Η πανδημία, τα συνεχιζόμενα lockdowns κι οι περιορισμοί στις μετακινήσεις οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στην τηλεργασία. Τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας, χιλιάδες επαγγελματίες προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, χρησιμοποιώντας τα οφέλη της τεχνολογίας για να φέρουν εις πέρας τις δουλειές τους. Θυμηθήκαμε λοιπόν, μια παλαιότερη εποχή, ασπρόμαυρη, που συνήθως βλέπουμε στην τηλεόραση σε ταινίες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, όταν οι σημερινοί παππούδες μας κάνανε επαγγέλματα που δεν υπάρχουν πια στη χώρα.
Σε προσκαλούμε λοιπόν να βουτήξεις μαζί μας στη νοσταλγία και να θυμηθείς ή να μάθεις αν δεν γνωρίζεις τους γανωτές, τους ντελάληδες, τους εισπράκτορες στα λεωφορεία και τα άλλα παιδιά, που βύθισε στη λήθη του ο χρόνος κι εξαφάνισε η τεχνολογία.
Ντελάλης
Μια λέξη που χρησιμοποιείται με σατιρική χροιά μέχρι και τις μέρες μας, περιγράφει ένα επάγγελμα που πια δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Η εργασία του ντελάλη στην ουσία ήταν να φέρνει τα μαντάτα, τα νέα δηλαδή που αφορούσαν συνήθως την άφιξη εμπορευμάτων ή τηλεγραφημάτων στο χωριό ή στη μικρή πόλη που ζούσε. Αν είχε μάλιστα γάργαρη φωνή τότε ήταν περιζήτητος και στις κοντινές περιοχές. Τα χρόνια πέρασαν κι οι ντελάληδες εξαφανίστηκαν κι εμείς ξεμείναμε μόνο με κάποιους δημόσιους κήρυκες που φιλοξενούνται σε τηλεοπτικά παράθυρα, παπαγαλίζοντας ειδήσεις που κανέναν δεν ενδιαφέρουν.
Παγοπώλης
Παλιότερα δεν υπήρχαν ψυγεία οικιακής χρήσης, με αποτέλεσμα το νοικοκυριό να βολεύεται με ημίμετρα προκειμένου να διατηρήσει σε ψύξη τρόφιμα και να έχει κρύο νερό. Μιλάμε για τις περίφημες «παγωνιέρες», που ήταν κατασκευασμένες συνήθως από αλουμίνιο κι έμοιαζαν με φορητά ψυγειάκια πάγου, στο εσωτερικό των οποίων έμπαιναν οι παγοκολόνες ώστε να διατηρηθεί η ψύξη για μεγαλύτερο διάστημα. Μάντεψε ποιοι φέρνανε τον πάγο στα σπίτια; Οι παγοπώληδες, που είδαν το επάγγελμα τους να εξαφανίζεται, με την ευρεία χρήση των ψυγείων κουζίνας.
Γανωτής
Ο γανωτής ή γανωματής ή ακόμη και καλάης όπως ήταν γνωστός σε κάποιες περιοχές, επισκεπτόταν πολύ συχνά τα σπίτια ειδικά των φτωχογειτονιών, για να επιδιορθώσει τα μαγειρικά σκεύη που ήταν φτιαγμένα από χαλκό και κασσίτερο. Βλέπεις, τότε, όλα τα κατσαρολικά φτιάχνονταν από χαλκό κι από την καθημερινή χρήση οξειδώνονταν, με αποτέλεσμα, αν δεν πρόφταινε ο γανωτής, να πάθαινες μέχρι και δηλητηρίαση.
Συνήθως γυρνούσε ως πλανόδιος τα χωριά με την γκαζιέρα του αγκαλιά, φορτωμένος το καλάι (ένα μείγμα κασσίτερου) προκειμένου να γανώσει τα σκεύη και να ζήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι καλά κι εμείς καλύτερα. Ταψιά, καζάνια, μαχαιροπήρουνα κι όλα τα μπακίρια, περνάγανε από το επιδέξιο χέρι του γανωτή, με ακούραστους βοηθούς στην εκτέλεση του έργου το κουρασάνι (τριμμένο κρεμμύδι) και το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), προκειμένου να γυαλίσουν τα σκεύη και να παραδοθούν στους νοικοκύρηδες του σπιτιού καινούρια, όπως πριν.
Γαλατάς
Άλλη μια φιγούρα γνωστή κι αγαπημένη στις γειτονιές μικρών και μεγάλων πόλεων, ήταν ο γαλατάς, που παρέδιδε κατ’ οίκον (πριν τα delivery γίνουν μόδα) το γάλα της ημέρας, φρέσκο φρέσκο, έτοιμο για κατανάλωση. Πάνω στο γαϊδουράκι του (ή στην καρότσα του αγροτικού του τα επόμενα χρόνια) ωστόσο συχνά κουβαλούσε κι άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα (γιαούρτια, ξινόγαλα, σοκολατούχα, κρέμες, ριζόγαλα), ενώ αν ήσουν τυχερός μπόμπιρας, μπορεί να έβρισκες και καμία καραμέλα βουτύρου ή σοκοφρέτα στην πραμάτεια του.
Ο εισπράκτορας στα λεωφορεία
Σίγουρα θα έχεις πετύχει σε κάποια σκηνή ταινίας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, στοιβαγμένους επιβάτες να τσακώνονται με τον εισπράκτορα για το αντίτιμο του εισιτηρίου. Μπαίνοντας στο λεωφορείο πλάι στον οδηγό, υπήρχε ο εισπράκτορας με έναν κουβά κέρματα αγκαλιά, ώστε να δίνει ρέστα σε κάθε πελάτη, όταν ο τελευταίος πλήρωνε για το εισιτήριό του. Συνήθως φόραγε στολή αντίστοιχη με εκείνη του Νίκου Φέρμα στον Μπακαλόγατο με τον Χατζηχρήστο. Είδε το επάγγελμα του να χάνεται, μιας κι «αντικαταστάθηκε» αρχικά από το κουτί που υπήρχε δίπλα στον οδηγό, και στη συνέχεια από τους αυτόματους πωλητές.
Νερουλάς
Υπήρξε μια περίοδος στην Ελλάδα, στις αρχές του 20ου αιώνα, που στα σπίτια δεν υπήρχαν βρύσες. Κι αν σου φαίνεται κάτι τέτοιο αδιανόητο, μάθε ότι οι νερουλάδες ήταν υπεύθυνοι για την τροφοδοσία νερού σε χωριά και πόλεις ακόμη. Από τις πλέον δύσκολες και ταλαίπωρες δουλειές, απαιτούσε πολλά καθημερινά δρομολόγια, με φορτωμένα τα χέρια τενεκέδες με νερό, ώστε κάθε σπιτικό να έχει το πιο πολύτιμο αγαθό όλων. Ο πλέον διάσημος νερουλάς της Ελλάδας, ήταν δίχως άλλο ο Σπύρος Λούης, που στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 1896, πήρε το χρυσό μετάλλιο στον Μαραθώνιο, κάνοντας μας όλους περήφανους.
Βαρελάς
Τα παλιά τα χρόνια, που λένε κι οι παππούδες μας, το βαρέλι ήταν ίσως το πλέον συνηθισμένο αποθηκευτικό μέσο, για υγρά αλλά και για τρόφιμα, με αποτέλεσμα όσοι γνώριζαν την τέχνη του βαρελιού να έχουν μόνιμα δουλειά. Με τα ειδικά του εργαλεία ο βαρελάς μπορούσε να κατασκευάσει καθετί βαρελοειδές ή σκαφοειδές επομένως πλην των βαρελιών έφτιαχνε κατά παραγγελία και κανάτες, σκάφες και παγούρια. Συχνά συνεργαζόταν και με τον κατρατζή που άλειφε με κάτρα (πίσσα) τα βαρέλια για να είναι πιο στεγανοποιημένα. Ο τελευταίος χρησιμοποιούσε την τέχνη του και για τα ιστιοφόρα και τις βαρκούλες που θαλασσοδέρνονταν κι είδε μαζί με τον βαρελά τα επαγγέλματα τους να χάνονται με το πέρας των χρόνων από τις ελληνικές γειτονιές.