Πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα του ’50 και του ’60;

Μικρές καθημερινές λεπτομέρειες από την ζωή στην Αθήνα του προηγούμενου αιώνα, που δεν ήταν πάντα «ανέμελη», είναι όμως σίγουρα για εμάς γοητευτική.
Πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα του ’50 και του ’60;
της Ηρώς Κουνάδη

Πώς κυλούσε η καθημερινότητα πριν από 70 χρόνια στους δρόμους που περπατάμε σήμερα; Τι συζητιόταν στα καφενεία; Τι έγραφαν τα περιοδικά για τη μόδα; Πώς διασκέδαζαν οι Αθηναίοι πριν από εμάς; Έχουν δίκιο αυτοί που γράφουν κάτω από κάθε ανάρτηση παλιάς φωτογραφίας στο Facebook «ωραίες εποχές, ανέμελες»; Μια ματιά σε μικρές και μεγαλύτερες συνήθειες και στιγμές δύο αθηναϊκών δεκαετιών που σήμερα μοιάζουν πολύ μακρινές.



Τη δεκαετία του ’50…

Πολλοί Αθηναίοι τα καλοκαίρια κοιμούνταν στις ταράτσες.

Τα πρώτα ηλεκτρικά πλυντήρια, 25 στον αριθμό σε ολόκληρη την πόλη, απάλλαξαν τις νοικοκυρές από το μαρτύριο της σκάφης και πανηγυρίστηκαν δεόντως. Το πλύσιμο τριών οκάδων ρούχων στοίχιζε 12.000 δραχμές, και άλλες 3.000 δραχμές το στέγνωμα.

Τα σχολεία δεν ήταν δωρεάν: Η εγγραφή κόστιζε από 10 έως 30 χιλιάδες δραχμές, ανάλογα με την σχολική εφορία της κάθε περιοχής, τα εκπαιδευτικά τέλη άλλες 15.000 δραχμές, το σχολικό ταμείο άλλες τόσες και η εκπαιδευτική πρόνοια ένα χιλιάρικο ακόμη. Σύνολο, 66.000 δραχμές για την εγγραφή ενός μαθητή στο σχολείο.

Τα εγκλήματα για λόγους τιμής ήταν πολλά. Να ένα πρωτοσέλιδο των αρχών της δεκαετίας: «Το χθεσινόν δράμα τιμής στην οδό Μάρνη. Ετραυμάτισεν εξάκις με σουγιά την ιερόδουλον αδελφήν του. Ο δράστης εδήλωσεν ότι η διαγωγή της απετέλει διά την οικογένειαν στίγμα, που ήθελε να αποπλύνει».

Η ανδρική μόδα του 1953 ορίζει: Καπέλο, φαρδείς ώμους, φόδρα ως τη μέση, χρώμα γκρι ελεφάν ή μπλε ελεκτρίκ, φαρδιά πέτα, ελαφρύ ύφασμα, ελάχιστα τονισμένη μέση και σακάκι όχι πολύ μακρύ, αλλά να καλύπτει τον καβάλο.

Πολλοί ζητιάνοι στους δρόμους της πόλης, τους οποίους αργότερα οι εφημερίδες θα χαρακτήριζαν «επαγγελματίες», εμφανίζονταν καλοντυμένοι, και ζητούσαν από έναν περαστικό το αντίτιμο του εισιτηρίου για να πάνε μέχρι το Χαλάντρι ή το Παλαιό Φάληρο, ισχυριζόμενοι ότι τους τελείωσαν τα χρήματα. Το αντίτιμο ήταν μικρό, 2 δραχμές, οπότε πολλοί «τσιμπούσαν», με αποτέλεσμα καθένας από τους επαγγελματίες να μπορεί άνετε να «χτυπήσει» περί τους 300 πελάτες την ημέρα.

Τον Ιούλιο του 1957, το περιοδικό Σφαίρα σχολιάζει τους «θηλυκούς σατανάδες», τις γυναίκες που κυκλοφορούν στο δρόμο με σορτσάκια, και την επίδρασή τους στην καθημερινότητα της πόλης: «Ο συνταξιούχος θα διακόψει το διάβασμα της εφημερίδας του, ο οδηγός θα κόψει ταχύτητα, ο λουστράκος θα χτυπήσει δυνατά τις βούρτσες στο κασελάκι του, ο τροχονόμος θα χάσει για μια στιγμή τον έλεγχο των κινήσεων του και ο συνοδός της συμβίας του θα στρέψει 90 μοίρες προς το μέρος της κοπέλας με το σορτς, με όλο τον κίνδυνο να προκαλέσει την ατέρμονα μουρμούρα της κυρίας του».

Τα αφροδίσια νοσήματα, σύφιλη, βλεννόρροια, κονδυλώματα θερίζουν στα τέλη της δεκαετίας, με τουλάχιστον τρεις εισαγωγές την ημέρα στο νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός. Η έξαρση αποδίδεται στην πενικιλίνη, η χρήση της οποίας διαδόθηκε στην Ελλάδα το 1953, μειώνοντας –σχεδόν εξαλείφοντας– τον φόβο των αφροδίσιων, και στον ελλιπή έλεγχο των κοριτσιών που δούλευαν στα κέντρα διασκεδάσεως.



Τη δεκαετία του ’60…

Το αποκριάτικο ξεφάντωμα κρατούσε μέχρι τις 7.00 το πρωί σε ταβέρνες, μπαρ και κοσμικά στέκια. Το “place to be”, όμως, ήταν η Αθηναία, το υπόγειο της Πανεπιστημίου, όπου πήγαινε μασκαρεμένη όλη η καλή κοινωνία: επώνυμοι, κοσμικοί, Αθηναίες γνωστές για την περιπετειώδη ζωή τους και τα ερωτικά τους σκάνδαλα, ακόμα κι αυτός ο ίδιος ο Αριστοτέλης Ωνάσης.

Τα αθηναϊκά θέατρα πέρασαν το 1962 την πρώτη τους μεγάλη κρίση, αφενός λόγω της υπερπροσφοράς (μόνο τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς ανέβαιναν έξι παραστάσεις) αφετέρου λόγω της τιμής του εισιτηρίου και του φιλοδωρήματος που ήταν ανήκουστο να μην πάρει ο ταξιθέτης. Τότε ήταν που καθιερώθηκε για πρώτη φορά η «λαϊκή απογευματινή» παράσταση με το φθηνότερο εισιτήριο.

Ο νόμος περί τεντιμποϊσμού δεν κατάφερνε να επιβάλλει την τάξη, με αποτέλεσμα πρωτοσέλιδα όπως αυτό της 13ης Αυγούστου 1963: «Το αυτόφωρον τριμελές πλημμελιοδικείον κατεδίκασε εις φυλάκιση 8 μηνών διά τεντιμποϊσμόν τον Κ.Χ. ετών 31, οικοδόμον, διότι εντός λεωφορείου της γραμμής Περισσού εθώπευσεν έγγαμον γυναίκα και επετέθη εναντίον του εν πολιτική περιβολή διοικητού του τμήματος Περισσού Γ. Κατσαρού, ο οποίος παρενέβη υπέρ της παθούσης».

Υπάρχει ήδη κόσμος που αρχίζει να δυσανασχετεί με την πολυκοσμία και την φασαρία του κέντρου. Σε αγγελία του 1963 διαβάζουμε για πολυτελές ρετιρέ στη Φωκίωνος Νέγρη «που έχει όλη την θέα, αλλά όχι την φασαρία της» με πέντε δωμάτια, γραφείο, μπαρ, βιβλιοθήκες εντοιχισμένες από καρυδιά, κατασκευής Αθηναίος-Βαράγκης, που πωλείται προς 2.800 χρυσές λίρες ή ανταλλάσσεται με μονοκατοικία ίσης αξίας στο Ψυχικό ή στη Φιλοθέη.

Καμία έξοδος σε νυχτερινό κέντρο, κοσμικό ή λαϊκό, καταγώγι, ταβερνάκι ή στέκι εφοπλιστών, δεν ήταν επιτυχημένη αν δεν έσπαγαν τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες πιάτα.

Με πληροφορίες από τα βιβλία του Γιάννη Καιροφύλα «Η Αθήνα στη δεκαετία του ‘50» και «Η Αθήνα στη δεκαετία του ‘60», των Εκδόσεων Φιλιππότη.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v