«Σκοτεινά» εστιατόρια: Εμπιστευθείτε τα… τυφλά!

Μη σας ξεγελά η φωτογραφία... Η τάση που ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια στην Ελβετία βυθίζει ολοένα και περισσότερα εστιατόρια στο απόλυτο σκοτάδι και μας προ(σ)καλεί σε μία εντελώς πρωτόγνωρη, πλην γευστικότατη, εμπειρία.
«Σκοτεινά» εστιατόρια: Εμπιστευθείτε τα… τυφλά!
Πόσες φορές δε σας έχει τύχει, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια καινούρια, ξένη κουζίνα, να αρνηθείτε να δοκιμάσετε κάτι, γιατί σας τρόμαζε η υφή, η όψη του ή ακόμη και το… όνομά του –σκεφτείτε βατραχοπόδαρα–; Μια αλυσίδα εστιατορίων που εξελίχθηκε σε παγκόσμια τάση αναλαμβάνει να μας… απαλλάξει από τις όποιες προκαταλήψεις μας, σερβίροντας υψηλή κουζίνα στο απόλυτο σκοτάδι και αποκαλύπτοντάς μας τι φάγαμε μόνο μετά το γεύμα. Οι ιθύνοντες επιμένουν, μάλιστα, ότι χωρίς την αίσθηση της όρασης, η γεύση περνά σε μία εντελώς νέα διάσταση, με αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε πολύ περισσότερο το φαγητό. Λέτε;

Η ιδέα δεν είναι καινούρια. Ξεκίνησε το 1999 από την Ελβετία και το Blindekuh, το εστιατόριο του Jorge Spielmann στη Ζυρίχη. Ο τυφλός πάστορας, αφού δοκίμασε την τρελή ιδέα του δένοντας τα μάτια των καλεσμένων του στο σπίτι, για να τους δώσει μια γεύση του καθημερινού αγώνα του, ονόμασε το μαγαζί του «Τυφλή Αγελάδα» και προσέλαβε κατ’ αποκλειστικότητα τυφλό προσωπικό –πρακτική η οποία ακολουθείται από όλα τα «σκοτεινά» εστιατόρια μέχρι σήμερα.

Πλέον οι αλυσίδες είναι περισσότερες από μία, και τα εστιατόρια στα οποία βασιλεύει το απόλυτο σκοτάδι πολλαπλασιάζονται διαρκώς, από το Λονδίνο μέχρι το Πεκίνο, και από το Παρίσι μέχρι το Λος Άντζελες. Το Βερολίνο, το Άμστερνταμ, η Ζυρίχη, η Νέα Υόρκη, η Μόσχα, το Μόντρεαλ και η Βαρσοβία έχουν όλες το δικό τους «σκοτεινό» εστιατόριο.

Η φιλοσοφία είναι απλή: μετά από ένα απεριτίφ, ή ένα κοκτέιλ, στο φωτισμένο lounge, μπαίνετε στη σκοτεινή κυρίως αίθουσα, όπου οι τυφλοί σερβιτόροι, σε μία αντιστροφή ρόλων, σας συνοδεύουν –για την ακρίβεια σας βοηθούν να βρείτε και να καθίσετε– στο τραπέζι σας. Ένα δείπνο τεσσάρων, συνήθως, πιάτων, σας προκαλεί να… βρείτε το φαγητό και να το δοκιμάσετε, πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται: αν κάνετε το λάθος να αφήσετε το πιρούνι στο τραπέζι δύσκολα θα το ξαναβρείτε, οπότε μετά θα πρέπει να το φάτε με τα χέρια, το αν υπάρχει ακόμη φαγητό στο πιάτο μετά τις πρώτες μπουκιές θα πρέπει να το μαντέψετε και αν σας σερβίρουν κάτι που σιχαίνεστε δε θα μπορέσετε να το αποφύγετε, αφήνοντάς το στην άκρη του πιάτου όπως στα «κανονικά» εστιατόρια.

Μετά είναι και ο παράγοντας της «κοινωνικοποίησης» στο σκοτάδι, που επίσης αποτελεί μία εντελώς νέα εμπειρία. Από τη μία, στο site της αλυσίδας Dans Le Noir διαβάζουμε ότι «οι συζητήσεις κυλούν πολύ πιο αβίαστα χωρίς την αίσθηση της όρασης, καθότι όλοι μιλάμε πιο ελεύθερα, απαλλαγμένοι από τις προκαταλήψεις που προκαλούνται από την εμφάνιση». Από την άλλη, ο Benjamin Uphues, ιδιοκτήτης της αλυσίδας Opaque στην Καλιφόρνια λέει ότι «κάποιοι φεύγουν γιατί δεν μπορούν να αντέξουν το σκοτάδι και κανείς δεν τους κατηγορεί». Και ο William Lee Adams, συντάκτης του Lonely Planet, γράφει ότι το δυνατότερο συναίσθημα που του προκάλεσε η όλη, μάλλον απόκοσμη, εμπειρία ήταν αυτό της μοναξιάς.

Όπως και να έχει, το φαγητό στο σκοτάδι αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια εμπειρία ανεπανάληπτη, που αξίζει να τη ζήσει κανείς έστω μία φορά –ακόμη κι αν μετά δε θέλει να το ξανακάνει. Η τιμή του δείπνου κυμαίνεται ανάλογα με το εστιατόριο και την αλυσίδα στην οποία ανήκει, σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν είναι απαγορευτική –ενδεικτικά, το δείπνο των τεσσάρων πιάτων στο παριζιάνικο Dans Le Noir κοστίζει 41 ευρώ. Πολλές φορές μάλιστα τα εστιατόρια διοργανώνουν διάφορα events, χαμηλώνουν τις τιμές τα μεσημέρια ή προσφέρουν ειδικά, οικονομικότερα μενού.

Μια (τυφλή) δοκιμή θα σας πείσει!

Ηρώ Κουνάδη
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v