Είδαμε τους «Τρειςευτυχισμένους» στο θέατρο Πορεία

Μια παράσταση με αρκετά προβλήματα, χωρίς ρυθμό, χωρίς αισθητικό κέντρο, χωρίς γαλλική finesse.
Είδαμε τους «Τρειςευτυχισμένους» στο θέατρο Πορεία
της Ιωάννας Μπλάτσου

Η πλοκή της υπόθεσης που αφηγείται ο Eugène Labiche στους «Τρειςευτυχισμένους» μπορεί να συμπυκνωθεί στην κλίση του ρήματος «απατώ» στον ενεστώτα, στον αόριστο και στον μέλλοντα. Ο ένας απατά τον άλλον και όλοι μαζί διασκεδάζουν κατά αυτόν τον τρόπο την αστική τους πλήξη καθιστώντας εαυτούς «Τρειςευτυχισμένους» (;).

Ο Labiche φέρεται να έχει γράψει το συγκεκριμένο έργο («Le plus heureux de Trois», 1870) σε συνεργασία με τον Edmond Gondinet, ως αντίδραση στον ισχυρισμό ενός κριτικού, ότι «η μοιχεία δεν θα μπορέσει ποτέ να προκαλέσει γέλιο», θέλοντας να αποδείξει ότι φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για να έχει επιβιώσει το συγκεκριμένο έργο στην παγκόσμια θεατρική σκηνή εδώ και ενάμιση αιώνα σημαίνει ότι ο Γάλλος κωμωδιογράφος πέτυχε το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του. Φοβάμαι πως δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έχει συμβεί το ίδιο και με το παραστασιακό διακύβευμα του Γιάννη Χουβαρδά.

Η παράσταση των «Τρειςευτυχισμένων» παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Χωρίς ρυθμό, χωρίς αισθητικό κέντρο, χωρίς γαλλική finesse –εμφανή μόνο στα très chic κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, μοιάζει να έχει μπερδέψει τους κώδικες της παρωδίας με εκείνους της φάρσας. Με χοντροκομμένες σκηνοθετικές επιλογές –από την κίνηση των χαρακτήρων μέχρι την εκφορά του λόγου- η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά, περιέργως πώς, μοιάζει με ανεπίδοτο ανέκδοτο ή στην καλύτερη περίπτωση με άνοστο αστείο που ειπώθηκε από χοντροκομμένο αφηγητή.

Θα ήταν βέβαια αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν κατέχει την κωμική φόρμα, όταν έχει παραδώσει το 2003, για παράδειγμα, τις εξαίσιες «Ιδιωτικές ζωές» του Noël Coward στο Θέατρο του Νότου. Μια παράσταση η οποία –θυμάμαι έντονα ακόμα και τώρα- πεταλούδιζε ανάλαφρα στους ατακαριστούς διαλόγους του Βρετανού συγγραφέα, παίζοντας με την ηθική και τις συμβάσεις της εποχής, ποντάροντας στην άφατη δυναμική των υπαινιγμών και την παιχνιδιάρικη αναίδεια του κειμένου. Εδώ, rien. Rien du tout. Σαν να έχει μπλοκαριστεί όλο το ενεργειακό δυναμικό πεδίο της φάρσας μέσα σε στενές, άκομψες φόρμες μιας αταίριαστης modernité.

Ακόμα και οι πολύ καλοί ηθοποιοί της παράστασης εδώ μοιάζουν… συμπιεσμένοι –πλην του Λαέρτη Μαλκότση (Κράμπαχ), μια sui generis περίπτωση ηθοποιού ούτως ή άλλως, ένα ερμηνευτικό –κωμικό, εν προκειμένω- περιβόλι το οποίο δεν «κλαδεύεται» εύκολα με αδέξιους σκηνοθετισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μοναδικές πραγματικά ευφρόσυνες στιγμές της παράστασης είναι η σκηνή που ένα σκαθάρι έχει μπει μέσα στο παντελόνι του Κράμπαχ, τον τσιμπά και αυτός προσπαθεί να το ξεφορτωθεί καταλήγοντας να ξύνεται μανιωδώς πάνω σε μια γυναίκα θεατή (!) και όταν μεθυσμένος λαρυγγίζει σαν τη Χάιντι στις πλαγιές των Άλπεων.

Ο Δημήτρης Τάρλοου, ο κύριος του σπιτιού Μαρζαβέλ, με καλά κωμικά αντανακλαστικά, είναι άνισος και συχνά κινείται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θα του επέτρεπε η αγκυλωμένη μέση του χαρακτήρα του. Η Άλκηστις Πουλοπούλου, η σύζυγος του Μαρζαβέλ, Ερμάνς, όπως πάντα σέξι, αλλά έχει να δουλέψει πάνω στην αμεσότητα και πειστικότητα των ερμηνευτικών της μέσων. Ο Χρήστος Λούλης, ο εραστής της Ερμάνς, Ερνέστος, -καλά, γιατί τον ντύσατε ροζ κουφέτο, από την κορυφή έως τα σκαρπίνια;- υποστηρίζει με απαράμιλλη επαγγελματική επίφαση τον ρόλο που του ανατέθηκε. Ακόμα και η bigger-than-life περσόνα του Άγγελου Παπαδημητρίου (Ζομπλέν) εδώ έχει θαμπώσει. Η Λένα Παπαληγούρα (Πετούνια, Λίσμπετ) επίσης ακολουθεί με αυταπάρνηση τις σκηνοθετικές οδηγίες που την οδηγούν σε μια παρωχημένη brutalité απόδοση των δύο ρόλων των υπηρετριών –μα, εκείνες τις κινήσεις καρατέκα, ειλικρινά, πώς τις εμπνεύστηκαν;!- ενώ η Μπέρτα της Ιωάννας Κολλιοπούλου κινείται στις παρυφές της δράσης και κάπως διασώζεται.

Ομολογουμένως, την παράσταση κλέβουν τα ντελικάτα και παιχνιδιάρικα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, μαζί με το λειτουργικό, vintage, με ποπ λεπτομέρειες, σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. Ταιριαστές και οι μουσικές του Δημοσθένη Γρίβα, όπως και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου που σμιλεύουν την τελική –και διαφορετικής αισθητικής σήμανσης- σκηνή της παράστασης.

Όμως, τι τα θέλετε... Πονεμένη ιστορία αυτοί οι «Τρειςευτυχισμένοι». Καθόλου κωμική. Δυστυχώς, πολύ βαρετή.
Info:
«Οι Τρειςευτυχισμένοι»
Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλατεία Βικτωρίας, τηλ. 210-8210991, 210-8210082
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετ & Παρ-Σαβ 21:00, Κυρ 20:00
Τιμές εισιτηρίων: €14, €15, €17, €20
Προπώληση εισιτηρίων: www.poreiatheatre.com, www.viva.gr, 11876, Public, SevenSpots, Reload, Media Markt
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v