Σε ποιον απευθύνονται οι 1.500 παραστάσεις της σεζόν;

Τελικά η ποσότητα είναι εχέγγυο της ποιότητας της θεατρικής παραγωγής στον τόπο μας; Και τι νέο κομίζουν όλες αυτές οι παραστάσεις;
Σε ποιον απευθύνονται οι 1.500 παραστάσεις της σεζόν;
της Ιωάννας Μπλάτσου

Όπως συχνά η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, έτσι και η θεατρική παραγωγή αντικατοπτρίζει το κοινωνικό σύνολο στο οποίο αναφέρεται και απευθύνεται. Και όπως η οικονομική κρίση διαμορφώνει και επηρεάζει την ελληνική κοινωνία, έτσι και το ελληνικό θέατρο διαμορφώνεται και επηρεάζεται από αυτήν. Ακόμα και με αριθμητικά στοιχεία αντιστρόφως ανάλογα προς αυτήν -όπως είναι οι 1.500 παραστάσεις τη χρονιά- στοιχεία τα οποία μαρτυρούν ένα κόντρα σε κάθε ορθολογισμό καθεστώς καλλιτεχνικής παραγωγής.

Η φούσκα των 1500 παραστάσεων τη σεζόν

Τα τελευταία τρία χρόνια, στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία όλων των πολιτιστικών συντακτών φτάνουν περί τα 1500 δελτία τύπου που αφορούν νέες θεατρικές παραγωγές. Και κάθε μα κάθε σεζόν, αναρωτιέμαι: α) σε ποιο ακριβώς «πολυπληθές» θεατρικό κοινό απευθύνονται όλες αυτές οι παραστάσεις; β) ποια ακριβώς είναι η καλλιτεχνική πρόταση της πλειονότητας αυτών των εγχειρημάτων; Αν σκεφτεί κανείς ότι στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη, που αποτελούν πολιτιστικές μητροπόλεις και έχουν πολυπληθή θεατρικό τουρισμό, οι εκεί παραγωγές δεν υπερβαίνουν τις 200-400, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τον ανορθολογισμό που συνθέτει την «ανάδελφη» ελληνική θεατρική πραγματικότητα, τη φούσκα μιας αστόχαστης και άστοχης υπερπαραγωγικότητας, που πια σκάει στα μούτρα του θεατρικού κόσμου, καθώς, ελλείψει οικονομικών πόρων και θεατών, βλέπουν άδειες τις πλατείες των θεάτρων τους και τις παραστάσεις τους να κατεβαίνουν πριν την ώρα τους.

Αριθμομετρώντας τη θεατρική παραγωγή

Να μιλήσουμε με αριθμούς; 1.500 παραστάσεις δια 8 μηνών, ήτοι 240 ημερών, που διαρκεί η χειμερινή σεζόν, ίσον 6,25 παραστάσεις την ημέρα, κάθε μέρα, πρέπει να βλέπει ένας θεατής για να τις δει όλες! Τώρα, ένας «επαγγελματίας θεατής», δηλαδή ένας κριτικός θεάτρου ή ένας πολιτιστικός συντάκτης, βλέπει κατά μέσο όρο 3-5 παραστάσεις την εβδομάδα, ήτοι 96-160 τη σεζόν, δηλαδή το 1/15 του συνόλου της θεατρικής παραγωγής. Ένας απλός θεατής, δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας της εποχής, μπορεί να βλέπει στην καλύτερη περίπτωση 1-10 παραστάσεις τον μήνα, ήτοι 8-80 τη σεζόν. Σε ποιους, λοιπόν, απευθύνονται οι 1500 παραστάσεις της σεζόν;

Αναζητώντας την ουσία

Πέρα από τα απλά, εφαρμοσμένα μαθηματικά που αποδεικνύουν εύκολα το απονενοημένον όλης αυτής της πολιτιστικής επένδυσης, το σημαντικότερο ζήτημα έγκειται στην απουσία ουσιαστικής καλλιτεχνικής πρότασης όσον αφορά τη συντριπτική πλειονότητα αυτών των καλλιτεχνικών εγχειρημάτων. Χωρίς μορφωτικό έρεισμα, χωρίς κατακτημένη αισθητική, χωρίς την απαραίτητη αντίληψη μαθητείας, αρκετοί καλλιτέχνες ακκίζονται και κορδώνονται πάνω σε μια σκηνή, περιμένοντας να βρουν πρόθυμους χειροκροτητές στην πλατεία και στα ΜΜΕ. Κάπως έτσι ο οιοσδήποτε αυτοαποκαλείται ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής, παραγωγός κ.ο.κ., κάθε επηρμένη κοκορομυαλιά βαφτίζεται με ευκολία «performance», κάθε αποθήκη/ πλυσταριό/ τουαλέτα/ σοφίτα αναβαπτίζεται σε «θεατρική σκηνή» και όλοι μαζί είμαστε περήφανοι για τη «μεγάλη μας θεατρική παραγωγή».

Όλοι είμαστε ηθοποιοί

Η ρίζα του κακού, βέβαια, μετρά κάτι δεκαετίες. Καθώς το lifestyle κέρδιζε έδαφος κατά τη δεκαετία του ’80, αντικαθιστώντας μαζικά το λαϊκό και το μεσοαστικό βίωμα περασμένων δεκαετιών, τα αγοράκια και τα κοριτσάκια άρχισαν μαζικά να θέλουν να γίνουν ηθοποιοί, τραγουδιστές, μοντέλα. Και σύμφωνα με το βασικό νόμο της αγοράς, όπου υπάρχει ζήτηση, δημιουργείται και η ανάλογη προσφορά. Κάπως έτσι άρχισαν να ξεφυτρώνουν από τη δεκαετία του ’90 και του ’00 διάφορες σχολές υποκριτικής με αμφίβολα εχέγγυα σπουδών.

Απελευθερώθηκε και το επάγγελμα του ηθοποιού και κάπως έτσι βλέπαμε κι εξακολουθούμε να βλέπουμε να διδάσκουν σε κάποιες σχολές νέοι ηθοποιοί που ακόμα οι ίδιοι δεν έχουν κατακτήσει την τέχνη τους, πολλώ δε μάλλον να είναι σε θέση να τη διδάξουν. Κάπως έτσι, επίσης, έχουμε φτάσει σήμερα να αποφοιτούν ετησίως περίπου 600 νέοι ηθοποιοί από διάφορες σχολές, οι οποίοι έχουν ανάγκη, στη συνέχεια, να εκφραστούν πάνω στο θεατρικό σανίδι. Κάπως έτσι, συσπειρώνονται σε ομάδες, συχνά βραχείας διάρκειας, για να μπορέσουν να βρουν διέξοδο στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις τους. Και κάπως έτσι, η κάθε ομάδα κάνει και από μία παράσταση όπου και όπως της επιτρέπουν το οικονομικό της απόθεμα και το μορφωτικό της εκτόπισμα.

Ποιος σκηνοθέτης;

Στον αντίποδα της υπερπροσφοράς της διδασκαλίας της υποκριτικής τέχνης, βρίσκεται η απουσία οιασδήποτε σχολής ή ακαδημίας σκηνοθεσίας. Η πάγια τακτική στην ημέτερη θεατρική πραγματικότητα είναι να γίνεται κάποιος ηθοποιός, γνωστός πρωταγωνιστής και στη συνέχεια να αυτοανακηρύσσεται σε σκηνοθέτη αναβαθμίζοντας την ατομική του ερμηνευτική εμπειρία σε εγχειρίδιο καθοδήγησης των συναδέλφων του σε ένα θίασο –με το αζημίωτο φυσικά, καθώς θα εισπράττει και το σκηνοθετικό ποσοστό μιας παραγωγής, πέραν του μισθού του ή του ποσοστού του ως ηθοποιός. Αγνοώντας, εσκεμμένα, ότι ο σκηνοθέτης δεν «στήνει» απλώς τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή, αλλά έχει μια ευρεία και σε βάθος θεώρηση του έργου που ανεβάζει, της εποχής του, του συγγραφέα του, της διαλεκτικής του έργου με το σήμερα κ.ο.κ. Κάπως έτσι έχουμε φτάσει σήμερα να μιλάμε όλοι για το πόσο καλούς ηθοποιούς έχουμε στην Ελλάδα σε αντίθεση με τους αντίστοιχα καλούς σκηνοθέτες που μετά βίας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κάπως έτσι, τέλος, έχουμε φτάσει να βλέπουμε αναλογικά –προς τις 1.500 παραστάσεις της σεζόν- ελάχιστες ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές σκηνοθετικές προτάσεις οι οποίες δεν καρτουνίζουν πάνω στο κουφάρι της παραστατικής τέχνης.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v