Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το εμβληματικό έργο του Χάρολντ Πίντερ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το είδαμε και μεταφέρουμε εντυπώσεις.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Μπλάτσου
Πώς ανεβάζεις έναν συγγραφέα ο οποίος αυτοαναιρείται δομικά και δραματουργικά από πρόταση σε πρόταση, από σκηνή σε σκηνή; Πώς προσεγγίζεις το έργο του, το οποίο ο ίδιος έχει γεμίσει με σκηνικές οδηγίες σιωπών και παύσεων, για να τις αναιρέσει αμέσως μετά σε μια ομιλία του: «αυτές οι καταραμένες σιωπές και παύσεις έχουν να κάνουν με το τι συμβαίνει στο έργο… και αν δεν βγάζουν κανένα νόημα, τότε πάντα λέω στους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς ‘κόψτε τις’! Καταρρακώνομαι όταν βλέπω παραστάσεις έργων όπου μια σιωπή συμβαίνει, επειδή εγώ γράφω ‘σιωπή’ ή μια παύση συμβαίνει, επειδή γράφω ‘παύση’. Όλο αυτό είναι εντελώς τεχνητό, ψεύτικο και ανούσιο».
Τα έργα του Χάρολντ Πίντερ μυρίζουν μπαρούτι. Κανονικά ναρκοπέδια για σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Καλά κρυμμένα ναρκοπέδια, με τον πυροκροτητή της λέξης-νάρκης να εκρήγνυται ακαριαία κάτω από το πρώτο αδέξιο πάτημα ή παραπάτημα του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού.
Η κατά Γιάννη Μόσχο «Προδοσία» είναι μια εξαιρετική περίπτωση μελέτης για σπουδαστές δραματικών και θεατρολογικών σχολών. Μια εξαιρετική περίπτωση μελέτης για το πώς ΔΕΝ πρέπει να ανεβαίνει ο Πίντερ στη σκηνή.
Τα προβλήματα αρχίζουν με το εναρκτήριο μουσικό εισαγωγικό κομμάτι, το οποίο κλείνει στο τέλος και την παράσταση: «Absolute beginners» από τον David Bowie. Αν ντε και καλά έπρεπε να γίνει ένα tribute στον πρόσφατα αποθανόντα μεγάλο καλλιτέχνη, τι δουλειά έχει αυτό το ποπ -και μη χαρακτηριστικό της πορείας του Bowie- τραγουδάκι του 1984, όταν το έργο γράφτηκε το 1978, χρονιά που ο μέγας Bowie έγραψε το εμβληματικό «Heroes»; Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ τους εστέτ αντρικούς χαρακτήρες της «Προδοσίας», Τζέρι και Ρόμπερτ, απόφοιτους Oxbridge (Οξφόρδης και Καίμπριτζ) να σιγομουρμουρίζουν το «Absolute beginners». Το «Heroes», όμως, ναι: «Though nothing/ Nothing will keep us together/ We can beat them for ever and ever/ Oh, we can be heroes/ Just for one day».
Αμέσως μετά, στη σκηνή του μπαρ, ξεκινούν τα πιο ουσιαστικά προβλήματα της παράστασης. Η Μαρία Σκουλά (Έμμα) και ο Νίκος Ψαρράς (Τζέρι), παρότι εξαιρετικά έμπειροι ηθοποιοί και οι δύο, εγκλωβίζονται στις πιντερικές παύσεις, αγωνιούν να τις παίξουν σωστά, πασχίζουν να αναμετρηθούν με τα δευτερόλεπτα που πρέπει να διαρκέσουν και η όλη προσπάθεια τους τινάζει εκτός του κλίματος και του ρυθμού της έργου.
Στο μεταξύ, ο θεατής αρχίζει να βιώνει στη σπονδυλική του στήλη (λόγω ορθοστασίας) τα αποτελέσματα της «περιηγητικής σκηνοθεσίας» του Γιάννη Μόσχου σε διάφορα σημεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (σκηνή, μπαρ, φουαγιέ, κλιμακοστάσια). Αυτή η σκηνοθετική απόφαση κατ’ εμέ δεν εξυπηρετεί παρά μόνον κάποιους εύκολους κανόνες εντυπωσιασμού (;), ενώ παράλληλα δημιουργεί συνθήκες τρικλοποδιάς στον σκηνοθέτη, όταν στέκει αμήχανος στην τοποθέτηση των ηθοποιών του, όπως για παράδειγμα, στη μακρόστενη αίθουσα του πρώτου ορόφου.
Εδώ, πια, ο Νίκος Ψαρράς, ακαθοδήγητος, παίζει με συναισθηματική εξωστρέφεια που αρμόζει σε κείμενο του Καμπανέλλη, ενώ η Μαρία Σκουλά μοιάζει να νιώθει εντελώς ανοίκεια με αυτό που συμβαίνει γύρω της. Ο Γιώργος Γλάστρας (Ρόμπερτ), ενώ διαθέτει τη δέουσα πιντερική ερμηνευτική αποστασιοποίηση και αμφίσημη τονικότητα, η κελαρυστή φωνή του προδίδει τον ρόλο του.
Για το τέλος, ας κρατήσουμε τις σημειώσεις του Sir Peter Hall για τις πιντερικές παύσεις και σιωπές: «Θα ήταν σκέτη αποτυχία, αν ένας σκηνοθέτης ή ηθοποιός αγνοούσε τις παύσεις. Η παύση στον Πίντερ είναι τόσο σημαντική όσο η ατάκα. Υπάρχει εκεί για κάποιο λόγο. Οι τρεις τελείες δείχνουν δισταγμό. Η παύση μια σχεδόν συνηθισμένη, αδιάφορη κρίση. Και η σιωπή μια μάλλον κανονική κρίση».