Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθετεί ένα δυνατό έργο του Καταλανού Σέρτζι Μπελμπέλ, με έναν all star θίασο να μοιράζεται τους ρόλους.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Μπλάτσου
Ένα «οικογενειακό μελόδραμα σε δύο χρόνους», γράφει ο υπότιτλος του έργου «Ξένοι» του Σέρτζι Μπελμπέλ. Μια οικογένεια, σε ένα διαμέρισμα κάπου στη Βαρκελώνη, τη δεκαετία του ’60 στην Ισπανία του Φράνκο και οι απόγονοι αυτής της οικογένειας στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο μέρος, σήμερα. Ο Καταλανός συγγραφέας, για άλλη μια φορά, εστιάζει στις οικογενειακές δυσλειτουργίες, για να μιλήσει παράλληλα και για τις συνακόλουθες κοινωνικές δυσαρμονίες. Τα μοτίβα του, στην κυριολεκτική και συμβολική απήχησή τους -«ξένος», «αρρώστια», «θάνατος», «οικογένεια», «βρωμιά», «διαφορετικότητα»- σε πρώτο επίπεδο αφορούν στην πυρηνική οικογενειακή δομή, ενώ παράλληλα στοιχειοθετούν και στοιχειώνουν και τον ευρωπαϊκό κοινωνικό ιστό. Γι’ αυτό άλλωστε οι χαρακτήρες του δεν φέρουν ονόματα, αλλά ιδιότητες (Μητέρα/ Κόρη, Πατέρας/ Γιος, Γιος/ Εγγονός κοκ) οι οποίοι μάλιστα παίζονται από τον ίδιο ηθοποιό.
Έτσι, όταν η Μητέρα λέει, «Όλο ψέματα είμαστε σε αυτό το σπίτι», τα λόγια της δεν απηχούν μόνο τη συστημική ψευδολογία πάνω στην οποία χτίζεται ολόκληρο το αυθαίρετο οικογενειακό οικοδόμημα, αλλά και το μύθευμα αλληλεγγύης και ενότητας που συνιστά το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το λέει, άλλωστε, ξεκάθαρα η αλλοδαπή Υπηρέτρια: «Όμορφη η Ευρώπη, όταν την βλέπεις απ’ έξω, σαν τουρίστας. Από μέσα, είναι αλλιώς. Εμετός».
Επίσης, η αρρώστια της μητέρας παραπέμπει ευθέως στο malaise της εποχής. Όπως παραδέχονται Θεία και Ανιψιά: «Η οικογένειά μας είναι ένα καρκίνωμα». Δεν είναι μόνο η σωματική αρρώστια –καρκίνος- που κατατρώγει τη Μητέρα αλλά και την Κόρη της. Καρκινικό είναι και το οικογενειακό κύτταρο και κατ’ επέκταση και το κοινωνικό, με πολλαπλές μεταστάσεις. Το corpus της ευρωπαϊκής οικογένειας και κοινωνίας σήπεται και ζέχνει. Λέει η Μητέρα: «Νιώθω τη σήψη μέσα μου. Νιώθω πολύ βρώμικη. Βρωμάω». Όμως, αυτό το άρρωστο κύτταρο είναι ακόμα κραταιό, όπως κραταιά είναι και τα family patterns που μαθαίνουν μέσω μίμησης τα παιδιά από τους γονείς και τα κληροδοτούν στη συνέχεια στα δικά τους παιδιά, με τις εγκλωβιστικές συμπεριφοριστικές δυσλειτουργίες να κάνουν φαύλους κύκλους από γενιά σε γενιά.
Το κείμενο του Μπελμπέλ είναι βούτυρο στο ψωμί του Νίκου Μαστοράκη, ο οποίος επέλεξε μια στυλιζαρισμένη σκηνοθετική γραμμή -με στοιχεία μπρεχτικής αποστασιοποίησης- κόντρα στον υπότιτλο του έργου «οικογενειακό μελόδραμα σε δύο χρόνους». Ακολουθώντας την μπρεχτική διδασκαλία, κατά την οποία «Το κοινό δεν καλείται να πέσει μέσα στο μύθο όπως μέσα σε ένα ποτάμι, για να παρασυρθεί άσκοπα πότε δω και πότε κει, πρέπει τα γεγονότα να συνδεθούν έτσι μεταξύ τους ώστε οι κόμποι να είναι φανεροί», ο Μαστοράκης φώτισε αφαιρετικά το δυστοπικό σύμπαν του Μπελμπέλ, εξοκείλοντας -αναίτια αλλά ευτυχώς στιγμιαία- προς το μελόδραμα στη σκηνή του θανάτου της Μητέρας. Επίσης, η αντιμετώπιση και η καθοδήγηση της Υπηρέτριας/ Γειτόνισσας (Μαρσέλα Λένα) ήταν σε πιο αλμοδοβαρικούς τόνους σε σχέση με το υπόλοιπο σκηνοθετικό στήσιμο. Ναι μεν η ηθοποιός στήριξε σθεναρά και επιτυχώς τις επιταγές του σκηνοθέτη της, αλλά η όλη αντιμετώπιση δημιουργεί μια αχρείαστη, καρικατουρίστικη αντίστιξη η οποία ναι μεν αβαντάρει ερμηνευτικά τη Μαρσέλα Λένα, πλην όμως εγκλωβίζεται σε μια υποτιμητική στερεοτυπική αντίληψη του μετανάστη εργαζόμενου.
Η υπόλοιπη διανομή ευτύχησε με τις ερμηνείες του Θέμη Πάνου (Πατέρας/ Γιος), της Λυδίας Κονιόρδου (Μητέρα/ Κόρη), της Δανάης Σκιάδη (Κόρη/ Εγγονή), του Στρατή Πανούριου (Άντρας) και του πιτσιρικά Εμίλ Γκριγκόροφ (Παιδί). Εντός δραματουργικού πλαισίου και οι Δημήτρης Πασσάς (Γιος/ Εγγονός), Παντελής Παπαδόπουλος (Παππούς), Κρις Ραντάνοφ (Γείτονας/ Νέος).