«Δεν έχω κανένα πρόβλημα εγώ» μου λέει ο κ. Μαουσούφ, από το Μαρόκο, αμέσως μόλις μου συστήνεται. «Ήρθα μικρός εδώ, 25 χρονών, παντρεύτηκα εδώ, έκανα παιδιά. Ό,τι έκανα στη ζωή μου καλό το έκανα στην Ελλάδα» προσθέτει χαμογελώντας.
Μετρά ήδη δεκαπέντε χρόνια στην Ελλάδα, εκ των οποίων τα τελευταία δύο δουλεύει στην Ένωση Μεταναστών. Είναι από τους τυχερούς που απολαμβάνουν τα προνόμια της πράσινης κάρτας, η οποία επιτρέπει σε αυτόν και την οικογένειά του να ταξιδεύουν συχνά στο Μαρόκο, «για να δούμε τη γιαγιά» όπως λέει.
Δε θα επέστρεφε, όμως, για να ζήσει εκεί. «Κατ’ αρχάς η κόρη μου δεν μπορεί να ζήσει εκεί σαν ελεύθερος πολίτης όπως ζει εδώ», εξηγεί. «Μιλά μόνο ελληνικά. Δεν είχα χρόνο να κάτσω με το παιδί, για να μάθει να καταλαβαίνει αραβικά. Δεν μπορούσα άλλωστε να της μάθω εγώ, δεν έχω πάει σχολείο. Ό,τι έμαθε το παιδί από εδώ το έμαθε».
«Έπειτα, όταν βγάλεις ένα ψάρι από το νερό μπορεί να ζήσει; Δεν μπορεί. Έτσι είμαστε κι εμείς τώρα, μετά από τόσα χρόνια εδώ. Εγώ αισθάνομαι όπως αισθάνεται ένας Έλληνας. Τον πόνο που έχει η Ελλάδα έχουμε κι εμείς. Όπως μπορούμε κι εμείς θέλουμε να βοηθάμε την Ελλάδα, όπως ο άνθρωπος που αποκαλεί αυτή τη χώρα πατρίδα του».
Διακρίνει την αμφιβολία για την πλήρη απουσία προβλημάτων στο βλέμμα μου, και προσθέτει «δεν είμαστε πλούσιοι άνθρωποι. Θα ζήσουμε όμως. Πώς ζήσαμε πριν; Στο Μαρόκο πώς ζούσαμε; Μεγαλώσαμε. Κι εδώ. Τα ίδια. Απλά εντάξει, έχει λίγο κρίση εδώ, θα περάσει το κακό. Πρέπει να έχουμε κουράγιο, να βλέπουμε λίγο μπροστά, όχι για εμάς, για τα παιδιά μας».
Τον ρωτάω για τους Έλληνες και χαμογελά. «Οι Μαροκινοί ξέρεις έχουμε σχέση με τα καράβια, με τη θάλασσα. Γνωρίζουμε τους Έλληνες από παλιά. Έτσι πήρα κι εγώ την απόφαση να έρθω στην Ελλάδα. Δεν είναι ρατσιστές, όπως σε άλλες χώρες. Εντάξει, τα τελευταία χρόνια βλέπω περισσότερους να κοιτούν μετανάστες και να κατεβάζουν τα μάτια. Παλιότερα ήμασταν λίγοι, δεν είναι το ίδιο τώρα, που είναι δεν ξέρω κι εγώ πόσα εκατομμύρια άτομα εδώ. Έχουν δίκιο, με συγχωρείς, η χώρα είναι μικρή, δεν μπορεί να τους ζήσει».
Η όλη συζήτηση για την ιθαγένεια, παρ’ όλα αυτά, του φαίνεται «μια χαρά, δόξα τω θεώ. Άμα γίνει. Περιμένουμε, προς το παρόν. Χρειάζεται λίγη προσοχή τώρα από εμάς ως προς το τι λέμε, να μη χαλάσουμε αυτό το κλίμα που έχει δημιουργηθεί. Δε χρειάζεται πολλά λόγια, δε θα πάρει ιθαγένεια αυτός, πρέπει να πάρει ο άλλος. Αν αξίζεις να πάρεις θα πάρεις».
Μετρά ήδη δεκαπέντε χρόνια στην Ελλάδα, εκ των οποίων τα τελευταία δύο δουλεύει στην Ένωση Μεταναστών. Είναι από τους τυχερούς που απολαμβάνουν τα προνόμια της πράσινης κάρτας, η οποία επιτρέπει σε αυτόν και την οικογένειά του να ταξιδεύουν συχνά στο Μαρόκο, «για να δούμε τη γιαγιά» όπως λέει.
Δε θα επέστρεφε, όμως, για να ζήσει εκεί. «Κατ’ αρχάς η κόρη μου δεν μπορεί να ζήσει εκεί σαν ελεύθερος πολίτης όπως ζει εδώ», εξηγεί. «Μιλά μόνο ελληνικά. Δεν είχα χρόνο να κάτσω με το παιδί, για να μάθει να καταλαβαίνει αραβικά. Δεν μπορούσα άλλωστε να της μάθω εγώ, δεν έχω πάει σχολείο. Ό,τι έμαθε το παιδί από εδώ το έμαθε».
«Έπειτα, όταν βγάλεις ένα ψάρι από το νερό μπορεί να ζήσει; Δεν μπορεί. Έτσι είμαστε κι εμείς τώρα, μετά από τόσα χρόνια εδώ. Εγώ αισθάνομαι όπως αισθάνεται ένας Έλληνας. Τον πόνο που έχει η Ελλάδα έχουμε κι εμείς. Όπως μπορούμε κι εμείς θέλουμε να βοηθάμε την Ελλάδα, όπως ο άνθρωπος που αποκαλεί αυτή τη χώρα πατρίδα του».
Διακρίνει την αμφιβολία για την πλήρη απουσία προβλημάτων στο βλέμμα μου, και προσθέτει «δεν είμαστε πλούσιοι άνθρωποι. Θα ζήσουμε όμως. Πώς ζήσαμε πριν; Στο Μαρόκο πώς ζούσαμε; Μεγαλώσαμε. Κι εδώ. Τα ίδια. Απλά εντάξει, έχει λίγο κρίση εδώ, θα περάσει το κακό. Πρέπει να έχουμε κουράγιο, να βλέπουμε λίγο μπροστά, όχι για εμάς, για τα παιδιά μας».
Τον ρωτάω για τους Έλληνες και χαμογελά. «Οι Μαροκινοί ξέρεις έχουμε σχέση με τα καράβια, με τη θάλασσα. Γνωρίζουμε τους Έλληνες από παλιά. Έτσι πήρα κι εγώ την απόφαση να έρθω στην Ελλάδα. Δεν είναι ρατσιστές, όπως σε άλλες χώρες. Εντάξει, τα τελευταία χρόνια βλέπω περισσότερους να κοιτούν μετανάστες και να κατεβάζουν τα μάτια. Παλιότερα ήμασταν λίγοι, δεν είναι το ίδιο τώρα, που είναι δεν ξέρω κι εγώ πόσα εκατομμύρια άτομα εδώ. Έχουν δίκιο, με συγχωρείς, η χώρα είναι μικρή, δεν μπορεί να τους ζήσει».
Η όλη συζήτηση για την ιθαγένεια, παρ’ όλα αυτά, του φαίνεται «μια χαρά, δόξα τω θεώ. Άμα γίνει. Περιμένουμε, προς το παρόν. Χρειάζεται λίγη προσοχή τώρα από εμάς ως προς το τι λέμε, να μη χαλάσουμε αυτό το κλίμα που έχει δημιουργηθεί. Δε χρειάζεται πολλά λόγια, δε θα πάρει ιθαγένεια αυτός, πρέπει να πάρει ο άλλος. Αν αξίζεις να πάρεις θα πάρεις».