Πέντε συντάκτες του in2life παραληρούν ο καθένας για την αγαπημένη του σειρά όλων των εποχών… Και είναι έτοιμοι να ακούσουν τις αντιρρήσεις σου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Το Stranger Things, για την Ηρώ Κουνάδη
Είμαι παιδί των 80s. Μεγάλωσα με τον ΕΤ, και τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου, και τα Γκούνις, και όλες αυτές τις ταινίες που πλέον ανήκουν στη σφαίρα του θρύλου (ή του καλτ, αναλόγως ποιον ρωτάς). Μια δεκαετία αργότερα, πήγαινα Γυμνάσιο και έβλεπα φανατικά X-Files –με όλα τα φώτα του σπιτιού αναμμένα. Και μόνο αυτές τις δύο πληροφορίες να έχεις για το άτομό μου, μαντεύεις άνετα ότι το Stranger Things μίλησε στην καρδιά μου.
Δεν ήταν, όμως, το πανηγύρι νοσταλγίας ο μοναδικός λόγος. Ήταν και αυτά τα πιο-ταλαντούχα-πιτσιρίκια που πέρασαν ποτέ από τη μικρή οθόνη, και οι χαρακτήρες που έχουν γραφτεί αριστοτεχνικά (ο Κερτ ο Βόννεγκατ έλεγε πως «κάθε πρόσωπο στην ιστορία σου πρέπει να θέλει κάτι, έστω ένα ποτήρι νερό» και αυτός είναι μάλλον ο πιο τσαλαπατημένος κανόνας στην ιστορία των σειρών) και η ιστορία που ακροβατεί στο κενό μεταξύ της Φυσικής και του "παρά-" της, με ολίγη από θεωρία συνωμοσίας που πάντα νοστιμίζει τη συνταγή. Όλα αυτά, πακέτο με ένα φοβερό και τρομερό soundtrack και μια δεύτερη σαιζόν απολαυστική, αν και αναμενόμενα κατώτερη της πρώτης, εκθρόνισαν το Game of Thrones από το νούμερο 1 μου.
Το Leftovers, για τον Θοδωρή Διάκο
Νιώθω ότι προδίδω ένα σωρό λατρεμένες σειρές, και σειρές που έθεσαν πολύ γερές βάσεις για ό,τι ακολούθησε κιόλας. Να, την Buffy, ας πούμε, που σκότωνε δαίμονες εφτά σεζόν και μας μάθαινε πώς γράφονται σωστά οι ιστορίες. Αλλά επειδή πρέπει να είμαι δίκαιος, η πιο καλή, η πιο σημαντική, η πιο καλογραμμένη και η πιο ευρηματική σειρά που έχω δει ποτέ ήταν το Leftovers. Κι ας το χαρακτήρισαν "misery porn" (που είναι). Κι ας κάνεις ενάμισι πακέτο τσιγάρα με κάθε επεισόδιο (που θα κάνεις, εν μέρει είναι και σειρά για το κάπνισμα, δεν τα λέω τυχαία).
Βάλε, λοιπόν, έναν σεναριογράφο που ξεφτιλίστηκε σε παγκόσμια κλίμακα με την πρώτη του απόπειρα (το Lost) και έμαθε από τα λάθη του. Βάλε το πιο δεμένο αλλά και το-ζω-μόνος-μου καστ, με κορυφαία την Carrie Coon, που πραγματικά το ζει ολομόναχη και σου γδέρνει την ψυχή. Βάλε ένα HBO που αποφάσισε να πετάξει με τυφλή εμπιστοσύνη τα λεφτά του. Βάλε κι έναν πλανήτη που όλοι πάσχουν από μετατραυματικό σοκ και δεν έχουν ιδέα πώς να το διαχειριστούν, χώσε και μια δόση παραφυσική παραφιλολογία –που, όπως και να 'χει, πάντα θα είναι ψαρωτική– και έχεις μια από τις καλύτερες σειρές που φτιάχτηκαν ποτέ.
Το Grey’s Anatomy, για τον Γιώργο Κόκουβα
Δε θα φοβηθώ μήπως δε φανώ ψαγμένος. Βλέπω ακόμα Grey’s Anatomy. Ευλαβικά. Είναι ίσως υπερβολικά mainstream για το «ψαγμένο» κοινό που έχει καλομάθει με επικές παραγωγάρες τύπου Game of Thrones, με βαριές περιπέτειες τύπου Homeland και με κουλ εγκλήματα τύπου Breaking Bad, Mr Robot ή True Detective. Ποιότητα, δε λέω. Αλλά καμία δεν κατάφερε να με διασκεδάσει και να με κρατήσει επί 14 συναπτά χρόνια, όπως το Grey’s –μόνο το Scandal, της ίδιας δημιουργού, έγινε για ένα διάστημα πιο εθιστικό, αλλά ξεφούσκωσε στις τελευταίες σεζόν.
Εν τω μεταξύ, στο Grey’s έχουν περάσει 14 χρόνια από την πρώτη σεζόν, έχω μάθει όλες τις ασθένειες απ’ έξω και από το αρχικό καστ έχουν μείνει μόλις 4 χαρακτήρες. Αλλά παλιοί και καινούριοι ρόλοι είναι εξαιρετικά καλογραμμένοι, συνεπείς και χωρίς να έχουν «ξεχειλώσει», και ενώ το peak της σειράς ήταν περίπου στην 5η ως 7η σεζόν, τις δύο τελευταίες χρονιές έχουν επιστρέψει επεισόδια με πλοκές-διαμάντια, που δεν πιστεύεις πόσο μαεστρικά δένουν σε θεματικά επεισόδια (ακόμα κι αν «σκοτώνουν» με τεράστια ευκολία τους πιο αγαπημένους σου χαρακτήρες). Μετά από τόσα χρόνια, όλοι οι ήρωες της σειράς δίνουν την αίσθηση μιας οικογένειας, που με τη δύναμη της συνήθειας, έχει γίνει και δική σου –έστω κι αν είναι «ένοχη» συνήθεια, όπως το καλό junk food.
Το Carnivale, για τον Νικόλα Γεωργιακώδη
Κάρνι… τι; Λοιπόν μια σύντομη εισαγωγή για τους μη γνώστες. Η σειρά προβλήθηκε για δύο χρονιές από το HBO (2003 και 2005) όμως κόπηκε αιφνίδια για τα μάτια του Rome, αφού κόστιζε πολύ – και δεν κατάφερε να αποκτήσει κοινό. Πλην αρκετών φανατικών, φυσικά, συμπεριλαμβανομένου και εμού, οι οποίοι είδαν στο δημιούργημα του Daniel Knauf ένα σκοτεινό αριστούργημα πάνω στην αέναη μάχη μεταξύ Καλού και Κακού, μέσα από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιστορίες, στην Αμερική του Κραχ του ‘34.
Εκείνη του νεαρού Μπεν Χώκινς, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο σε ένα περιπλανώμενο καρναβάλι με αρχηγό τον νάνο Σαμψών και του ιερέα Τζάστιν Κρόου, ο οποίος βλέπει την πίστη του να ακολουθεί νοσηρά μονοπάτια. «Σε κάθε εποχή γεννιέται ένα πλάσμα του Φωτός και ένα πλάσμα του Σκότους», προλογίζει ο Σαμψών τον πιλότο της σειράς, η οποία εξελίσσεται αργά και ατμοσφαιρικά, έχοντας άψογες ερμηνείες, εντυπωσιακά εξωτερικά πλάνα και σκηνικά –ελάχιστα γυρίσματα έγιναν σε στούντιο, εξ ου και το μεγάλο κόστος της– και μια απόκοσμα σουρεαλιστική, μαγική και αρρωστημένη γοητεία. Ένα άγνωστο τηλεοπτικό διαμάντι που αξίζει να ανακαλύψεις.
Το True Detective, για τον Δημήτρη Γλύστρα
Οι σειρές δεν είναι το καλύτερό μου. Αυτές που «τραβάνε» πολύ νομίζω ότι κουράζουν την πλοκή τους, η οποία κάνει κύκλους και άρα «κοιλιές». Άλλωστε σε πόσες διαφορετικές δοκιμασίες να βάλεις τους ίδιους χαρακτήρες ή πόσο να τους διαφοροποιήσεις ώστε να μην είναι ίδιοι; Έχω αποφασίσει ότι θα βλέπω σειρές που είτε αποτελούνται από αυτοτελή επεισόδια, είτε ο αριθμός των επεισοδίων τους είναι ολιγάριθμος και η «σεζόν» τους αυστηρά μία. Στο συμπέρασμα αυτό με βοήθησε να καταλήξω η θαυμάσια πρώτη σεζόν του True Detective του HBO. Διαρθρωμένο σε έξι επεισόδια, αποτελεί στην ουσία μια μεγάλη κινηματογραφική ταινία και όχι σειρά. Το True Detective είναι μια «αληθινή» αστυνομική περιπέτεια. Αληθινή με την έννοια ότι δεν γίνεται χολυγουντιανός χαμός σε κάθε καρέ, ούτε οι πρωταγωνιστές είναι σούπερ ήρωες –με την επιχειρησιακή ή την ψυχολογική έννοια.
Το True Detective έχει μια ικανοποιητική πλοκή που δημιουργεί αγωνία και αναμονή για τη συνέχεια, αλλά αυτή υπάρχει ως καμβάς. Πάνω της κεντιούνται (sic) οι χαρακτήρες των δύο πρωταγωνιστών- ντετέκτιβ, τους οποίους ερμηνεύουν οσκαρικά οι Matthew McConaughey και Woody Harelson. Ο σεναριογράφος Nic Pizzolatto κάνει θαύματα: Φτιάχνει ένα έργο βραδυφλεγές και υποβλητικό, με κείμενο που σπάει κόκκαλα, τραχύ και ταυτόχρονα ηλεκτρισμένα εγκεφαλικό. Μια περιπέτεια που εκτυλίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους, αλλά βασικά στο μυαλό των χαρακτήρων. Και τελικά και σε εκείνο του θεατή. Tip: Αν και οι αλλαγές στην άποψη του θεατή δεν σταματούν μέχρι το τελευταίο επεισόδιο, μην αποφασίσετε αν το γουστάρετε ή όχι πριν τελειώσετε και το τρίτο. Η δεύτερη, εντελώς ανεξάρτητη σεναριακά σεζόν είναι επίσης καλή, αλλά όχι τόσο καλή.