Τι είναι η παχυσαρκία και ποιες οι συνέπειές της; Πώς αντιμετωπίζεται και ποια τα νέα δεδομένα; Χαρτογραφούμε μία επίκαιρη και ανησυχητικά επικίνδυνη νόσο.
Παλαιότερο των 360 ημερών
του Νικόλα Γεωργιακώδη
Μπορεί ο διακαής πόθος των περισσότερων ανδρών και γυναικών να είναι ένα καλλίγραμμο σώμα «για το καλοκαίρι» και η πλειοψηφία των διαδικτυακών διαιτών να χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για «να φύγουν τα ψωμάκια από την κοιλιά», όμως αυτά αποτελούν την (ασήμαντη) κορυφή του παγόβουνου που ονομάζεται παχυσαρκία.
Το «παγόβουνο» αυτό είναι πολύ πιο σοβαρό από μερικά «ψωμάκια». Η παχυσαρκία δεν είναι απλώς θέμα αισθητικής. Είναι ένας σοβαρός κίνδυνος για την υγεία. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από μερικούς μήνες, στις 18 Μαΐου, η Αμερικάνικη Ιατρική Ένωση αναγνώρισε ότι η παχυσαρκία δεν αποτελεί μόνο παράγοντα κινδύνου για άλλες παθήσεις, αλλά αποτελεί και νόσο. Μάλιστα πρόκειται για την μόνη νόσο, η οποία προκαλεί στους ασθενείς μια «αλυσιδωτή αντίδραση» άλλων παθήσεων, χτυπώντας και άλλα συστήματα όπως για παράδειγμα το μυοσκελετικό και το αναπνευστικό.
Οι παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν διαβήτη τύπου ΙΙ, υπέρταση, αρτηριοσκλήρωση, στεφανιαία νόσο και καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες η παχυσαρκία στο γυναικείο φύλο συνδέεται με διάφορες μορφές καρκίνου του μαστού, των ωοθηκών και της μήτρας.
Ο ορισμός της παχυσαρκίας
Ο όρος «παχυσαρκία» αναφέρεται συγκεκριμένα στην ύπαρξη ενός μη φυσιολογικού μεγάλου μέρους σωματικού λίπους, ενώ η αύξηση της μάζας λίπους και η ανάπτυξη της νόσου εμφανίζονται όταν η λήψη ενέργειας υπερβαίνει την συνολική δαπάνη ενέργειας για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί ένα άτομο παχύσαρκο; «Ποσοτικά, το πιο αδρό μέτρο προσδιορισμού της παχυσαρκίας είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος», επισημαίνει σχετικά ο κ. Βασίλης Παπαμίκος, Κλινικός Διαιτολόγος. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος προσδιορίζεται από την διαίρεση του βάρους σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους του ατόμου σε μέτρα και ανάλογα με το αποτέλεσμα, το άτομο κατηγοριοποιείται σε υπέρβαρο (25-30), παχύσαρκο (30+) και υπερβολικά παχύσαρκο (40+). Παρ’ όλα αυτά, ο συγκεκριμένος δείκτης δεν αναφέρει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται αυτά τα κιλά.
Έτσι μπαίνει στο παιχνίδι και ένας δεύτερος ποιοτικός δείκτης, η περιφέρεια μέσης, η οποία μας δείχνει αν συνυπάρχει και κοιλιακή παχυσαρκία. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς έχει φανεί από μελέτες ότι υπάρχει μια καινούρια κατηγορία ανθρώπον, οι νορμοπαχύσαρκοι, οι οποίοι έχουν κανονικό βάρος με βάση τον Δείκτη Μάζας Σώματος, όμως με βάση την περιφέρεια μέσης έχουν αυξημένη συγκέντρωση λίπους στη κοιλιά. Έτσι αυτόματα κατατάσσονται στην ομάδα υψηλού μεταβολικού κινδύνου», προσθέτει ο κ. Παπαμίκος.
Η οικονομική κρίση και τα νέα δεδομένα
Όπως αναφέρει ο κ. Παπαμίκος, τα νέα δεδομένα που συμπληρώνουν το παζλ της επικίνδυνης αυτής νόσου είναι εκείνα που προέρχονται από την κρίση. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (δείτε τις εδώ και εδώ), το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων και η αβεβαιότητα απέναντι στο φαγητό λόγω των τιμών των τροφίμων, συνδέονται με την ανάπτυξη της παχυσαρκίας και της κακοθρεψίας, η οποία συνήθως συνοδεύει την νόσο.
«Το ότι κάποιος έχει πολλά παραπανίσια κιλά, δεν σημαίνει ότι τρέφεται και σωστά, ότι έχει καλή διατροφική κατάσταση και παίρνει όλα τα ιχνοστοιχεία και βιταμίνες που χρειάζεται. Οι καταναλωτές καταλήγουν να μειώνουν πρώτα την ποιότητα της προσλαμβανόμενης τροφής και ύστερα την ποσότητα των προσλαμβανόμενων θερμίδων ελέω κρίσης», αναφέρει σχετικά ο ίδιος.
Επομένως η συχνότερη κατανάλωση τροφίμων χαμηλής θρεπτικής αξίας και υψηλής ενεργειακής πυκνότητας, τα οποία συνήθως είναι και πιο φτηνά γι’ αυτό και προτιμούνται, συμβάλλει πρώτα στην μειωμένη πρόσληψη απαραίτητων θρεπτικών συστατικών, πριν ακόμα μειωθούν οι θερμίδες. Αυτό οδηγεί πρώτα στην κακοθρεψία και κατά δεύτερο λόγο σε παχυσαρκία.
Παχυσαρκία σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι αριθμοί για την παχυσαρκία στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστικοί: 4 στα 10 παιδιά είναι υπέρβαρα, ενώ το 42% των Ελλήνων είναι υπέρβαροι προς παχύσαρκοι, την ίδια στιγμή που ο μέσος όρος για τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες δεν ξεπερνά το 38%. Στην Ευρώπη, μελέτη που έγινε στα εθνικά συστήματα υγείας των χωρών της Ε.Ε. έδειξε ότι το 5 με 7% του προϋπολογισμού αφορούσε μόνο την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, ενώ από έρευνα του 2002 τα έμμεσα κόστη που προέκυψαν από την μείωση της παραγωγικότητας ως συνέπεια της παχυσαρκίας έφτασαν τα 33 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 0,5% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι παράμετροι της επιτυχίας και της αποτυχίας
Στο κατά πόσο η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας θα είναι επιτυχημένη ή όχι συμβάλλουν αρκετοί παράγοντες, ανάμεσά τους και η ψυχολογία του ατόμου.
Ο πάσχων σύμφωνα με τον κ. Παπαμίκο θα πρέπει να μην έχει συνέχεια το μυαλό του στον περιορισμό της τροφής, όσο στην έννοια της υγιούς αυτοσυγκράτησης. «Προσπαθούμε μέσω αυτής να περιορίσουμε τα συναισθήματα στέρησης που προκύπτουν από την φρενίτιδα με τα κιλά και την ζυγαριά. Ο πάσχων θα πρέπει να δει τι είναι ρεαλιστικό να πετύχει και όχι ότι θα ήθελε ρεαλιστικά να γίνει, το να καταφέρει ένας σοβαρά παχύσαρκος να φτάσει στο ιδανικό βάρος είναι τις περισσότερες φορές ανέφικτο με τους συμβατικούς τρόπους διατροφής και δίαιτας. Όμως το να μεταβεί σε υπέρβαρο και να έχει θεαματική βελτίωση στους κλινικούς του δείκτες είναι κάτι πολύ εφικτό», σχολιάζει.
Παράλληλα, από πρόσφατες έρευνες προκύπτει το συμπέρασμα ότι όσο πιο μικρός είναι ο αριθμός των προηγούμενων προσπαθειών και όσο πιο μεγάλη είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας από τον ίδιο τον ασθενή να κάνει κάτι για το βάρος του, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να πετύχει η προσπάθεια και να χαθούν περισσότερα κιλά. Επίσης, έχει φανεί ότι όσο πιο μεγάλος είναι ο αρχικός Δείκτης Μάζας Σώματος, τόσο μεγαλύτερη είναι τελικά και η απώλεια βάρους.
Παράμετροι που δεν ευνοούν την απώλεια βάρους είναι μεταξύ άλλων η επεισοδιακή υπερφαγία κατά την διάρκεια της νύχτας ή της ημέρας, ο μειωμένος έλεγχος της αυθόρμητης κατανάλωσης φαγητού, η κακή διάθεση και τα καταθλιπτικά συμπτώματα που συνήθως συνοδεύουν τους παχύσαρκους. «Αυτοί οι παράγοντες αν μπορούν να διακριθούν εγκαίρως από τον διαιτολόγο, εκείνος μπορεί να πράξει ανάλογα και να βοηθήσει ακόμα περισσότερο», τονίζει ο κ. Παπαμίκος.
Τα είδη των διατροφικών προσεγγίσεων
Πως αντιμετωπίζεται λοιπόν διατροφικά η παχυσαρκία και τι θα πρέπει να προσέξει ο πάσχων σε κάθε μέθοδο; ,
Υπάρχουν δίαιτες πολύ χαμηλών θερμίδων (<800 θερμίδες την ημέρα), οι οποίες θα πρέπει να γίνονται υπό στενή παρακολούθηση και για μέγιστο χρονικό διάστημα δώδεκα εβδομάδων. Θεωρούνται ακατάλληλες για άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος μικρότερο του 30 και αφορούν τους σοβαρά παχύσαρκους.
Μια άλλη κατηγορία είναι οι υποθερμιδικές δίαιτες πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπίδια. Αυτές λειτουργούν με καθημερινό έλλειμμα 600 με 1000 θερμίδων σε σχέση με το τι έτρωγε το άτομο πριν, ενώ το «περιεχόμενό» τους σε λιπίδια είναι κάτω από το 30% των ημερήσιων θερμίδων.
Εξίσου δημοφιλείς είναι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες και υψηλής σε πρωτεΐνες. «Σε αυτές τις δίαιτες παρατηρείται μεγάλη απώλεια βάρους στους πρώτους έξι μήνες, όμως αυτό δεν ισχύει σε ορίζοντα δωδεκάμηνου. Επομένως αυτές ενδείκνυται να εφαρμόζονται για διάστημα μικρότερο των έξι μηνών και για άτομα με ΔΜΣ πάνω από 35», σχολιάζει ο κ. Παπαμίκος.
Όλες οι προαναφερθείσες δίαιτες λόγω της αυστηρότητάς τους, δεν θα πρέπει να χορηγούνται σε άτομα τα οποία πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια, διαβήτη τύπου Ι ή έχουν ιστορικό αρρυθμίας, καθώς υπάρχει κίνδυνος να επιβαρυνθούν οι κλινικοί δείκτες.
Όσον αφορά τις δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, σύμφωνα με τον κ. Παπαμίκο, δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία που να τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητά τους στην απώλεια βάρους.
Τέλος, σε ένα ολιγοθερμιδικό σύστημα διατροφής, ένας καλός ρυθμός μείωσης του σωματικού βάρους είναι 10% του αρχικού βάρους μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Μετά από αυτό το διάστημα, συνήθως εμφανίζεται το φαινόμενο «πλατώ», κατά το οποίο ο οργανισμός προσαρμόζεται στην απώλεια βάρους και το σώμα δεν χάνει τόσο εύκολα κιλά. Σε αυτό το σημείο λοιπόν, έρχεται ο ρόλος της άσκησης, η οποία αφ’ ενός βοηθά στην διατήρηση της απώλειας κιλών αλλά και στην περαιτέρω μείωσή τους.