Στην πρώτη του σκηνοθετική αναμέτρηση με τον λόγο του Τσέχωφ ο Δημήτρης Τάρλοου παραδίδει μια παράσταση με ρυθμό και ικανό ερμηνευτικό δυναμικό.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Γκομούζα
Πόσο απέχει η Μόσχα της Όλγας, της Μαρίας και της Ειρήνης από την Αθήνα της κρίσης; Πόσο οι ματαιωμένες προσδοκίες καθορίζουν τους ήρωες του διάσημου έργου του Τσέχωφ στο γύρισμα του 20ού αιώνα και πόσο καθηλώνουν εμάς σήμερα οι ακυρωμένες ελπίδες; Από τη Μόσχα του fin de siecle στο σήμερα.
Γραμμένο στα 1900, τρίτος σταθμός στη μεγάλη τετραλογία του Ρώσου μεγάλου δημιουργού, μετά τον «Γλάρο» και τον «Θείο Βάνια» και πριν από τον «Βυσσινόκηπο», οι «Τρεις αδερφές» είναι το πιο πολυπαιγμένο έργο του. Κι ας έγινε δεκτό με μέτριο χειροκρότημα στην πρώτη του αυλαία στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
Στη δραματουργία του άλλωστε μπορεί κανείς να διακρίνει «τις δύο αντιφατικές ποιότητες» που ο Βρετανός ποιητής Ουίσταν Χιου Ώντεν είχε πει ότι εμφανίζουν όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, «εκείνες της “παντοτινότητας” και της “τωρινότητας”».
Μοναδικός ανατόμος της ανθρώπινης φύσης, ο Τσέχωφ μίλησε για «τη δυστυχία της καθημερινότητας», για σχέδια και προσδοκίες που διαψεύδονται, για τη δραματική αίσθηση του ανικανοποίητου. «Να γυρίσουμε στη Μόσχα» προσδοκούν διακαώς οι ηρωίδες του θέλοντας να ξεφύγουν από τη μονοτονία μιας οπισθοδρομικής επαρχιακής πόλης.
Όμως «στην ελπίδα κατοικεί ο ιός του ανεκπλήρωτου» σημειώνει ο κριτικός λογοτεχνίας Τζωρτζ Στάινερ. Η αναχώρηση για τη Μόσχα, τον ιδανικό τόπο ων παιδικών τους χρόνων, τίθεται σε μια αέναη κατάσταση αναμονής κι έτσι η λαχτάρα για τη ρώσικη μεγαλούπολη ανάγεται σε σύμβολο για τον πόθο του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή από αυτή που κάνει.
Η παράσταση του Θεάτρου Πορεία
Σκύβοντας στο κείμενο με όχημα τη μετάφραση από το πρωτότυπο της Έρις Κύργια και αγγλικές μεταφράσεις, ο Δημήτρης Τάρλοου επιδιώκει να μας εξ-οικιώσει με το έργο «μικραίνοντας» τις χιλιομετρικές αποστάσεις, εξελληνίζοντας ονόματα, τοπωνύμια, φαγητά, ποιήματα, καταστάσεις. Η Μάσα γίνεται Μαρία, η Ιρίνα Ειρήνη, ο Αντρέι Ανδρέας, ο Φιοντόρ Θόδωρος. Η ρώσικη πίτα πιρόγκ βαπτίζεται γαλατόπιτα και το κβας τσίπουρο, οι ήρωες μνημονεύουν διανοούμενους όπως ο Γιόργκι Χιμονάσοφ και ο Νικολάι Καρούζοφ – σαφείς οι ρωσισμοί-αναφορές στους Γιώργο Χειμωνά και Νίκο Καρούζο – και τραγουδούν μουρμουρίζοντας στίχους από τα «Πόσο λυπάμαι» και «Περνάει ο στρατός».
Σαφής η πρόθεση να αναδειχθεί η ιλαροτραγική ποιότητα της τσεχωφικής δραματουργίας. Στη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης του έργου στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας «όλοι είχαν την εντύπωση πώς επρόκειτο για δράμα». Ωστόσο ο ίδιος ο Τσέχωφ επέμενε να χαρακτηρίζει το έργο «κωμωδία» και τους ήρωές του «μπουφόνους».
Στην παράσταση του Πορεία οι κωμικές στιγμές δίνουν ηχηρό παρών, κάποιες στιγμές πάντως ίσως τονίζονται περισσότερο απ’ όσο θα χρειαζόταν. Ωστόσο στο δεύτερο μέρος οι ισορροπίες λειτουργούν πιο καλοζυγισμένα δίνοντας τις απαραίτητες ανάσες για τη δραματική κορύφωση.
Ο Δημήτρης Τάρλοου έφερε σε πρώτο πλάνο τη μοναδικότητα του κάθε χαρακτήρα. Άλλωστε ευτύχησε να διαθέτει μια θαυμάσια διανομή.
Εξαίσια η εύθραυστη Ειρήνη της Λένας Παπαληγούρα, ένα παιδί 20 Μαϊων που «στεγνώνει» πριν την ώρα του, εγκλωβισμένη σε μια δουλειά χωρίς ποίηση και μια υπόσχεση γάμου χωρίς έρωτα, όπως και η ευαίσθητη Όλγα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη που βλέπει από τη σχολική έδρα τα νιάτα να την προσπερνούν. Η θελκτική Μαρία της Ιωάννας Παππά, συγκινητική καθώς εξεγείρεται ενάντια σε μια αβάσταχτα πληκτική ζωή.
Το κοστούμι του αντισυνταγματάρχη Βερσίνιν, ενός παθιασμένου φιλόσοφου που έχει μάθει να συγκρατείται, ταιριάζει γάντι στον Γιάννη Νταλιάνη. Για την εσωτερική ερμηνεία του ξεχωρίζει ο Παντελής Δεντάκης στον τραγικό ρόλο του ερωτευμένου Τούζενμπαχ. Ο Λάερτης Μαλκότσης προσέγγισε με πειστικό βηματισμό τον μαρασμό του Ανδρέα. Πολύ καλός υπήρξε και ο κυνικός Σαλιόνι του Δημήτρη Μπίτου.
Η Ναταλία της Μαριάννας Δημητρίου, ως καρικατούρα χυδαίας μικροαστής, κερδίζει τα βλέμματα σε κάθε της εμφάνιση. Ο Κώστας Κορωναίος αποδίδει με όλη την πρέπουσα γελοιότητα τη φιγούρα του Κουλίγκιν, του δασκάλου συζύγου της Μαρίας, ενώ ο Γιώργος Μπινιάρης σηκώνει την παραίτηση του γηραιού γιατρού Τσεμπουτίκιν.
Τη δική τους ψηφίδα κατέθεσαν στο συνολικό αποτέλεσμα και οι υπόλοιποι συνεργάτες της παραγωγής. Η σκηνογραφία –αίθουσα αναμονής αεροδρομίου εποχής ή μήπως σιδηροδρομικού σταθμού;- της Ελένης Μανωλοπούλου δημιουργεί ένα άχρονο τοπίο δράσης υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τις ανάγκες μιας δραματουργίας τεσσάρων πράξεων. Υπέροχες ατμόσφαιρες προσέφεραν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, από την εναλλαγή των εποχών έως τη δραματική σκιαγράφηση των ηρώων.