Τι απέγιναν τα video club;

Έχουν μεταμορφωθεί όλες εκείνες οι ουρές στα video clubs των ‘80s σε μπάρες downloading; Έχει ξεπεραστεί ακόμη και η σχετικά πρόσφατη τεχνολογία του DVD;  Ιδιοκτήτες video club και πελάτες μιλούν με νοσταλγία και ειλικρίνεια για την (δύσκολη) επιβίωση ενός είδους προς εξαφάνιση.
Τι απέγιναν τα video club;
των Γιώργου Κόκουβα, Νικόλα Γεωργιακώδη

Ένας τύπος με φράντζα και ‘80s ρούχα μπαίνει στο video club της γειτονιάς του και ψάχνει να βρει μάταια την κασέτα που θέλει. Fast forward τριάντα χρόνια μετά, ο ίδιο τύπος -με ελαφρώς πιο φυσιολογικά ρούχα- δεν χρειάζεται πια να ρωτάει τον «βιντεοκλαμπά» για κασέτες. Ούτε καν για DVD. Έχει όποια ταινία θέλει με το πάτημα ενός κουμπιού.
Η πασίγνωστη διαφήμιση παρόχου τηλεπικοινωνιών και ψυχαγωγίας (αποκλείεται να μην την έχετε δει) δεν μας άφησε μόνο χαμόγελο με την ρετρό χιουμοριστική της προσέγγιση, αλλά και το μειδίαμα μιας πικρής απορίας –αν όχι συνειδητοποίησης: «Πεθαίνουν» τα video club;

Έχουν μεταμορφωθεί όλες εκείνες οι ουρές στα video clubs των ‘80s σε μπάρες downloading; Έχει ξεπεραστεί ακόμη και η σχετικά πρόσφατη τεχνολογία του DVD; Με διερευνητική, αλλά και ελαφρώς νοσταλγική διάθεση, ρωτάμε ιδιοκτήτες και (πρώην ή μη) πελάτες video clubs αν τα τελευταία θα καταφέρουν να επιζήσουν στην εποχή των torrents και του online streaming.

Τα ερασιτεχνικά ‘70s

«Τα πράγματα ξεκίνησαν ερασιτεχνικά, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70», μας λέει ο κ. Λαγουρός, ιδιοκτήτης μαζί με τον αδελφό του, του πρώτου video club που άνοιξε τις πόρτες του στην Ελλάδα –και συγκεκριμένα στον Πειραιά- πριν 37 χρόνια. Τότε, όπως μας λέει, δεν υπήρχαν εταιρίες διανομής και οργάνωση. «Όταν ήμασταν μικροί, διαβάζαμε τα “Μίκυ Μάου” και τον “Μικρό Ήρωα”, αλλά δεν υπήρχαν χρήματα να αγοράζουμε καινούρια. Έτσι, όταν είχα τέσσερα-πέντε τεύχη, πήγαινα σε ένα βιβλιοπωλείο και με πέντε δεκάρες το πολύ, μου επέτρεπαν να τα ανταλλάσσω με άλλα. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η υπόθεση “βιντεοκασέτα” στην Ελλάδα, με ανταλλαγές», θυμάται.

Όταν ένας φίλος του ναυτικός, έφερε τότε από την Ιαπωνία την πρώτη συσκευή video, την κοιτούσαν με δέος. «Ήταν ένα τεράστιο Panasonic με μεγάλα κουμπιά από πάνω που έκαναν “κρακ” όταν τα πατούσες. Αρχίσαμε να το περιεργαζόμαστε, το συνδέσαμε στην τηλεόραση, και γράφαμε σε άδειες κασέτες ελληνικές ταινίες και παιδικά προγράμματα από την ΥΕΝΕΔ», μας λέει ο κ. Λαγουρός. Όπως ήταν φυσικό, κάτι τόσο «καινούριο» μαθεύτηκε γρήγορα από στόμα σε στόμα, και επικοινωνούσαν μαζί τους άνθρωποι από όλα τα προάστια της Αθήνας για να πάρουν κασέτες.

«Ναυτικοί μας έφερναν και καμία τσόντα από το εξωτερικό – όπως και να το κάνουμε είχε ζήτηση, και τις ανταλλάσαμε με ελληνικές ταινίες. Κάπως έτσι άρχισαν όλα, με ανταλλαγές ή προμήθειες βιντεοκασέτας για δύο κατοστάρικα», θυμάται.

Από την ΥΕΝΕΔ… στο Hollywood

Όλα άλλαξαν στον χάρτη της κασέτας, όταν μπήκε στο σκηνικό ένας «παίκτης» με το επώνυμο Χατζάρας, που όπως μας λέει ο κ. Λαγουρός, άνοιξε τον δρόμο για όλη αυτή τη «βιομηχανία» στην Ελλάδα. «Πρόκειται για μεγάλο κεφάλαιο της Ιστορίας των video club. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έπιασε το νόημα, πήγε στην Αγγλία και άρχισε να αντιγράφει ταινίες κολοσσούς, που έκαναν “μπαμ” τότε. Έκανε αντίγραφα… αβέρτα, τα υποτίτλιζε σε ένα στούντιο και τα έφερνε στην Θεσσαλονίκη, από όπου τα πουλούσε τέσσερα ή πέντε χιλιάρικα το ένα. Πήγαινε για παράδειγμα κάποιος σε αυτόν, γέμιζε το πορτ-μπαγκάζ και γυρνούσε στα video club για να διαλέξουμε ταινίες. Θυμάμαι ήταν σπουδαίες ταινίες όπως ο “Καλός ο Κακός και ο Άσχημος” ή τα “Κανόνια του Ναβαρόνε”.

»Μετά, ήρθαν οι μεγάλες εταιρίες στην Ελλάδα. Κήρυξαν τις πρακτικές του Χατζάρα παράνομες, τον δικάσανε και ούτε που ξέρει κανείς τι απέγινε. Κι εκεί που προμηθευόμασταν την ταινία με ένα πεντοχίλιαρο, έπρεπε να πληρώνουμε πλέον κάτι άθλια, “ανύπαρκτα” έργα που έφερναν οι εταιρίες, μέχρι και 50.000 δραχμές την κασέτα», μας λέει.

Οι χρυσές εποχές και οι «πληγές» των video club

Σίγουρα, τα ‘80s ήταν η εποχή που θυμάται με νοσταλγία κάθε ιδιοκτήτης videoclub. Από το ’82 ως το ’87, ο κόσμος συνέρρεε κατά εκατοντάδες για τις βιντεοταινίες. Δεν άργησαν ωστόσο να έρθουν τα σκαμπανεβάσματα. Στα τέλη των ‘80s εμφανίστηκε η ιδιωτική τηλεόραση: «Τα ιδιωτικά κανάλια ήταν κάτι πολύ καινούριο για τους Έλληνες. Σίγουρα δεν τους κάλυπτε εντελώς η τηλεόραση σε θέματα ψυχαγωγίας, αλλά για πρώτη φορά είχε στα χέρια του ένα “κοντρόλ” και μπορούσε να διαλέξει, ήταν πρωτοφανές», μας επισημαίνει ο κ. Λαγουρός, σημειώνοντας πως τα πράγματα άρχισαν να διαγράφονται θετικά και πάλι όταν εμφανίστηκε το DVD κοντά στη νέα χιλιετία, αφού η προσέλευση του κόσμου έφτασε τότε σχεδόν τα επίπεδα των ‘80s.

Λίγο αργότερα ήρθε το διαδικτυακό downloading, ήρθαν τα torrents, ήρθε το τέλος της θέασης ταινιών στο σπίτι όπως τη θυμόμασταν. Όχι ακριβώς, μας λέει ο κ. Λαγουρός: «Το μεγάλο πρόβλημά μας δεν είναι το downloading. Είναι οι εφημερίδες, αυτές είναι ο υπ’ αριθμόν ένα “εχθρός” μας. Άρχισαν κάποια στιγμή να δίνουν σωρηδόν τα DVD. Να φανταστείτε όταν κάποιος μας επιστρέφει DVD που το έχει καταστρέψει, μας λέει “σιγά μωρέ, πώς κάνετε έτσι, η εφημερίδα τζάμπα τα δίνει”».

«Η κατάσταση σήμερα είναι δύσκολη όχι τόσο λόγω οικονομικής κρίσης, όσο του Internet. Μας έχει επηρεάσει πάρα πολύ, το τσάμπα δεν μπορείς να το ανταγωνιστείς με τίποτα», λέει ο κ. Κώστας Λιάπης, ιδιοκτήτης από το 1985 και υπάλληλος ο ίδιος στο Grand Home Video στην Καλλιθέα. «Τα προγράμματα της Hol ή του OTE με τις ταινίες μπορείς να τα ανταγωνιστείς με κάποιες προσφορές, το τσάμπα όμως;», προσθέτει και βάζει ακόμα ένα κομμάτι στην πίτα των πληγών των σημερινών video clubs. «Σημαντικό είναι και το ψυχολογικό. Δεν έχει διάθεση ο κόσμος σήμερα για DVD, για σινεμά, για διασκέδαση γενικότερα. Εμείς πουλάμε ένα είδος διασκέδασης, όμως ο κόσμος είναι τόσο χάλια ψυχολογικά που δεν ανταποκρίνεται», λέει χαρακτηριστικά.

Υπάρχουν πάντως ακόμα πελάτες που παραμένουν σταθεροί στις επισκέψεις τους στο μαγαζί του, αν και έχουν αραιώσει συγκριτικά με παλαιότερα. «Αναζητούν ακόμα αυτήν την επαφή με τον υπάλληλο, γιατί δεν ξέρουν τι θέλουν και δεν έχουν την διάθεση να ασχοληθούν. Εμένα μου αρέσει αυτή η επαφή με τον πελάτη, 27 χρόνια το κάνω», ομολογεί ο ίδιος.

Η κρίση χτυπά τα video club

Το video σήμερα βάλλεται από παντού, μας λέει ορθά κοφτά ο ιδιοκτήτης του Video Boom.
«Ένας χώρος που έφτασε να αριθμεί 3.000 καταστήματα πανελληνίως, δεν προστατεύθηκε από κανέναν. Σήμερα, σίγουρα είναι ακόμη πιο προβληματική η κατάσταση: Ενώ υπάρχει ακόμη δουλειά, τα καταστήματα είναι σχεδόν πάντα μεγάλοι χώροι, με τεράστια λειτουργικά έξοδα (ενοίκια, φωτισμός κλπ). Δύσκολα μένει κάτι στο ταμείο».

Αυτή την τελευταία διαπίστωση, ο κ. Λαγουρός την συνοδεύει με αριθμούς: Μία εταιρία διανομής, δίνει τις «top» ταινίες της μέχρι και 45€ το κομμάτι, με την απαίτηση μάλιστα να μην πάρεις μόνο ένα. «Πρέπει με άλλα λόγια να πάρω τέσσερα DVD του καινούριου James Bond, ήτοι συνολικά 180€. Ξέρετε πόσες ενοικιάσεις πρέπει να γίνουν για να μαζέψω πίσω αυτό το ποσό; Θα αντέξουν άραγε τα DVD αυτά μέχρι τότε;»

«Κάνω περικοπές όπως και όλος ο κόσμος», λέει ο κ. Λιάπης, «παλαιότερα έκανα μεγάλες αγορές για να μπορώ να κρατάω τους πελάτες μου, πολλές φορές την κάθε ταινία, τώρα αρχίζω να κόβω και εγώ να δούμε που θα πάει».

Ποιοι «ψηφίζουν» ακόμη video club;

Ρωτάμε τον κ. Λαγουρό αν οι νέοι έχουν εγκαταλείψει στην πλειοψηφία τους το DVD και έχουν ριχτεί με τα μούτρα στο downloading, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος ηλικίας των πελατών του να έχει ανέβει αισθητά. «Κάθε άλλο», μας απαντά, «οι νέοι είναι αυτοί που συνεχίζουν να έρχονται. Ιδιαίτερα τώρα που δεν έχουν πολλά χρήματα και μαζεύονται ξανά οι παρέες στα σπίτια. Αντίθετα, οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας έχουν “αποσυρθεί”. Πολλοί είναι αυτοί που δυσκολεύονται ακόμη και με το μενού των DVD. Όταν τους εξηγώ πως πρέπει στην αρχή να διαλέξουν ελληνικούς υπότιτλους, μου λένε “δεν ξέρω από αυτά, δεν γίνεται να βγαίνουν κατευθείαν ελληνικά;”»

Από την άλλη πλευρά, ο κ. Λιάπης, διαπιστώνει ότι ο μέσος όρος των ηλικιών που επισκέπτονται το μαγαζί του πλέον είναι πάνω από σαράντα. «Η νεολαία έχει χαθεί. Μόνο κανένα Σαββατοκύριακο αν μαζευτούν παρέα και θέλουν να δουν κάτι διαφορετικό», λέει. «Ζητάνε ακόμα κασέτες;», τον ρωτάμε. «Μερικοί ναι. Έρχονται και μου λένε ‘έχω το βίντεο μήπως έχεις καμιά κασέτα;’. Εγώ δεν τις πουλάω, τις έχω αποθηκεύσει. Αυτές θα μείνουν για τα εγγόνια μου, πρέπει να είναι καμιά τριανταριά χιλιάδες κασέτες. Έρχονται και με παρακαλάνε να πουλήσω, αλλά δεν πουλάω τίποτα», απαντά.

Του ζητάμε να θυμηθεί κάποιο περιστατικό με πελάτη από όλα αυτά τα χρόνια, το οποίο να του «έμεινε». «Είναι πάρα πολλά», μας λέει γελώντας. «Μια κοπέλα μου ζήταγε επί ένα μήνα μια ταινία, με λάθος τίτλο. Με ρώταγε αν έχω τον Τζόνι Πυρετόπουλο. ‘Ρε Αθηνά, ποιος είναι αυτός;’ της έλεγα. Μέχρι που μου έρχεται φλασιά και την ρωτάω ‘Μήπως εννοείς το ‘Ο Τζόνι πήρε το όπλο του’; ‘Ναιιιιιι!’ απαντάει. Ωραίες αναμνήσεις».

Εμείς αναζητήσαμε τους λόγους που έκαναν μέρος του κοινού να απομακρυνθεί από τα video club, αλλά και εκείνους τους λόγους που κάνουν κάποιους άλλους να παραμένουν φανατικοί… θαμώνες τους. Η Ελένη, 27 ετών, εκπροσωπεί την πρώτη ομάδα, αυτή που θεωρεί το video club ξεπερασμένο: «Εδώ και αρκετά χρόνια έχω σταματήσει να πηγαίνω σε video club, γιατί αφενός όσες φορές πήγαινα, όποιες ταινίες ήθελα ήταν πάντα νοικιασμένες, και αφετέρου είναι πλέον και λίγο πολυτέλεια, αφού η ενοικίαση είναι σχετικά ακριβή. Άλλωστε οι νέες ταινίες κυκλοφορούν στην Ελλάδα ως DVD πολύ πια αργά, γι’ αυτό και είναι πιο εύκολο να τις βρω μέσω internet – θεωρώ ότι σχεδόν όλοι αυτό κάνουν πια».

Η Μαριάννα, από την άλλη, δεν θα εγκαταλείψει εύκολα την κάρτα μέλους της στο video club της γειτονιάς της: «Από όλες αυτές τις διαφημίσεις που κυκλοφορούν για την πειρατεία που σκοτώνει τον κινηματογράφο, τη μουσική, τα λουλούδια στη Σαχάρα, η μόνη που με έχει "αγγίξει" είναι αυτή της Σπέντζος Films που λέει ότι "πέρυσι έκλεισαν εκατόν-τόσα βίντεο κλαμπ και τρεις εταιρείες διανομής". Δεν θέλω να κλείνουν τα βίντεο κλαμπ. Μου αρέσει η ατμόσφαιρά τους. Μου άρεσε παλιά που ήταν κάτω από το σπίτι μου και μπορούσα να κατεβώ με τις πιτζάμες, να πάρω μια ταινία και να την δω τώρα, όχι μετά από μισή ώρα. Μου αρέσει όταν εκεί που χαζεύω εξώφυλλα βλέπω έναν τίτλο και θυμάμαι ότι "α ναι, αυτή που λέγαμε τότε να τη δούμε".

»Τις ελάχιστες φορές που έχω δοκιμάσει να κατεβάσω μια ταινία - επειδή δεν έχω πια βίντεο κλαμπ κάτω από το σπίτι μου- πρώτον δεν ξέρω ποια (οι καινούριες αποκλείονται, θέλω να τις δω στο σινεμά, και αυτές που συζητούσαμε πριν ένα μήνα δεν θυμάμαι τους τίτλους απέξω) δεύτερον δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω με τους υπότιτλους για να παίξουν, και τρίτον μέχρι να βρω άκρη με όλα αυτά μου έχει περάσει η όρεξη να δω ταινία. Μετά είναι και το ηθικό του πράγματος, χάνουν άνθρωποι τις δουλειές τους για να εξοικονομήσω εγώ τι; Ενάμιση ευρώ;», υποστηρίζει.

Ο κ. Λαγουρός, από την εμπειρία τεσσάρων δεκαετιών στο πόστο του στο video club, άλλωστε, μας διαβεβαιώνει ότι οι «πιστοί» θα μείνουν για πάντα τέτοιοι, χάρη στην στενή σχέση που αναπτύσσουν με το video club της γειτονιάς τους: «Πιο στενή θα ήταν η σχέση μόνο αν κοιμόμασταν μαζί! Δουλεύω το μαγαζί μαζί με τον αδελφό μου εδώ και σαράντα χρόνια. Τον σαραντάρη που έρχεται σήμερα με τα παιδιά του, τον έχω εξυπηρετήσει όταν ερχόταν με κοντά παντελονάκια για να πάρει παιδικές ταινίες. Όλο αυτό το κλίμα με έχει γεμίσει σαν άνθρωπο, όσοι μπαίνουν είναι χαμογελαστοί, και με κάνουν κι εμένα να νιώθω πιο νέος», καταλήγει.

Το τέλος(;) ενός επαγγέλματος

Ο κ. Λιάπης δεν εμφανίζεται αισιόδοξος για το μέλλον των Video Clubs. Τον ρωτάμε αν θα το μεταφέρει στην επόμενη γενιά. «Δεν νομίζω. Όχι ότι δεν θέλω, μακάρι να το έδινα. Όμως δεν νομίζω ότι θα κρατήσει για πολύ σαν επάγγελμα, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα μας κλείσουν. Έχω μια εκτίμηση ότι σε μια τριετία από τώρα, για να μην πω πιο νωρίς για να είμαι και αισιόδοξος, αν συνεχιστεί το θέμα με την πειρατεία θα κλείσουν τα Video Club. Αφού πλέον μπορείς να κατεβάσεις μια ταινία και σε high definition με υπότιτλους και με όλα και με μια smart tv να την δεις χωρίς καν να κάτσεις στην οθόνη του υπολογιστή. Πατάς play και την βλέπεις στην τηλεόραση. Αυτό τώρα πώς να το ανταγωνιστείς;», περιγράφει.

Όπως εκτιμά ο κ. Λιάπης, μέσα στα επόμενα χρόνια οι ταινίες θα διανέμονται μετά την προβολή τους στο σινεμά, κατευθείαν στα συνδρομητικά κανάλια . «Θα κλείσουν τα video club και οι ταινίες θα έρχονται κατευθείαν από την ‘μαμά’ εταιρεία στην συνδρομητική τηλεόραση. Άλλωστε αν ήθελαν οι πάροχοι, θα μπορούσαν να μπλοκάρουν το κατέβασμα ταινιών. Τότε και αυτοί θα έπαιρναν μεγαλύτερο μερίδιο και εμείς», αναφέρει σχετικά.

«Κάνω αυτό το επάγγελμα 27 χρόνια. Πιο πολύ θα με στεναχωρήσει ότι θα μου λείψει και όχι τόσο το οικονομικό. Κάτι θα βρω να κάνω, δεν είμαι τεμπέλης. Όμως θα μου λείψει αυτή η επαφή με τον κόσμο, η καθημερινότητα».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v