Γιατί μιλάει όλος ο κόσμος για το Κομάντα και Δράκοι;
Η νέα σειρά του Θοδωρή Παπαδουλάκη είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη στην ελληνική τηλεόραση την τελευταία δεκαετία.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος του πρώτου επεισοδίου της νέας σειράς του Mega, Κομάντα και Δράκοι, που θα κάνει τους λάτρεις του Stranger Things να χαμογελάσουν πλατιά. Γιατί είναι φόρος τιμής στην σειρά των αδερφών Duffer ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που εκείνοι επέλεξαν να αποτίσουν φόρο τιμής στις ταινίες που μας μεγάλωσαν στα 80s. Κάπως έτσι, αυτή η συγκεκριμένη σκηνή είναι ό,τι πιο μέτα έχει γίνει στην Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Κι αυτό είναι το λιγότερο.
Το περισσότερο είναι ότι εδώ μιλάμε για μια παραγωγή που ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα δεν θα περίμενες να δεις στην ελληνική τηλεόραση. Παραφυσικά φαινόμενα που δεν εξαντλούνται (ούτε έχουν σχέση με) μαγικές τράπουλες που προβλέπουν το μέλλον, μπλέκονται με βαθιά ανθρώπινες ιστορίες χαρακτήρων που επιτέλους, στην πλειοψηφία τους, δεν είναι καρικατούρες. Πάρε για παράδειγμα έναν από τους κεντρικούς ήρωες, τον Ντόντο: Παιδί με ειδικές ανάγκες, αλλά και σούπερ ειδικές δυνάμεις, τον ρόλο του οποίου ερμηνεύει υποδειγματικά ο ερασιτέχνης ηθοποιός, και επίσης ΑμεΑ, Λευτέρης Κοκογιαννάκης.
Για την περίπτωση που έλειπες από την Ελλάδα τον τελευταίο μήνα, η υπόθεση με δυο λόγια έχει να κάνει με δύο συμμορίες –η μία πιτσιρικιών, η άλλη εγκληματιών– που θα έρθουν αντιμέτωπες με μια κατάρα η οποία ξυπνά κάθε εκατό χρόνια σε ένα χωριό της Κρήτης. Στο σκηνοθετικό τιμόνι βρίσκεται ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, του τελευταίου (προ δεκαετίας) θριάμβου της ελληνικής τηλεόρασης που λεγόταν Το Νησί. Ναι, σωστά υποψιάζεσαι πως πρόκειται για συνταγή επιτυχίας.
Βοηθούν σε αυτό και οι αξιαγάπητοι μικροί πρωταγωνιστές, τέσσερα πιτσιρίκια γύρω στα 10, που κλέβουν την παράσταση κι ας μην έχουν την στόφα των τζούνιορ επαγγελματιών του Χόλιγουντ. Είναι άδικη, κατά την ταπεινή μας γνώμη, η κριτική που τους ασκείται ότι «δεν πείθουν», κι ενέχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου, στη λογική του «αν μπορούν στο Νέτφλιξ, γιατί να μην μπορούμε κι εμείς;». Κλείνει η παρένθεση.
Απολαυστικός είναι ο Βασίλης Μπισμπίκης στο ρόλο του νέου αστυνομικού που έρχεται στο χωριό, χήρος μαζί με τα τρία παιδιά του, όπως και ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο χαρακτήρας του οποίου μια αμηχανία αρχικά την προκαλεί σε κάτι προκατειλημμένους με τις εσωτεριστικές φιλοσοφίες σαν του λόγου μας. Ο ρόλος του Μπάμπα Μπομπ, εσχάτως αφυπνισμένου γκουρού με θητεία στην Ινδία, που τρέχει ένα Άσραμ έξω από το χωριό, δεν είναι το comic relief της υπόθεσης που φανταζόμασταν, στην πορεία όμως το αρχικό σοκ ξεπερνιέται, και η ιδέα συνηθίζεται.
Αντ’ αυτού, η κωμική νότα έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις: Από τις αναφορές στην πανδημία, στα εμβόλια και στη νέα… Ζιμπαμπουεμπιανή μετάλλαξη, τη φρεσκάδα των οποίων δεν είχες ιδέα ότι χρειαζόσουν, μέχρι να βρεθείς μπροστά της.
Εν ολίγοις, Netflix που είχες και στο χωριό σου δεν είναι, αλλά το Κομάντα και Δράκοι είναι στο επίπεδο ελληνικής τηλεόρασης εκείνο που είχαμε να δούμε από το Νησί. Για του λόγου μας το αληθές, κάνε κλικ εδώ και δες τα τρία πρώτα επεισόδια που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής.