Clubbing: Το τέλος μιας εποχής

Σαμπάνιες, χορεύτριες στα σταντ, παρέλαση εκλεκτών Dj’s στα decks, χαλασμός κυρίου και χορός μέχρι το πρωί: περασμένα μεγαλεία μιας εποχής που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στους σημερινούς 30 something. Άνθρωποι από τον χώρο του clubbing μιλούν στο In2life για την παρακμή μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας.
Clubbing: Το τέλος μιας εποχής
του Νικόλα Γεωργιακώδη

*
Η φωτογραφία του άρθρου είναι από την εμφάνιση του Tiesto στο Venue το 2005. Πηγή: Clubber.gr

Όσοι έζησαν την χρυσή εποχή του αθηναϊκού clubbing πιθανώς να μελαγχολήσουν κάπως με τον τίτλο του κειμένου. Όσοι θυμούνται τα party στο Venue στο Μαρούσι στα τέλη των 90’s και μετά στον Άγιο Κοσμά, όσοι έζησαν τις εποχές που στο King Size έπεφταν τσιμέντα, όσοι περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για να μπουν στο Galea της παραλιακής ή στο Ακρωτήρι, όσοι έδιναν απλόχερα τα tip στους μαιτρ για να τους βρουν «καλό τραπέζι», όσοι τηρούσαν ευλαβικά το σύστημα 1 προς 2 (μια κοπέλα για δύο άντρες) στην είσοδο, σίγουρα δεν τρέφουν αυταπάτες. Εκείνες οι εποχές έχουν παρέλθει προ πολλού και η «ξηρασία» που υπάρχει σήμερα στον χώρο των λεγόμενων mega clubs αποδεικνύει εμπράκτως πως το clubbing, τουλάχιστον όπως μας συστήθηκε πριν από μια δεκαετία και βάλε, πέθανε.

Χωρίς ταυτότητα τα club, χωρίς λεφτά ο πελάτης

«Πέθανε… πέθανε δηλαδή;» Ε, όχι ακριβώς, αλλά σίγουρα βρίσκεται στα τελευταία του. «To clubbing είναι στα χειρότερά του αυτή τη στιγμή», μου λέει ο κ. Χρήστος Πότσιος, υπεύθυνος εδώ και αρκετά χρόνια των Destijl, Soul, Deluxe και άλλων μαγαζιών. «Όταν εμείς ξεκινήσαμε πριν από δεκαοκτώ χρόνια δεν υπήρχε τίποτα στον χώρο. Ξάφνου, ανέβηκε απότομα. Πλέον όμως, δεν υπάρχει ταυτότητα στο clubbing. Δεν γίνεται ένα μαγαζί να κάνει την Τετάρτη ελληνικά party, την Παρασκευή hip hop και το Σάββατο mainstream. Δεν είναι club αυτό», προσθέτει.

Την τωρινή κατάσταση στο αθηναϊκό clubbing ο κ. Αλέξανδρος Σελασιέ, μέλος του team του σημερινού Wild Rose (ναι, το θρυλικό μαγαζί ξανάνοιξε στο κέντρο), την χαρακτηρίζει ως μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. «Θα σ'το εξηγήσω πιο πολύ ως προ δεκαετίας clubber. Τα πράγματα έχουν αλλάξει εντελώς και τα μαγαζιά δεν έχουν πλέον δική τους ταυτότητα. Στο παρελθόν είχες ένα Plus Soda το οποίο έπαιζε μια συγκεκριμένη μουσική, είχες το Wild Rose που υποστήριζε κάποια συγκεκριμένα events. Aυτό χάνεται πλέον, είναι πιο ‘οδηγημένα’ τα πράγματα», λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Ζούμε μια κοινωνική αναταραχή. Όσο να’ ναι η μουσική η οποία είναι και το κύριο προϊόν που πουλάει ένα club έχει αρχίσει και χάνει την ομορφιά της. Θυμάμαι, όταν ήμουν 18 χρονών, events που μαζευόμασταν τρεις χιλιάδες άτομα στον Paul Oakenfold για παράδειγμα, στην Ιερά Οδό. Αυτό δεν υπάρχει τώρα και χαίρομαι που υπήρξα το ‘απολίθωμα’ και το τελευταίο κομμάτι αυτής της τάσης στην μουσική».

«Όλα τα μαγαζιά πλέον γίνανε άρπα κόλλα», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γιάννης Καγιούλης, συνιδιοκτήτης του H.O.P.E. στα Βόρεια Προάστια και μέλος του team του Gotham City, «ο επιχειρηματίας για να επιβιώσει λέει θα τα κάνω όλα μπας και… Άσε που πλέον η dance σκηνή έχει πεθάνει. Έγινε και λίγο σούπα όλο αυτό το πράγμα με τα μαγαζιά επτά ημέρες την εβδομάδα να έχουν party με τον ίδιο dj. Και τον Χατζηγιάννη αν τον βλέπεις κάθε μέρα να τραγουδάει δεν θα πας να τον ακούσεις. Άσε που είμαστε πλέον περισσότερο προς την ελληνική κουλτούρα του ‘πονάω’ και των ελληνάδικων. Ε, δεν θέλει και πολύ».

«Κρίση υπάρχει, αλλά όχι σε όλους και κυρίως στην κατανάλωση. Εκεί φαίνεται η κρίση, όχι στο πόσος κόσμος θα πάει σε ένα μαγαζί», λέει ο κ. Γιάννης Μωράκης, ιδιοκτήτης μεταξύ άλλων του Guzel και του Dybbuk (παλιότερα), του Rock and Roll στο Κολωνάκι και τώρα του Gotham City Stage στο Ψυχικό. «Τα περισσότερα μαγαζιά πλέον δεν κάνουν τζίρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Οι σταθερές αξίες που λέμε. Παλιά έβγαινες με την κοπέλα σου και έπινες έξι ποτά, τώρα πίνεις δύο συν δύο το πολύ. Ούτε μπουκάλια πλέον, ούτε σαμπάνιες», προσθέτει.

Στο οικονομικό θέμα στέκεται και ο κ. Πότσιος: «Ο καθένας είχε πενήντα ευρώ για να βγει και τώρα τα πενήντα έγιναν δεκαπέντε. Άσε που πλέον ο κόσμος δεν έχει και όρεξη. Ένα party που τα προηγούμενα χρόνια έκανε πέντε χιλιάρικα τζίρο, τώρα κάνει τα μισά. Ο κόσμος θέλει να βγει, αλλά δεν θα καταναλώσει. Η μισή μας κατανάλωση τώρα στα μαγαζιά είναι κρασί και μπύρα, ενώ παλιά έπινε πέντε cocktail. Μπορεί να βλέπουμε Σάββατο βράδυ τα μαγαζιά γεμάτα και να λέμε ‘ποια κρίση’ όμως ο τζίρος πέφτει σταθερά. Έχουν αλλάξει οι εποχές».

Από την πλευρά του ο κ. Σελασιέ λέει: «Μπορεί ο κόσμος να σου γεμίζει ένα μαγαζί, αλλά να μην καταναλώνει τίποτα. Να έχεις γεμάτο μαγαζί, αλλά να κλείνεις ταμείο και να λες ‘παναγία μου!’. Εδώ ο Ρουβάς παραμονή Χριστουγέννων ήταν άδειος, ο Ρουβάς ρε παιδιά! Το προηγούμενο Σάββατο είδα τρία παιδιά να μοιράζονται μια μπύρα, αυτό τα λέει όλα νομίζω…».

Τέλος εποχής;

«Το clubbing δεν υπάρχει πια»,
μου λέει σχεδόν απόλυτα ο κ. Μωράκης. «Δεν έχει ενδιαφέρον πλέον. Δεν μπορώ εγώ να μπω σε ένα club μέσα και να τα σπάσουμε, να χορεύουμε. Ο κόσμος θέλει πιο μικρούς χώρους. Άλλωστε ένα πολύ βασικό θέμα είναι ότι φέτος είναι η χρονιά των ελληνικών. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση γι’ αυτό. Είναι η χρονιά του Παντελίδη, των καψουροτράγουδων και του πόνου. Τον κόσμο τον αγγίζει πιο πολύ το ελληνικό, μόλις τους πετάμε ελληνικά τα γαμάνε όλα. Αν κάποιον αφορά αυτή τη στιγμή το clubbing είναι τα πιτσιρίκια», καταλήγει.

«Το κοινό έχει αλλάξει. Τα μεγάλα club τα συντηρούν πλέον μόνο οι πολύ νεαρές ηλικίες. Παιδιά που ζουν με το χαρτζιλίκι, που δεν ξέρουν πώς δουλεύει το χρήμα ή που δεν δουλεύουν και δεν έχουν αίσθηση του τι χαλάνε. Αυτή τη στιγμή είναι το καλύτερο κοινό και συντηρούν όσα club έχουν απομείνει. Παλιότερα ήταν και ο 30άρης,ο 35άρης ο 40άρης που έβγαινε, τώρα θα το σκεφτεί για να βγει. Σου λέει ασφάλεια αυτοκινήτου, βενζίνη, σήμα, φτάνει το διχίλιαρο-άσ'το θα κάτσω μέσα», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Καγιούλης.

«Η παρακμή στον χώρο για μένα είναι ότι όλο αυτό που έχει στηθεί πλέον δεν έχει να πατήσει κάπου μουσικά, όπως στις καλές εποχές όπου υπήρχε η τάση να βγεις να παρακολουθήσεις τη μουσική και μετά να ανοίξεις και ένα μπουκάλι. Τώρα μπερδεύτηκε με τα μπουζούκια, έγινε ένα μουσικά και δεν υπάρχει κάτι να υποστηρίξει τηn κατάσταση. Επίσης, δεν υπάρχουν χρήματα ειδικά στην dance σκηνή για να πληρωθούν τα μεγάλα ονόματα, φτάσαμε να ακούμε swing και όλος ο κόσμος των club απορροφήθηκε σε μικρότερα μαγαζάκια, πιο προσωπικά και με συγκεκριμένο concept», λέει ο κ. Πότσιος.

Ο κ. Μωράκης από τηn πλευρά του σχολιάζει για την dance σκηνή: «Είναι καθαρά τιμολογιακό. Ο Guetta ζητάει εβδομήντα χιλιάδες ευρώ. Αν δεν έχεις το επίπεδο του clubbing του εξωτερικού, δεν έχεις clubbing. Όλο αυτό το στημένο πράγμα, ωραίο τραπέζι, ωραίες κοπέλες, στήναμε μπουκάλια, σαμπάνιες... Δεν υπάρχει πλέον πελατειακό κοινό, παρά μόνο μια μάζα άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και είσπραξη δέκα χιλιάρικα σε mega club όταν το 2008 είχαμε το Ειρηνικό και βάζαμε δύο χιλιάδες τραπέζια».

Από τη πλευρά του ο κ. Σελασιέ δεν συμφωνεί ότι το clubbing έχει πεθάνει εντελώς: «Θα μπορούσα να πω ότι είναι στα… ζόμπι του. Περνάει μια μετάλλαξη και αυτή τη μετάλλαξη θα τη δούμε όλοι. Όλα έχουν να κάνουν με τη κοινωνία. Κάθε εταιρεία, κάθε επιχείρηση είναι μια μικρή κοινωνία. Αφού βλέπουμε όλο αυτό το decadence σκηνικό γύρω μας, μας επηρεάζει. Δεν είναι ότι δε βγαίνει ο κόσμος, βγαίνει. Απλά βρίσκει πιο οικονομικές και εύκολες λύσεις». Ποιες λύσεις είναι αυτές όμως; Μαντέψτε.

Η «συνοικιακή» διασκέδαση

Την στιγμή που τα ονομαζόμενα mega clubs έχουν εκλείψει – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – μικρά μπαράκια σε ανερχόμενες συνοικίες όπως το Χαλάνδρι ή η Νέα Ερυθραία ξεφυτρώνουν από το πουθενά. «Υπάρχει η άνθηση της συνοικίας», λέει ο κ. Μωράκης, « σε περιοχές όπως Χαλάνδρι, Κηφισιά, Ερυθραία που πριν δυο χρόνια δεν υπήρχε τίποτα, τώρα βλέπεις δέκα μαγαζιά. Διαβάζει ο κόσμος στους οδηγούς πόλης φτηνά ποτά και πάει εκεί. Τιμολογιακή πολιτική είναι. Ένα Guzel και ένα Villa Mercedes που πήγε να πουλήσει 5€ το ποτό όμως, ξεφτιλίστηκε, το βγάλανε ότι πουλάει πετρέλαιο. Το μπαράκι που έβαλε όμως 6€ το ποτό είναι γεμάτο. Δημιουργείται μια τάση που λέει είμαι δίπλα στο σπίτι μου, πάω να πιω ένα ποτό το πολύ 24€ με την γκόμενά μου ή κάνω το καμάκι μου και πάω σπίτι. Γιατί να τρέχω στο κάθε μαγαζί;».

«Η τάση είναι προς τα μικρά μπαράκια», συμφωνεί ο κ. Καγιούλης, «δεν θα πληρώσεις είσοδο, μπορείς να πιεις μόνο ένα ποτό και δεν χρειάζεται να μετακινηθείς κιόλας. Είναι πρωτίστως οικονομικό το θέμα, ο κόσμος σκέφτεται το value for money. Σου λέει ‘ έχω πέντε ευρώ πάνω μου, πού να τα διαθέσω’. Επίσης, τα συνοικιακά μπαρ είναι και πιο ‘ζεστά’ σαν ατμόσφαιρα. Για να φανεί το δικό μας μαγαζί, πρέπει να βάλει πεντακόσια άτομα. Τόσους δεν βάζει ούτε ο Ρουβάς!».

«Σε ένα μεγάλο μαγαζί μπορεί να κάνεις μια όμορφη βραδιά, αλλά να μην την νοιώσει ο κόσμος γιατί είναι πιο μεγάλος ο χώρος. Ο Έλληνας όταν βγαίνει έξω θέλει να νοιώσει την ‘θερμότητα’ του άλλου. Μπορεί να γκρινιάζει για τον πανικό, αλλά αυτό θέλει. Για παράδειγμα, μπορεί σε ένα μπαράκι το οποίο έχει πενήντα άτομα μέσα να πει ‘ουάου πέρασα τέλεια’ και στο Wild Rose να έχει 250 άτομα και να πει δεν ήταν και τόσο καλά», λέει σχετικά ο κ. Σελασιέ.

Αλλαγή πλεύσης

Η αναθεώρηση αρκετών πραγμάτων, μεταξύ των οποίων και η τιμή, είναι πλέον στις προτεραιότητες των επιχειρηματιών που ανοίγουν ή διατηρούν ακόμα μαγαζιά στην αθηναϊκή νύχτα. Τι αλλάζουν λοιπόν όσον αφορά την προσέγγιση του κοινού;

«Όλοι κατεβάσαμε τις τιμές στο όριό μας, αλλά όλο αυτό είναι μεταβατικό»,
λέει ο κ. Πότσιος. «Τώρα το μπουκάλι κάνει 18 και 20 ευρώ και πουλάμε το ποτό επτά και έξι. Θα το κάνουμε όσο αντέξουμε. Αυτή είναι η πολιτική που ακολουθούν οι περισσότεροι, κρατάω τις τιμές σταθερά χωρίς να κάνω τρελά κέρδη, έτσι ώστε όταν ανέβει η κατάσταση να είμαι στο περίμενε ώστε να μπορέσω να ξαναμπώ στο παιχνίδι», προσθέτει.

«Έχουμε ρίξει τις τιμές των ποτών σε 8€-9€ από δέκα και αφήσαμε τα special στις ίδιες τιμές. Ο λόγος είναι ότι αν κάποιος πάρει special, πάει να πει πως έχει να το πληρώσει. Δεν γίνεται να παίρνεις για παράδειγμα belvedere και να έχεις απαίτηση να την πληρώσεις 8€», λέει ο κ. Μωράκης και συνεχίζει όσον αφορά τον χαρακτήρα του άρτι αφιχθέντος Gotham City, αλλά και της σταθερής αξίας του Rock and Roll: «Το ‘γύρισα’ σε stage και πλέον βάζω μόνο live, για παράδειγμα τους Onirama, έτσι ώστε να τραβήξω ηλικιακά μεγαλύτερο κόσμο. Όσον αφορά τα party, δεν έχουμε ομάδες που δημιουργούν μια εδώ και μια εκεί. Κάνουμε τα events στο ίδιο το μαγαζί, ώστε να ξέρει ο κόσμος ότι κάθε Τρίτη υπάρχει Live εκεί με αυτούς και θα παίζει καλά».

«Έχουμε μπει στα παπούτσια του άλλου, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Ο πελάτης θα έχει αυτό που θέλει με φροντίδα τόσο στην ποιότητα του αλκοόλ, όσο και στις κρατήσεις στον χώρο. Επειδή πλέον υπάρχει μεγάλη προσφορά και μικρή ζήτηση, έχει νόημα να κάνεις τον άλλον να νοιώσει πιο οικεία», λέει σχετικά ο κ. Καγιούλης.

«Οι τιμές ήταν από τις πρώτες συζητήσεις μας όταν αποφασίσαμε να ανοίξουμε ξανά το club μαζί με τον ‘δάσκαλο’ μας Δημήτρη Μπαβέλα ο οποίος ξεκίνησε το πρώτο Wild Rose. Δεν έχουμε την λογική της αρπαχτής. Προσπαθούμε να ξανα- ξεκινήσουμε το όλο πράγμα και αυτό να πάρει την πορεία που είχε πριν από δέκα χρόνια, χωρίς όμως ο κόσμος να πληρώνει είσοδο όπως παλιά. Επίσης, το ποτό το έχουμε στα 8€ και στα 80€ το μπουκάλι. Εξυπακούεται με καθαρό αλκοόλ», λέει ο κ. Σελασιέ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v