Είδαμε: Μπρεχτ διά χειρός Χουβαρδά στο Παλλάς

Απολαύσαμε το επίκαιρο έργο του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Παλλάς και μεταφέρουμε εντυπώσεις.
Είδαμε: Μπρεχτ διά χειρός Χουβαρδά στο Παλλάς
της Ιωάννας Γκομούζα

Το διαχρονικά επίκαιρο έργο του Μπρεχτ επανακάμπτει στο κεντρικό αθηναϊκό θέατρο, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, με τον Χρήστο Λούλη να επιβάλλεται και να γοητεύει ως Μακχήθ.

Μια σειρά από ψυχρές, γυάλινες καμπίνες σε παράταξη με ατομικά κουβούκλια εργασίας εξοπλισμένα με υπολογιστές και ακουστικά, ένα βάθρο-κέντρο ελέγχου της προσοδοφόρας επιχείρησης κι ένα μεγάλο μάτι που ως υπέρτατο, αόρατο αφεντικό επιβλέπει και ελέγχει τους πάντες και τα πάντα.  

Σ’ αυτό το λιτό, αυστηρό σκηνικό που δημιουργεί μια αίσθηση οργουελικής φυλακής, ενός χώρου μαζικής εργασίας κινούνται οι ήρωες του Μπρεχτ στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Παλλάς. Επαγγελματίες ζητιάνοι και πόρνες, μικροεγκληματίες και αστυνομικοί, μικρά και μεγάλα αφεντικά συνυπάρχουν, συμμαχούν και συγκρούονται σ’ ένα έργο-σταθμός που παρά τις σχεδόν εννιά δεκαετίες του μιλά για σχέσεις εκμετάλλευσης διαχρονικά γνώριμες και παρούσες.

Διασκευάζοντας το 1928, παραμονές του μεγάλου Κραχ, τη δημοφιλέστατη «Όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι , μια λαϊκή όπερα του 18ου αιώνα που σατίριζε την «αγάπη» του λονδρέζικου κοινού της εποχής για την ιταλική όπερα αλλά και τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία και τη διαφθορά, ο Γερμανός μεγάλος δημιουργός διαμόρφωσε τη δική του δραματουργική και θεωρητική πρόταση, «ένα μουσικό έργο για ζητιάνους από ζητιάνους».

Απολαυστικά πολύπλοκη, η μπρεχτική «αντι-όπερα» υφαίνει τον ιστό της μέσα από τον διάλογο, την απαγγελία και τη μουσική και με όχημα μια σειρά από υπέροχα τραγούδια ρίχνει αιχμηρά τα βέλη της στην αλλοτριωτική δύναμη των μηχανισμών της εξουσίας.

Με την Όπερα της Πεντάρας, ο Μπρεχτ και ο συνεργάτης του συνθέτης Κουρτ Βάιλ, κατήγγειλαν τον καπιταλισμό και τους θεσμούς του για τη διαρκή και ανελέητη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την απόλυτη κυριαρχία του χρήματος πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. 

Δικά του γεννήματα και εργαλεία επιχειρήσεις, όπως η φάμπρικα ζητιανιάς που έστησε ο αστός Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ, οι μαφιόζοι τύπου Μακχήθ, οι δύστυχες πόρνες όπως η Τζένη που προδίδει γιατί είναι πάντα προδομένη, «όργανα του νόμου» σαν τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν που δεν ξεχνούν ποτέ τα «φιλαράκια τους από το στρατό» κι ας είναι βουτηγμένα στο βούρκο του περιθωρίου.  Θα το πει άλλωστε και ο Μάκυ πριν ανέβει στο ικρίωμα: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της;».

Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει δηλώσει πως δεν είναι «μεγάλος φαν του Μπρεχτ», με εξαίρεση τη συγκεκριμένη δημιουργική στιγμή του. «Είναι ένα πολύχρωμο κολάζ με απόλυτα ιδιόρρυθμους κανόνες» αναφέρει στο σκηνοθετικό σημείωμα αναγνωρίζοντας τη δυσκολία και τη μεγάλη πρόσκληση για ένα σύγχρονο ανέβασμα: «να αναδειχθούν η καθαρότητα, η εκρηκτικότητα και η ψυχαγωγική δύναμη που συνθέτουν τον πολυδαίδαλο κόσμο του υπέροχου αυτού έργου».

Στη συνάντησή του με την ιδιότυπη αλλά και οικεία κοινωνία της «Όπερας» έχτισε την πρότασή του πάνω στο έμψυχο δυναμικό του ενώ δεν έλειψαν οι γνώριμες σκηνοθετικές επιλογές. Με τη ζωντανή βιντεοσκόπηση και προβολή των δρώμενων επί σκηνής, κάτι που είδαμε πρόσφατα και στους «Καραμάζοφ» του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας στη Στέγη, επιχείρησε να αναδείξει με κοντινά πλάνα το γκροτέσκο των φιγούρων αλλά και μια κοινωνία όπου όλα κινούνται στο δίπολο του άσπρου-μαύρου.

Πολύτιμος σύμμαχος στάθηκε η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα σε μια γλώσσα που ρέει, καθημερινή και κοφτερή, ένας θίασος καλοκουρδισμένος στα πυκνά γκρουπαρίσματα καθώς και ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής του Χρήστος Λούλης. Με φωνή υπέροχη, έντονο ταμπεραμέντο και διαολεμένη σβελτάδα έκανε δικό του το χαρακτήρα του Μάκυ του μαχαιροβγάλτη.

Εύστοχη επιλογή ο εκφραστικός Άγγελος Παπαδημητρίου στο ρόλο του αφεντικού-«ενορχηστρωτή» των ζητιάνων Πήτσαμ, όπως και η Λυδία Φωτοπούλου και η Κίκα Γεωργίου που με σωστές δραματικές εντάσεις δίνουν φωνή στην Τζέννυ από τα καταγώγια και τη Λούσυ Μπράουν αντίστοιχα.

Αναμφισβήτητα δουλεμένη η ερμηνεία της καλλίφωνης Νάντιας Κοντογεώργη, ο ρόλος όμως της Πόλλυ Πήτσαμ θα σήκωνε μια πιο «βρώμικη» φωνή, μια ερμηνεία με περισσότερη χροιά καμπαρέ. Ο Νίκος Καραθάνος δεν ευτύχησε στο κοστούμι του αφηγητή, ενώ ενσάρκωσε τον αχρείο και γελοίο μαζί χαρακτήρα του Μπράουν, του αρχηγού της αστυνομίας του Λονδίνου.

Οι σχέσεις και οι αντιπαραθέσεις τους ξετυλίχθηκαν μέσα στην ενδιαφέρουσα σκηνογραφία που εμπνεύστηκε η Εύα Μανιδάκη και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη που παραπέμπουν πετυχημένα στην καμπαρέ ατμόσφαιρα του γερμανικού Μεσοπολέμου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v