Μια βόλτα στην Πλατεία Τράιμπερ

Βολτάρουμε σε μια άγνωστη πλατεία του κέντρου, δοκιμάζουμε βουλγάρικες σπεσιαλιτέ και ανακαλύπτουμε πού πίνουν τον καφέ τους η Vilma και ο Fred Flintstone.
Μια βόλτα στην Πλατεία Τράιμπερ
Κείμενο - φωτογραφίες: Ηρώ Κουνάδη

Πλατεία Τράιμπερ, είπες; Ναι. Κι είναι στην Αθήνα; Ναι. Ξενικό δεν είναι το όνομά της; Πράγματι. Δεν την έχω ακούσει ποτέ. Ούτε εγώ –μέχρι τώρα. Είναι πάντα συναρπαστική η υπενθύμιση ότι αυτή η πόλη είναι γεμάτη γωνιές που όχι απλά δεν τις έχεις περπατήσει, αλλά δεν τις έχεις καν ακουστά. Κι ακόμα πιο συναρπαστική είναι η στιγμή που τις βρίσκεις, μετά από την αναζήτηση που ξεκινά με χάρτη στο χέρι, απορημένο βλέμμα να σκανάρει την περιοχή και μουρμουριστές κουβέντες του τύπου «μα τόσες φορές έχουμε περάσει από δω, είχες προσέξει ποτέ καμιά πλατεία;».



Πλατεία τι; Και πού;

Ας ξεκινήσουμε με λίγη ιστορία: Ο Έρικ Τράιμπερ ήταν Γερμανός φιλέλληνας, γιατρός σε διάφορα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Παραβρέθηκε στην μάχη του Πέτα, και στο Μεσολόγγι μαζί με τον Μαυροκορδάτο το 1823. Στην αγκαλιά του πέθανε ο Καραϊσκάκης το 1827. Έμεινε στην Ελλάδα και μετά το τέλος της Επανάστασης, συντελώντας στην διοργάνωση των ιατρείων στον ελληνικό στρατό. Πέθανε τον Απρίλιο του 1882, στο σπίτι του στην Αθήνα –ένα υπέροχο νεοκλασικό που φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του (Βίλα Τράιμπερ) και από το οποίο βαφτίστηκε και η μικρή πλατεία που το περιβάλλει.



Και τώρα, γεωγραφία: Η πλατεία Τράιμπερ βρίσκεται στο... τραπέζιο (και όχι τετράγωνο) που σχηματίζουν οι οδοί Λιοσίων, Ακομινάτου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Σωνιέρου. Η γειτονιά στην οποία ανήκει λέγεται Άγιος Παύλος, και συνορεύει με αυτή του Μεταξουργείου.

Και γιατί να πάω εκεί (ή τρεις γωνιές στην Πλατεία Τράιμπερ)

Εκ πρώτης όψεως, η μικρή Πλατεία Τράιμπερ δε διαφέρει σε τίποτα από μια οποιαδήποτε πλατεΐτσα γειτονιάς: Λίγα παγκάκια, η γοητεία της παρακμής, παιδιά που παίζουν, μερικές γαζίες που ανθίζουν και μοσχοβολούν και ελάχιστος κόσμος να κοντοστέκεται στη σκιά τους.



Η πρώτη έκπληξη κρύβεται μερικά βήματα μετά, στην πλευρά της που βλέπει στη Λιοσίων: Είναι η διατηρητέα νεοκλασική Βίλα Τράιμπερ που λέγαμε προηγουμένως, και η οποία σήμερα ανήκει στον Δήμο Αθηναίων και στεγάζει το –σποραδικά μόνο ανοιχτό και εν λειτουργία– Μουσείο Σκίτσου. Αναλυτικές πληροφορίες για αυτό, και τηλέφωνα επικοινωνίας για να δοκιμάσετε την τύχη σας πριν το επισκεφθείτε, θα βρείτε εδώ.

Για τη δεύτερη έκπληξη, θα χρειαστεί να σπρώξετε την βαριά γκρίζα πόρτα που γράφει απέξω Bedrock, στα αριστερά της πλατείας. Κι εδώ μιλάμε για πραγματική έκπληξη: Ένα café-bar βγαλμένο από τα παιδικά μας μεσημέρια με τους Flintstones. Πέτρινα τραπέζια και χτιστά καναπεδάκια, σταλακτίτες που κρέμονται από την ολόιδια-με-σπηλαίου οροφή, προβιές στους τοίχους και λούτρινα αρκουδάκια να κρατούν ζεστή τη θέση σας μέχρι να καθίσετε στους καναπέδες. Στα ηχεία παίζει βουλγάρικη ποπ, από τα διπλανά τραπέζια ακούγονται όλες οι γλώσσες των Βαλκανίων και οι ευγενέστατοι ιδιοκτήτες θα σας σερβίρουν με την ίδια ευκολία αχνιστό τσάι και ουΐσκι με πάγο, άσχετα αν έρθετε στις 2.00 το μεσημέρι ή το πρωί.

Λίγα μέτρα παρακάτω, στο 13 της οδού Ακομινάτου, το ταξίδι στη Βουλγαρία συνεχίζεται… αυτή τη φορά γαστριμαργικά. Στα τραπεζάκια του Balkan, της μικρής βουλγάρικης ταβέρνας που είναι ένα από τα ταχύτερα διαδιδόμενα μυστικά των τελευταίων μηνών, σερβίρονται λαχταριστές σπεσιαλιτέ όπως τα ουστπίτσι, κεφτεδάκια από κοτόπουλο, το κατάκ, που θυμίζει τζατζίκι με πάπρικα, το τυρί κασκαβάλ σαγανάκι και το κοτόπουλο καβαρμά, ένα ορεκτικό που έρχεται σερβιρισμένο σε πήλινο με πιπεριές, τυρί και αυγό.

Το περιβάλλον είναι χαριτωμένα κιτς, με τη διακόσμηση εκείνη που μπορεί να ξενίσει τους ορκισμένους λάτρεις του minimal, ταιριάζει όμως πολύ στην ιδιαίτερη άποψη και φιλοσοφία του μαγαζιού. Οι τιμές θα ήταν το δυνατότερο χαρτί του, αν οι γεύσεις δεν ήταν τόσο καλές: Ο λογαριασμός θα ξεπεράσει πολύ δύσκολα τα 10-12€ το άτομο, μαζί με μπύρα ή βουλγάρικη ρακή, την οποία αξίζει να δοκιμάσετε.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v