Ακριβά ξενοδοχεία με φθηνές δικαιολογίες

King size στρώματα. Πουπουλένια παπλώματα. Κρυστάλλινα ποτήρια. Home cinema με dolby. Καθρέφτες που δε θαμπώνουν. Κι όλα αυτά στην προνομιακή τιμή των 200 ευρώ, χωρίς πρωινό και ΦΠΑ. Μήπως η περιώνυμη εληνική φιλοξενία κατέληξε να αγοράζεται –και, το χειρότερο, να πουλιέται– πολύ ακριβά;
Ακριβά ξενοδοχεία με φθηνές δικαιολογίες
της Ηρώς Κουνάδη

Χωρίς να διεκδικώ τις δάφνες των περιώνυμων frequent fliers που επιδεικνύουν με υπερηφάνεια τις χρυσές κάρτες των μιλίων που έχουν γράψει στους ουρανούς της υφηλίου, και χωρίς να διαθέτω την πολυτέλεια να περνάω 3 στα 4 Σαββατοκύριακα του μήνα σε άλλη χώρα/ πόλη/ παραλία –αν και πολύ θα το ήθελα– θεωρώ ότι έχω ταξιδέψει αρκετά. Όχι πολύ, αλλά αρκετά. Αρκετά για να έχω δει από κοντά τη διαφορά ανάμεσα σε ένα Hilton και σε ένα φοιτητικό hostel. Αρκετά για να έχω αποφασίσει αν προτιμώ να ταξιδεύω low ή high budget. Και αρκετά για να ξεχωρίζω –μετά βεβαιότητος– μια τιμή λογική, από μία “value for money” και από μία υπερβολική.

Η διαπίστωση ότι αυτή η τελευταία, ήτοι η υπερβολική, είναι που έχει καταστεί ο κανόνας τα τελευταία χρόνια στα εγχώρια ξενοδοχεία δε θα έπρεπε κανονικά να αποτελεί νέο. Η αλήθεια, όμως, και η σοκαριστική διαπίστωση ορισμένες φορές, είναι πως, στο όνομα μιας πολυτέλειας –συχνότατα αμφισβητούμενης, ανάλογα με το τι ορίζει ο καθένας ως πολυτέλεια– οι εν δυνάμει πελάτες των ξενοδοχείων αυτών, όλοι εμείς δηλαδή, υιοθετούμε απέναντι στο θέμα μια στάση τόσο στωική που συχνά εκλαμβάνεται από τους ιθύνοντες ως σιωπηλή συναίνεση. Πώς λέγαμε παλιά «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται»; Τώρα θα λέμε «στην πολυτέλεια κάθε τιμή δικαιολογείται».

Για να επιστρέψω, όμως, στην προηγούμενη (πλάγια) διερώτηση: τι, είναι, τελικά η πολυτέλεια; Δε θα πω ότι μερικές από τις πιο αστείες, χαρούμενες, ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη στιγμές των ταξιδιών μου τις έχω ζήσει σε ένα hostel στη Μπρατισλάβα –πολύ πριν οι lifestyle ταξιδιώτες την ανακαλύψουν και τα glossy έντυπά τους την ανακηρύξουν πανηγυρικά σε trend– το οποίο στεγαζόταν σε μια σοβιετικού τύπου πολυκατοικία, με θαμπά ραγισμένα μωσαϊκά, σιδερένια διώροφα κρεβάτια που έγερναν επικίνδυνα με το που έκανες πως ακουμπούσες τη σκάλα και ξύλινα παράθυρα που σου έμεναν στο χέρι αν πήγαινες να τα ανοίξεις, γιατί αναγνωρίζω ότι τα πάντα είναι θέμα διάθεσης –ίσως και λίγο ηλικίας.

Θα πω όμως ότι το ομορφότερο δωμάτιο που έχω μείνει ποτέ ήταν στη Σέριφο, έμοιαζε πολύ με το σπίτι των ονείρων μου –τόσο από άποψη διακόσμησης όσο και από αυτή του… εξοπλισμού– και κόστιζε 30 ευρώ –εντάξει, ήταν Ιούνιος. τη high season κόστιζε 60. Η γλυκύτατη ιδιοκτήτρια δεν αξίωνε bonus από τους πελάτες της ούτε για το ότι είχε προβλέψει να υπάρχει στο δωμάτιο καφές, ζάχαρη, ποτήρια και το μηχάνημα που χρησιμοποιούμε για να φτιάχνουμε το φραπέ –για το οποίο πρέπει, επιτέλους, να βρεθεί ένα όνομα– ούτε για τα παραδοσιακά κιλίμια που κοσμούσαν τους καναπέδες στο κουκλίστικο σαλονάκι, ούτε για την υπέροχη τεράστια ξύλινη βεντάλια που καταλάμβανε τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, ούτε για το ψάθινο καλαθάκι με τα μυρωδάτα αφρόλουτρα και λοιπά είδη περιποίησης στο μπάνιο. Δε συζητάμε, βέβαια, για τα στάνταρ ψυγείο- τηλεόραση- air condition- τηλέφωνο.

Έχω κι άλλα παραδείγματα. Πολλά. Όπως μια ζεστή σοφίτα στα Καλάβρυτα, με τεράστιες τζαμαρίες που έβλεπαν απευθείας σε ένα υπέροχο βουνό, και με κοινή κουζίνα στην οποία μπορούσες να φτιάξεις όσους καφέδες, ζεστές σοκολάτες και αρωματικό τσάι ήθελες. Αυτή κόστιζε 50 ευρώ –τη high season. Ένα δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα, πέτρινους τοίχους και φωτισμό από κεριά στο εσωτερικό ενός διατηρητέου κτιρίου μέσα στο κάστρο της Μονεμβασιάς. Κι αυτό 50 ευρώ. Ή ένα πανέμορφο δωμάτιο με όλες τις βασικές ανέσεις –στεγνωτήρα μαλλιών, τηλεφώνου, τηλεόρασης και CD player συμπεριλαμβανομένων– και με πρωινό που σερβιρόταν στο δωμάτιο “at no extra cost” στη Βοημία. Αυτό με 40 ευρώ. Αυτός είναι ένας ορισμός της πολυτέλειας: το δωμάτιο που είναι όμορφα φτιαγμένο, χωρίς να φορτώνεται με υλικά και έπιπλα τόσο ακριβά που να προκαλούν αμηχανία, η ζεστασιά που πηγάζει από τα χρώματα, την ατμόσφαιρα και τα χαμόγελα και όχι από το καλοριφέρ που καίει το μισό Ντουμπάι σε ενέργεια, οι ρομαντικές στιγμές που δεν μπορεί να σου εγγυηθεί κανένα γεμιστό με πούπουλο χήνας πάπλωμα.

Ο άλλος ορισμός της πολυτέλειας λέει ότι το πάπλωμά σου θα φέρει κεντημένα με χρυσή κλωστή τα αρχικά του οίκου που το σχεδίασε –λες και χρειάζεται σχεδιασμό ένα πάπλωμα–, τα ποτήρια στα οποία θα πίνεις ένα υπερτιμημένο κρασί με φυσαλίδες θα φέρουν τη σφραγίδα του Χ κρυσταλλοποιού, που η οικογένειά του είχε κερδίσει το σεβασμό όλης της Βοημίας αλλά αυτός έφυγε από το χωριό για να κάνει διεθνή καριέρα στο Παρίσι, και τα μάρμαρα στο πάτωμα του μπάνιου σου θα είναι θερμαινόμενα. Όλες αυτές οι εξαίσιες ιδέες, βέβαια, χρεώνονται στην καλύτερη περίπτωση 50 ευρώ η μία –διότι δε γίνονται τυχαία οι επιλογές, υπήρχαν άνθρωποι που δούλευαν σκληρά νυχθημερόν για να κάνουν crash test στα παπλώματα των δέκα κορυφαίων γαλλικών οίκων και να επιλέξουν τη μία και μοναδική σαμπάνια ανάμεσα στις δεκάδες που κυκλοφορούν, ή μάλλον που δεν κυκλοφορούν, αλλά είναι δυσεύρετες σαν τα μαύρα μαργαριτάρια. κι όλες αυτές τις εργατοώρες κάποιος πρέπει να τις πληρώσει. Ή μήπως δεν είναι έτσι;

Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τη διαφορά που θα κάνουν στο μπάνιο μου τα θερμαινόμενα πατώματα. Ακόμη κι η συμπαθής εκείνη πληθυσμιακή ομάδα που αρέσκεται να κυλιέται στα πατώματα είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα προτιμήσει το παχύ χαλί –ή, ελλείψει τέτοιου, το ξύλο– του υπνοδωματίου από την υγρασία του μπάνιου. Κι ούτε μπορώ να καταλάβω πώς κάποιος θα πλήρωνε για να έχει τη σαμπάνια του σερβιρισμένη σε κρυστάλλινο αντί για γυάλινο ποτήρι, ή πώς είναι δυνατόν η εξωφρενική τιμή να δικαιολογείται από ένα «μα υπάρχει home cinema με dolby surround και Playstation 3 στο δωμάτιο». Αλήθεια; Ευτυχώς που κανόνισα να μείνω μέσα τα ελάχιστα βράδια που θα είμαι εδώ.

Κι έστω ότι όντως μου αρέσει η ιδέα του θερμαινόμενου πατώματος, των κρυστάλλινων ποτηριών και των ακριβών παπλωμάτων που ευθύνονται για το ξεπουπούλιασμα χιλιάδων χηνών. Σε καμία περίπτωση αυτά δε δικαιολογούν το κόστος του δωματίου που ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες ευρώ. Τότε τι είναι αυτό που πληρώνω; Ας δούμε ένα παράδειγμα δωματίου –του απλού– σε ακριβό ξενοδοχείο της Αθήνας. Κάτι λιγότερο από 30 τετραγωνικά μέτρα, king size κρεβάτι, βελούδινα μπουρνούζια και παντόφλες, μαρμάρινο μπάνιo με καθρέπτες που δεν θαμπώνουν, φωτισμένοι μεγεθυντικοί καθρέπτες, καλωδιακή τηλεόραση, τηλεφωνητής, γρήγορη πρόσβαση στο internet, mini bar, ντουλάπες επενδυμένες με ξύλο και χρηματοκιβώτιο. Τίποτα που να μην μπορεί να βρεθεί και με λιγότερα από τα 280 ευρώ στα οποία κοστολογείται δηλαδή. Και αντιστέκομαι στον πειρασμό να σχολιάσω τη χρησιμότητα των καθρεπτών που δε θαμπώνουν και της ξύλινης επένδυσης στις ντουλάπες.

Το βασικό, όμως, πρόβλημα είναι πως η υπερβολή στις τιμές –που σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στο κόστος, και σπάνια, αν κάποτε, ανταποκρίνεται στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών– δεν είναι ίδιον των μεγάλων πεντάστερων ξενοδοχείων των πόλεων. Η πλειοψηφία των χαριτωμένων ξενώνων και των μικρών ξενοδοχείων των χωριών που έχουν την τύχη να περιλαμβάνονται στη λίστα των trendy προορισμών, να έχουν χιονοδρομικό σε μικρή απόσταση ή απλά να είναι πολύ όμορφα –βλέπε Αράχωβα, Καρπενήσι, Πήλιο, Περτούλι, Καλάβρυτα και λοιπά– υιοθετούν ακριβώς την ίδια πρακτική και χρεώνουν από 90 μέχρι 150 ευρώ το απλό δωμάτιο, και μέχρι 350 το πέτρινο διώροφο που βαπτίζουν «σουίτα». Να μη συζητήσουμε τι γίνεται στα νησιά κάθε καλοκαίρι.

Σπάνια καταφέρνω να αντισταθώ στον πειρασμό να ρωτήσω γιατί αυτό το –όμορφο, δε λέω– δωμάτιο που σκέφτομαι να κλείσω κάνει 120 ευρώ τη βραδιά. Κρυστάλλινα ποτήρια, μήπως; Πουπουλένια παπλώματα; Καθρέπτες που δε θαμπώνουν; Η απάντηση που παίρνω συνήθως είναι –οποία έκπληξις– το τζάκι. Και συγκεκριμένα, το τζάκι μέσα στο δωμάτιο. Δέλεαρ, δε λέω. Τυγχάνει, όμως, να είμαι κι εγώ από χωριό και να ξέρω πόσο κάνει ένα τζάκι –ιδίως αν σου το χτίσει ο γείτονας/ ξάδερφος/ μπατζανάκης μάστορας, πράγμα που συμβαίνει, grosso modo, στο 90% των περιπτώσεων. Το κόστος έχει βγει τις πρώτες –ελάχιστες– μέρες κι από εκεί και πέρα μένει το κέρδος και ο υπερήφανος τόνος της φωνής όταν αναγγέλλεται η ύπαρξη της τελευταίας, ίσως, πολυτέλειας ικανής να προκαλέσει δέος στο μέσο Αθηναίο.

Μετά είναι και το πρωινό, κυρίως σε ό,τι αφορά τους ξενώνες. Εξαιρετικό, καμία αντίρρηση. Με αγνά υλικά, μαζεμένα από το μποστάνι, χωρίς συντηρητικά και μεταλλάξεις, παρασκευασμένο σύμφωνα με την τοπική παράδοση. Ακριβώς όπως ποτέ δε θα το βρεις σε καμία πόλη. Σύμφωνοι. Αλλά εκείνα τα 120 ευρώ που λέγαμε προηγουμένως δε θα δικαιολογούνταν ούτε αν τα υλικά τα αγόραζες επί καθημερινής βάσης από κατάστημα βιολογικών προϊόντων. Πόσο μάλλον όταν τα μαζεύεις από τον κήπο σου. Ή μήπως εννοείται ότι πληρώνω ακριβά κάτι επειδή δεν έχω την πολυτέλεια να το απολαμβάνω εκεί που μένω; Γιατί αν είναι έτσι να ενημερώσουμε τους Θεσσαλονικείς να χρεώνουν τη μπουγάτσα και τα τρίγωνα περί τα 30 ευρώ το ένα, και να προτείνουμε όλες οι τοπικές σπεσιαλιτέ των νησιών να αντιστοιχούν στο τριπλάσιο της τιμής των υπόλοιπων πιάτων του μενού.

Κατά τα άλλα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το mini bar θεωρείται πολυτέλεια αρκετή για να ανεβάσει την τιμή ενός δωματίου, από τη στιγμή που τα προϊόντα που περιέχει χρεώνονται έξτρα, στερώντας του το δικαίωμα διαφοροποίησης από ένα κοινό ψυγείο στο οποίο θα μπορούσα κάλλιστα να τοποθετήσω μόνη μου μερικά αναψυκτικά και σοκολάτες που θα αγόραζα –σε καλύτερη τιμή– από το πλησιέστερο περίπτερο. Εκτός αν ο σχεδιασμός βασίζεται στην πεποίθηση ότι ήρθα μέχρι εδώ για να μην ξεμυτίσω από την πόρτα του δωματίου –στην οποία περίπτωση θα μου αρκούσε το room service, αν μου ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς αναψυκτικά και σοκολάτες.

Κατά πολύ χειρότερη είναι η αιτιολόγηση «έχει θέα», λες και το πού ακουμπάει το βλέμμα –εν προκειμένω, το απέναντι βουνό, χωριό ή θάλασσα– μπορεί να θεωρηθεί αγαθό προς πώληση. Με αυτή τη λογική, του «όλα πουλιούνται – όλα αγοράζονται», να βάλουμε διόδια σε όλα τα σημεία της Αθήνας από τα οποία φαίνεται, έστω και ελάχιστα, η Ακρόπολη, και να ζητάμε από τους διερχόμενους να πληρώνουν ένα ποσό που θα κυμαίνεται από 5 έως 50 ευρώ ως ελάχιστη ανταμοιβή για το απλόχερα προσφερόμενο αριστουργηματικό θέαμα. Εννοείται πως η ανάβαση στο Λυκαβηττό θα κοστολογείται διαφορετικά, ανάλογα με την ώρα της ημέρας και τα επίπεδα νέφους που θα εμποδίζουν σε ορισμένο βαθμό τη θέα. Μια καθαρή νύχτα Χριστουγέννων, που τα φώτα της πόλης θα είναι περισσότερα και το θέαμα ρομαντικότερο, το κόστος θα αγγίζει τα 60 ευρώ.

Δε θα μπαίναμε στον κόπο να αναφερθούμε σε όλα αυτά αν δεν πιστεύαμε ότι η κατάσταση είναι ανατρέψιμη. Γεγονός, όμως, είναι ότι κανένα καθεστώς δεν είναι καθεστώς χωρίς την ανοχή αυτών που το υφίστανται. Καθώς επίσης και το ότι επιλογές –βλέπε εξαιρετικά καταλύματα με λογικότατες τιμές– υπάρχουν και θα συνεχίσουν όχι μόνο να υπάρχουν αλλά και να αυξάνονται και να πληθύνονται αν συνεχίσουν να υπάρχουν άνθρωποι με τη διάθεση να τα ψάξουν, την εμπειρία για να τα εκτιμήσουν και το χιούμορ να αμφισβητήσουν καλοπροαίρετα τους ανταγωνιστές τους. Αν, πάλι, προτιμάτε να «νιώθετε πλούσιοι» πληρώνοντας –όπως λέει εκείνο το εξαιρετικά επιτυχημένο σποτάκι της ανταγωνιστικής προς τον ΟΤΕ εταιρείας σταθερής τηλεφωνίας– και τον αέρα που αναπνέετε, είναι δικαίωμά σας να πιστεύετε πως όλα αυτά δε σας αφορούν. Και δικό μας να σκεφτούμε πως έχετε μερίδιο ευθύνης στην κατάσταση.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v