Επτά δολοφόνοι που συγκλόνισαν την Ελλάδα

Σεχίδης, Λαμπίρης, Δαγκλής, Φραντζής, Πάσσαρης. Θυμόμαστε επτά ιστορίες Ελλήνων εγκληματιών που σόκαραν την κοινή γνώμη.
Επτά δολοφόνοι που συγκλόνισαν την Ελλάδα
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Η πρόσφατη δολοφονία του 39χρονου στο Άστρος από την οικογένειά του, συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και έκανε το πανελλήνιο να συζητά για μέρες το ιστορικό του πρωτοφανούς αυτού εγκλήματος. Όμως τα περιστατικά άγριων φονικών στην Ελλάδα, μπορεί να μην είναι τόσο συχνά, όμως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο όποτε γίνονται σοκάρουν την κοινωνία και καταλήγουν να αποκτούν διαστάσεις «μύθου» ακόμα και αρκετές δεκαετίες μετά. Πίσω από αυτά, βρίσκονται συνήθως άτομα ψυχικά διαταραγμένα, άνθρωποι της διπλανής πόρτας ή αδίστακτοι εγκληματίες.

Παρακάτω συγκεντρώσαμε επτά τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων που με την βιαιότητα των εγκλημάτων τους άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ελληνική πραγματικότητα.

Το θηρίο των Βαλκανίων

«Έχω μακρά εμπειρία με τους αστυνομικούς, με ταλαιπωρούν από μικρό… Έχω πρόβλημα με αυτούς που έρχονται να με συλλάβουν, όχι με όλους», είχε πει στις κάμερες κάπου στα 00’s ο διαβόητος κακοποιός Κώστας Πάσσαρης δείχνοντας τη… συμπάθειά του για τα όργανα της τάξης. Έχοντας μπει φυλακή για ληστείες τις οποίες διέπραξε με τους Ρουμάνους συνεργούς του Iον Bασίλι και Nικολάε Γκόρεα, ο Πάσσαρης τον Φεβρουάριο του 2001 παραπονιέται για επιληπτικές κρίσεις και καταφέρνει να «κερδίσει» τη μεταφορά του για εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας.

Κατά τη διάρκεια της μεταγωγής του στο νοσοκομείο, ο Πάσσαρης φορώντας χειροπέδες βγάζει ένα περίστροφο – άγνωστο μέχρι και σήμερα πού και πώς το βρήκε – και εκτελεί εν ψυχρώ δύο αστυνομικούς, τραυματίζοντας παράλληλα έναν ειδικό φρουρό. Λίγους μήνες μετά, σε ληστεία από δύο αγνώστους με μοτοσικλέτα στο Περιστέρι, ένας από αυτούς πυροβολεί και σκοτώνει τον ταμία που αποπειράθηκε να τους καταδιώξει. Έρευνες της Αστυνομίας καταλήγουν στο ίδιο πρόσωπο. Σε ανακοίνωση της Αστυνομίας το 2002, ο Πάσσαρης αποκαλύπτεται ως δράστης μιας ακόμα δολοφονίας, εκείνης μιας γυναίκας ιατρού το 2001, σε φαρμακείο της Κυψέλης.

Ό,τι δεν κατάφερε η Ελληνική Αστυνομία, κατάφερε εν τέλει η Ρουμάνικη, σταματώντας την δράση του περιβόητου κακοποιού ο οποίος τον Σεπτέμβρη του 2001 είχε ήδη καταφέρει να διαφύγει στη Ρουμανία. Εκεί σκότωσε τον ιδιοκτήτη και τον ταμία μαγαζιού συναλλάγματος ύστερα από ληστεία, όμως οι Ρουμάνοι αστυνομικοί κατάφεραν να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν. Τον Ιούλιο του 2003, το δικαστήριο του Βουκουρεστίου του επέβαλλε την ποινή της δις ισόβιας κάθειρξης για ληστεία και διπλή ανθρωποκτονία.

Η τελευταία εκτέλεση

Ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα, αλλά και με τον επίλογο της θανατικής καταδίκης στη χώρα, δεν είναι άλλος από το Βασίλη Λυμπέρη. Ο 27χρονος Λυμπέρης καταδικάστηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1972, κατηγορούμενος για τη δολοφονία της εν διαστάσει συζύγου του Βασιλικής, της πεθεράς του, της κόρης του, δυόμισι ετών και του γιου του, ενός έτους. Ο Λυμπέρης μη θέλοντας να πληρώσει διατροφή για τα δύο παιδιά του μετά τον χωρισμό με τη γυναίκα του και θεωρώντας σαν «πηγή του κακού» την πεθερά του, αποφάσισε να βάλει φωτιά στο σπίτι της οικογένειάς του, ενώ θα ήταν και εκείνη μέσα.

Το πρωί της 5ης Ιανουαρίου του 1972, ο Λυμπέρης μαζί με δύο συνεργούς μπήκε μέσα στο σπίτι και αφού έλουσε όλα τα δωμάτια με βενζίνη έβαλε φωτιά και γύρισε στο σπίτι του για να κοιμηθεί. Τα δύο του παιδιά και η πεθερά του ξεψύχησαν ακαριαία, ενώ η σύζυγός του μερικές ώρες αργότερα. «Δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Έριξα καύσιμο στην ντουλάπα για να πιάσει φωτιά το δωμάτιο της πεθεράς μου και να την τρομάξω. Τώρα ό,τι και να πω είναι αργά», είχε δηλώσει στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν.

Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου στα Δύο Αοράκια του Ηρακλείου από 12μελές εκτελεστικό
απόσπασμα, και ενώ ως τότε ήταν κρατούμενος στις φυλακές Αλικαρνασσού. Στο γράμμα αποχαιρετισμού που άφησε στη μητέρα του, λίγο πριν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα κατέληγε:

«Και μην ξεχνάς μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται την ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα».

Ο μοναδικός Έλληνας serial killer

Τον Οκτώβρη του 1995, κοντά στα διόδια της Τραγάνας ανακαλύπτεται τυχαία το τεμαχισμένο πτώμα της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου. Τα κομμένα μέλη της έχουν σκορπιστεί σε διάφορα σημεία της περιοχής, ενώ ο δολοφόνος έχει αφαιρέσει τα σπλάχνα της και έχει κόψει της θηλές της. Δύο μήνες μετά, σε ένα αδιέξοδο του Βοτανικού, περαστικοί ανακαλύπτουν το στραγγαλισμένο και γυμνό πτώμα της 26χρονης ιερόδουλης Αθηνάς Λαζάρου.

«Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου», δήλωσε μεταξύ άλλων στην απολογία του ο άνθρωπος πίσω από τα φρικιαστικά αυτά εγκλήματα, Αντώνης Δαγκλής, ο μοναδικός Έλληνας ο οποίος αναγράφεται στις διεθνείς εγκυκλοπαίδειες με serial killers.

Την ίδια περίοδο, οι αρχές ανέσυραν από το αρχείο μια παλαιότερη υπόθεση με τεμαχισμένο πτώμα. Ο Δαγκλής ομολογεί ότι ήταν πίσω και από αυτό το έγκλημα. Η αλλοδαπή ιερόδουλη με το όνομα «Καίτη» είχε ερωτική επαφή μαζί του κατά την διάρκεια της οποίας την στραγγάλισε με τα χέρια. Θέλοντας να εξαφανίσει το πτώμα το τεμάχισε σε περισσότερα από τριάντα κομμάτια, αφού πρώτα το έγδαρε, έκοψε τμήματα από τους μαστούς και τις θηλές της και ξερίζωσε τους πνεύμονες, την καρδιά και τα εντόσθια.

Τον Ιανουάριο του 1997 ο Δαγκλής καταδικάστηκε σε δεκατρείς φορές ισόβια και φυλακίστηκε. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, κρεμάστηκε από τα κάγκελα του κελιού του μαζί με έναν συγκρατούμενό του.

O Hannibal της Θάσου

«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω», δήλωνε στους Αστυνομικούς ο 24χρονος Θεόφιλος Σεχίδης τον Αύγουστο του 1996. Λίγες ημέρες πριν, σε μια μαζική σφαγή που συγκλόνισε τη Θάσο, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα, ο φοιτητής Νομικής από την Καβάλα είχε δολοφονήσει (στις 19 και 20 Μαΐου) τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Ελένη, την 32χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη και τον θείο του Βασίλη, 57 χρόνων.

Αφού πέρασε μια νύχτα με τα πτώματα στο σπίτι, ο 24χρονος τα τεμάχισε (εκτός από αυτό του θείου του) και τα μετέφερε σε χωματερή της Καβάλας όπου και τα πέταξε. Από ορισμένα μάλιστα αφαίρεσε τμήμα του εγκεφάλου και το τοποθέτησε στο ψυγείο, για «μεταγενέστερη μελέτη», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη ομόφωνα ένοχο και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη, την οποία εκτίει μέχρι σήμερα στο Ψυχιατρείο του Κορυδαλλού.

Η ερωμένη του Αρχιμανδρίτη

«Πέθανα μαζί του τη στιγμή που τον σκότωνα», ήταν τα πρώτα λόγια της ομολογίας της Κάτιας Γιαννακοπούλου, της 42χρονης η οποία τον Ιούλιο του 1997 δολοφόνησε εν ψυχρώ τον Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, φυτεύοντας στο κορμί του οκτώ σφαίρες έξω από το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη.

Η Γιαννακοπούλου, μητέρα ενός παιδιού, διατηρούσε για έξι χρόνια ερωτικό δεσμό με τον 50χρονο αρχιμανδρίτη, τον οποίο είχε γνωρίσει τυχαία το 1989. Όμως το παράφορο πάθος της για εκείνον θόλωσε το μυαλό της και όταν ο Άνθιμος άρχισε να απομακρύνεται από εκείνη προφασιζόμενος δικαιολογίες για να αποφύγει να τη συναντήσει, το τέλος πλησίαζε. Στις 22 Ιουλίου του 1997, και αφού ο αρχιμανδρίτης έχει αρνηθεί επανειλημμένα να τη συναντήσει, η Γιαννακοπούλου προμηθεύεται ένα όπλο από την Ομόνοια και ντυμένη πιο προκλητικά – σχεδόν μεταμφιεσμένη – περιμένει τον Άνθιμο σπίτι του με το αυτοκίνητο του κουνιάδου της.

Εκεί προσπάθησε ξανά να τον προσεγγίσει, όμως εκείνος της γύρισε την πλάτη και τότε η Γιαννακοπούλου άδειασε όλες τις σφαίρες πάνω στο κορμί του. Για δύο ημέρες μετά περιπλανιόταν στην Αττική, μέχρι που συνελήφθη. «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει», δήλωσε τότε στον ανακριτή. Η Γιαννακοπούλου καταδικάστηκε το 2001 σε ισόβια για δολοφονία από πρόθεση, όμως το 2013 αφέθηκε ελεύθερη λόγω καλής διαγωγής.

Ο χασάπης των Πατησίων

Τον Ιούνιο του 1987, ένας ρακοσυλλέκτης βρίσκει σε κάδο σκουπιδιών στα Κάτω Πατήσια ανθρώπινα μέλη. Τα μακάβρια ευρήματα άνηκαν στη 18χρονη Ζωή Γαρμανή, την οποία είχε τεμαχίσει με περίσσια ψυχραιμία ο 27χρονος τότε σύντροφός της Παναγιώτης Φραντζής, χασάπης στο επάγγελμα, λόγω παθολογικής ζήλιας. Το κεφάλι της κοπέλας, βρέθηκε σε άλλο σημείο, στην οδό Αχαρνών και Πιπίνου.

«Την τεμάχιζε για τρεισήμισι ώρες σε 16 κομμάτια», έγραφαν τότε οι εφημερίδες για το αποτρόπαιο έγκλημα ζήλιας. Ο Φραντζής παραδόθηκε μόνος του στις Αρχές, όμως δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι σκότωσε την γυναίκα του. Αντίθετα, υποστήριξε ότι την έσπρωξε και εκείνη έπεσε πάνω σε ένα έπιπλο και πέθανε ακαριαία: «Δεν την σκότωσα εγώ. Xτύπησε πάνω στον καβγά. Ότι έγινε μετά, το έκανα για να εξαφανίσω το πτώμα, γιατί πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα!».

Τον Οκτώβριο του 1988, ο Φραντζής καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. «Αυτό που δεν σκέφτηκε κανείς ως τώρα είναι ο δικός μου πόνος. Δολοφονήθηκε η γυναίκα μου και δεν είχα κανέναν να κυνηγήσω. Ποιον να κυνηγήσω; Εγώ τη σκότωσα», είπε μερικά χρόνια μέσα από τη φυλακή στους δημοσιογράφους.

Ο δράκος της Ξάνθης

«Μ’ανάβεις στην κρίση», έγραφε η πινακίδα του οπωροπωλείου του 27χρονου Χρήστου Παπάζογλου στην Ξάνθη. Πόσο μακάβρια ειρωνεία για το μαγαζί του ανθρώπου, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2012 σκότωσε στον ακάλυπτο χώρο πίσω από την πολυκατοικία του την 34χρονη Ζωή Δαλακλίδου καίγοντάς τη ζωντανή, αφού πρώτα τη βίασε και την χτύπησε επανειλημμένα στο κεφάλι.

«Την ήξερα από παλιά και μου άρεσε. Την είδα τυχαία τα ξημερώματα της Πέμπτης μπροστά μου και την οδήγησα -παρά την αντίστασή της- στον ακάλυπτο χώρο. Εκεί έγινε ό,τι έγινε. Είχα προφυλακισθεί πέρσι για υπόθεση βιασμού, όμως είχα βγει από τη φυλακή...», δήλωσε τότε στην ομολογία του ο Παπάζογλου, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά του βρισκόταν σε κατάσταση μέθης ενώ διέπραξε το φρικτό έγκλημα.

Στον ανέκφραστο δράστη το δικαστήριο επέβαλε τον Νοέμβριο του 2013 ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία.



Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v