Πράγματα που κάνεις και εκνευρίζεις τον σερβιτόρο σου
Δεν θέλεις να τσαντίσεις τον άνθρωπο που σου φέρνει το φαγητό σου. Το κάνεις, παρ’ όλα αυτά. Με δέκα διαφορετικούς τρόπους.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Όπως πολύ καλά ξέρουν όσοι έχουν δει αυτή την σπουδαία ταινία που λέγεται Waiting, αν υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων που δεν θέλεις να εκνευρίσεις, αυτή είναι εκείνοι που σου φέρνουν το φαγητό σου. Κι αυτά είναι δέκα πράγματα που κάνεις και τους εκνευρίζεις. Εμείς, προειδοποιήσαμε…
Κάθεσαι όπου βρεις. Το πρώτο τραπέζι που βρέθηκε μπροστά σου μπορεί μόλις να κλείστηκε, και να μην πρόλαβε να αποκτήσει καρτελάκι «αλλουνού», ή μπορεί να ετοιμάζονταν να το κολλήσουν στο διπλανό επειδή η παρέα τελικά θα είναι μεγαλύτερη. Αν νιώθεις αμήχανα να περιμένεις σαν τον λόρδο κάποιος να έρθει και να σου υποδείξει ένα τραπέζι για να καθίσεις, ένα νόημα «μπορούμε να καθίσουμε εδώ;» έστω και από μακριά, φτάνει και περισσεύει.
Δεν χαιρετάς. Λυπούμαστε ειλικρινά αν το μαθαίνεις από εμάς, αλλά το «ένα τζατζίκι, δύο πατάτες» δεν είναι η σωστή απάντηση στο «καλησπέρα σας». Είσαι άνθρωπος, και απευθύνεσαι σε άνθρωπο. Μίλα αναλόγως.
Δε γυρίζεις καν να τον κοιτάξεις. Συγχωρείσαι μόνο στην απίθανη περίπτωση που ανατράφηκες σε βρετανική έπαυλη με μπάτλερ και οικονόμο, όπου η δουλειά των υπηρετών σου ήταν κυρίως να είναι αόρατοι. Και πάλι, τώρα που το σκεφτόμαστε, όχι, δε συγχωρείσαι. Έχεις απλά ένα ελαφρυντικό.
Κάνεις «κλακ» με τα δάχτυλα για να τον φωνάξεις –ή, ακόμα χειρότερα, χτυπάς παλαμάκια. Δε λέμε, δεν είναι πάντα εύκολο να «πιάσεις» το βλέμμα του ενός και μοναδικού σερβιτόρου που τρέχει πανικόβλητος σε ένα γεμάτο μαγαζί. Αυτό, όμως, δεν είναι δικαιολογία για να γίνεσαι αγενής. Λίγη υπομονή και ένα χαμόγελο την επόμενη φορά που θα χρειαστείς κάτι μπορούν να κάνουν θαύματα.
Το τραπέζι σου μοιάζει με πάγκο μικροπωλητή. Επάνω στον οποίο μπορούμε να μετρήσουμε δύο αναπτήρες, τέσσερα πακέτα τσιγάρα, πέντε smartphone, ένα πορτοφόλι και μια αρμαθιά κλειδιά που μπορούν να ανοίξουν τουλάχιστον δώδεκα διαφορετικές πόρτες. Και όλα αυτά, θα θυμηθείς –και θα δυσανασχετήσεις που χρειάζεται– να τα μαζέψεις, μόνο όταν ο άμοιρος σερβιτόρος θα ξεροσταλιάζει από πάνω σου με δύο πιάτα που καίνε.
Περιμένεις να έρθει για να σκεφτείς τι θα φας. Δε λέμε να μην έχεις ερωτήσεις σχετικά με το μενού. Ούτε ότι πειράζει να θες μια γνώμη/ πρόταση/ να ακούσεις τα πιάτα ημέρας πριν καταλήξεις στο κυρίως πιάτο σου. Αλλά, ειδικά αν έχεις βγει με μεγάλη παρέα, μην περιμένετε να έρθει ο σερβιτόρος για να κάνετε τους διαλόγους «-πόσα κολοκυθάκια; -όσα θέλετε παιδιά, εγώ δεν έχω πρόβλημα -τα φτιάχνετε με κουρκούτι ή χωρίς; -α εγώ δεν τα τρώω με κουρκούτι, μήπως να πάρουμε μελιτζάνες; -για σαλάτα καταλήξαμε; -τυροκαυτερή ή τζατζίκι; -μωρέ δεν παίρνουμε και τα δύο; -πολλά δεν είναι;».
Αφήνεις τα πιτσιρίκια να αλωνίζουν. Αν υπάρχει πίσω κήπος (χωρίς τραπέζια)/ κούνιες/ παιδότοπος ή τέλος πάντων ένα σημείο όπου μπορούν να χοροπηδάνε με την ησυχία τους χωρίς να ενοχλούν, δεν πειράζει. Αλλά ένα πλάσμα ενενήντα εκατοστών δεν είναι εύκολα ορατό από κάποιον που κρατά φορτωμένα πιάτα στο ύψος της μέσης του –πράγμα που σημαίνει ότι το πιτσιρίκι σου που τρέχει ανάμεσα στα τραπέζια ή εξερευνά τον χώρο επειδή «παιδί είναι και έτσι κάνουν τα παιδιά» είναι παράγοντας κινδύνου για την ασφάλεια όλων μας, μεγαλύτερος και από το ολισθηρό πάτωμα, για το οποίο τουλάχιστον υπάρχει ειδική σήμανση.
Θεωρείς ότι τα ωράρια είναι για τις τράπεζες και τις δημόσιες υπηρεσίες. Ξέρεις πολύ καλά ότι στην Ελλάδα είμαστε, και κανείς δεν θα σε διώξει επειδή «το μαγαζί έχει κλείσει». Άντε, αν τους φτάσεις στα όριά τους, να αρχίσουν όχι πολύ διακριτικά να σφουγγαρίζουν, ενώ ταυτόχρονα παίρνουν όρκο ότι «όχι όχι, τελειώστε το δέκατο έκτο ουζάκι σας, προς θεού, δε μας ενοχλείτε». Τουλάχιστον καν’ τους την χάρη και μην εμφανιστείς στις 23.50, σε μαγαζί που η κουζίνα κλείνει τα Μεσάνυχτα. Θα σε φορτωθούν που θα σε φορτωθούν αυτοί, μην έχουν να αντιμετωπίσουν και τα μούτρα του μάγειρα.
Παραπονιέσαι για το φαγητό αφού το φας. Μπορείς μια χαρά να παραπονεθείς ότι τα κεφτεδάκια θέλαν’ κι άλλο ψήσιμο, αφού φας το πρώτο κεφτεδάκι –και να τα γυρίσεις πίσω. Δεν μπορείς, όμως, σε καμία περίπτωση να παραπονεθείς ότι τα κεφτεδάκια θέλαν’ κι άλλο ψήσιμο, αφού φας όλα τα κεφτεδάκια. Φαίνεται απλά σαν να ζητάς να σου αφαιρέσουν από το λογαριασμό τα κεφτεδάκια που μόλις έφαγες.
Δεν αφήνεις tip. Εννιά στους δέκα σερβιτόρους είναι εξαιρετικά κακοπληρωμένοι –ο δέκατος είναι ο γιος του ιδιοκτήτη, και δεν πληρώνεται καν. Κι εσύ μόλις έδωσες 15 ευρώ για όλα αυτά που σου έφερε μέχρι το τραπέζι σου, δεν θα πέσει ο ετήσιος προϋπολογισμός σου έξω αν προσθέσεις άλλο ένα.