειν». Άρα το «φακλήν» αφορά την κοκκέτα, τη γυναίκα (αλλά και άνδρα) που ήθελε να φαίνεται όμορφη, ίσως με την έννοια της ματαιοδοξίας. Μία άλλη ερμηνεία αναφέρει πως είναι σύνθετη λέξη από τις αγγλικές fuck (γαμάω) και lane (σοκάκι).
Πούστης: Προέρχεται από το πέρσικο «posht» που σημαίνει «πίσω» και κατ' επέκταση «πισινός», στα τούρκικα ως «puşt», βαριά βρισιά αντίστοιχη με το αγγλικό asshole, και από εκεί στα ελληνικά με τη γνωστή σημασία.
Τσογλάνι: Επί Τουρκοκρατίας, το «τσογλάνι» ήταν το ελληνόπουλο που υπηρετούσε τους Τούρκους σουλτάνους. Όσον αφορά την ετυμολογία, προέρχεται από τα: iç και oğlanı, όπου το iç- («εσωτερικός», του εσωτερικού παλατιού-σχολείου) και το oğlan («παιδί»). Η βρισιά χαρακτηρίζει άτομα αχρεία, χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας.
Κωλομπαράς: Όπως διαβάζουμε εδώ, η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara, που σημαίνει ομοφυλόφιλος παιδεραστής και προέρχεται με τη σειρά του από το πέρσικο gulampare, που σημαίνει «αυτός-που-αγαπάει-αγόρια». Η σωστή γραφή άρα είναι «κολομπαράς»