Το εξαιρετικό κείμενο της Γιασμίνα Ρεζά γίνεται αφορμή για μια μεγάλη, συλλογική επιτυχία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και των συνεργατών του.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Μπλάτσου
Ο τίτλος του έργου της Γιασμίνα Ρεζά, «Ο Θεός της Σφαγής» («God of Carnage»), θα μπορούσε να είναι πηχυαίος τίτλος εφημερίδας για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι, για τον πόλεμο που μαίνεται στη Συρία. Με τη λέξη «carnage» να σημαίνει «σφαγή, μακελειό» και τον θρησκευτικό-ιδεολογικό πόλεμο να έχει ξεσπάσει κυριολεκτικά μέσα στο –ευρωπαϊκό- σπίτι μας, το έργο της Γαλλίδας συγγραφέως είναι εκκωφαντικά επίκαιρο. Μικροί –ή μεγαλύτεροι- πόλεμοι σοβούν μέσα στην οικογενειακή σύμβαση του έργου της, με τους ρόλους του θύματος και του θύτη να εναλλάσσονται και παράπλευρες απώλειες επίσης να καταγράφονται, ακριβώς όπως συμβαίνει εκεί έξω, στην αιματοβαμμένη καταγραφή της πραγματικότητας. «Το πρώτο δίκαιο που ίσχυσε στην κοινωνία μας ήταν το δίκαιο του ισχυρού. Στον μόνο Θεό που πιστεύω είναι ο Θεός της Σφαγής. Αυτός κυβερνά απαρχής του κόσμου» γράφει η Ρεζά.
Η συγγραφέας εστιάζει στον πυρήνα της κοινωνίας, την οικογένεια. Οι αναγωγές από το οικογενειακό πλαίσιο στο κοινωνικό είναι προφανείς. Η οικογένεια νοσεί. Και κατά συνέπεια είναι δυσλειτουργική. Η κυτταρική της δομή παρουσιάζει δυσμορφίες και κακοήθειες. Τα ενήλικα μέλη της είναι μόνο κατ’ όνομα και ηλικία ενήλικα. Τα πρότυπα συμπεριφοράς (behavioral patterns) είναι κραταιά και κληροδοτούνται σχεδόν αμετάλλακτα από γενεά σε γενεά, τραβώντας χειρόφρενο στην ανάπτυξη και εξελικτική πορεία των μελών της. Οι συντροφικές-ερωτικές σχέσεις είναι μια πιο ραφινάτη εκδοχή ενός αγώνα μποξ με αμφίβολο νικητή αλλά πολλούς μώλωπες εκατέρωθεν, οι γονείς είναι πιο ανώριμοι από τα παιδιά τους, η γονεϊκότητα είναι συνώνυμη της τυρανικότητας και η παιδικότητα της καταδυνάστευσης.
«Τα παιδιά ρουφάνε τη ζωή μας. Μας κάνουν κομμάτια. Μας οδηγούν στην καταστροφή» παραδέχεται θυμωμένος, αλλά ανήμπορος, ο Μισέλ στη σύζυγό του Βερενίκη. Στο σπίτι τους έχουν καλέσει τους γονείς ενός συμμαθητή του γιου τους που έδειρε το παιδί τους, τον Αλαίν και την Ανέτ. Αρχικά, όλα φαίνονται ήρεμα, τακτοποιημένα. Η συζήτηση διεξάγεται με όλες τις επιφάσεις της δυτικής διαλλακτικότητας. Στην πορεία, όμως, οι διάλογοι εκτρέπονται, οι καλοί τρόποι έχουν εξεμεστεί –κυριολεκτικά- στο μίνιμαλ μεσοαστικό καθιστικό της οικογένειας και η πολιτική ορθότητα έχει διαλυθεί στα εξ’ ων συνετέθη.
Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, στη σκηνογραφική λογική της αντίστοιχης παράστασης στη Νέα Υόρκη, αντικατοπτρίζει την κατά Ρεζά αποσύνθεση του οικογενειακού και κοινωνικού ιστού. Σε πρώτο πλάνο, το καθιστικό της οικογένειας είναι απόλυτα τακτοποιημένο, οργανωμένο και οριοθετημένο. Πίσω από αυτό, τα δομικά υλικά (σίδερα, αρμοί, πλάκες) της κατασκευής της οικίας είναι σε κοινή θέα. Σαν το σπίτι να χτίζεται ή να κατεδαφίζεται τώρα που το αντικρίζουμε. Οι ρωγμές στους τοίχους του σκηνικού σκηνογραφούν τις ρωγμές των καταστάσεων μέσα στις οποίες ανθεί ο καυστικός λόγος της Γιασμίνα Ρεζά.
Η σκηνοθετική ανάγνωση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη αναδεικνύει το φλεγματικό χιούμορ της συγγραφέως, ενώ παράλληλα δεν τρομάζει με τα σκοτάδια που ελλοχεύουν πίσω από κωμικές καταστάσεις. Κυρίως, όμως, για άλλη μια φορά, ο Μαρκουλάκης έχει εδραιώσει αφετηριακά την επιτυχία της παράστασής του μέσα από την προσεκτική και προσεγμένη διανομή της. Έχοντας δίπλα του εξαίσιους συμπαίκτες, όπως τη Στεφανία Γουλιώτη (Ανέτ), τη Λουκία Μιχαλοπούλου (Βερενίκη) και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο (Μισέλ) –ο ίδιος ο Μαρκουλάκης κρατά τον ρόλο του Αλαίν- εξασφαλίζει, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσες ερμηνείες.
Οι σπιρτόζικοι, δολοφονικοί διάλογοι της Ρεζά απαιτούν μετρονόμο ατάκας. Και εδώ οι ατάκες πέφτουν σαν σαΐτες που συρίζουν. Οι εκρήξεις και οι αυταναφλέξεις δεν λείπουν, επίσης. Είπαμε, βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση. Κρατείστε από την παράσταση, ως αλεξίσφαιρο, τη ρήση, «καθένας μας (δια)σώζεται όπως μπορεί».