Άμλετ: Σύγχρονος αλλά απογοητευτικός

Ο Γιάννης Χουβαρδάς επιχειρεί να φέρει τον Άμλετ στον 21ο αιώνα, και δεν δικαιώνεται από το αποτέλεσμα, παρά τις καλές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Άμλετ: Σύγχρονος αλλά απογοητευτικός
της Ιωάννας Μπλάτσου

Ποιος «Άμλετ»; Του Σαίξπηρ ή του Χουβαρδά; Κάθε φορά που ένα σπουδαίο κείμενο γίνεται παράσταση από έναν πολύ καλό σκηνοθέτη, αναπόφευκτα προκύπτει αυτό το ερώτημα. Ευτυχής η συγκυρία όταν ο σκηνοθέτης συνομιλήσει εποικοδομητικά με τον συγγραφέα μέσω της δικής του ανάγνωσης του κειμένου, δηλαδή της παράστασής του. Εν προκειμένω, φοβάμαι πως δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, αν και έμπειρος σκηνοθέτης, έπεσε στην παγίδα του ντε-και-καλά εκμοντερνισμού αυτού του κλασικού και άρα διαχρονικού κειμένου. Ο «Άμλετ», όμως, είναι ένα απόλυτα σύγχρονο κείμενο –κατά τους μελετητές, είναι προάγγελος της μπεκετικής γραφής. Δεν χρειάζεται μοντέρνα ψιμύθια για να αναδειχθεί η modernité του. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα κείμενο θωρακισμένο αποτελεσματικά, από την αριστοτεχνία της συγγραφής του, προς κάθε προσπάθεια βίαιης επιβολής μιας φόρμας που δεν του ταιριάζει, εύκολα εκθέτει τον απρόσεκτο αναγνώστη-σκηνοθέτη. Τα παραδείγματα πολλά στην παράσταση που φιλοξενεί η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

«Άμλετ»: Βρείτε τα λάθη

Αρχικά, ο Άμλετ εμφανίζεται με μαύρη πλερέζα. Το ευτράπελο και προσχηματικό του θεάματος προσκρούει εκκωφαντικά στην ποιητική ρήση της Γερτρούδης, που αφορά φυσικά την περίφημη αμλετική αμφιθυμία, αμφιβολία και αμφισημία, στην ψυχική σκοτοδίνη του νεαρού πρίγκιπα: «Αμλετ, βγάλε από πάνω σου τη μαύρη νύχτα».

Στη συνέχεια, η Οφηλία γλείφει, μέχρι να της στεγνώσει το σάλιο, ένα τζάμι του παλατιού-ξύλινης παράγκας. Εδώ, η καλλιτεχνική αυτοδιαπόμπευση διατελεί ανενόχλητη το έργο της. Μα, ειλικρινά, μπορεί να πιστεύει κανείς ότι θα μειώσει αυτόν τον κειμενικό ογκόλιθο σε μία σκηνική εκδοχή των «50 αποχρώσεων του γκρι» χωρίς να καταβαραθρωθεί καλλιτεχνικά; Αμ, εκείνος ο Πολώνιος έπρεπε να εκτεθεί περαιτέρω με εκείνη την ανεκδιήγητη α λα Abba περούκα και τις θωπείες πάνω στην τριχωτή του κοιλιά, λες και ο Σαίξπηρ δεν τον περιγελά αρκετά ως ηθικά ανερμάτιστο, δουλικό αυλικό;

Ο Γιάννης Χουβαρδάς αυθαιρετεί περαιτέρω σε βάρος της παράστασής του, όταν καταργεί όλα τα δραματουργικά απαραίτητα exits και asides του πρωτότυπου κειμένου, όταν στην αναφορά της νικηφόρας στρατιάς του Φόρτινμπρας εμφανίζει στη σκηνή ghostbusters να ψεκάζουν αλλήλους, όταν ο Άμλετ συνομιλεί με το φάντασμα του πατέρα του και δίπλα στο φάντασμα υπάρχουν δύο μπουκάλια ουίσκι, ένα άδειο και ένα γεμάτο (δηλαδή το φάντασμα του δολοφονημένου βασιλιά πνίγει τους μεταθανάτιους πόνους του στο ουίσκι; Εδώ ο Ντεριντά σηκώνει τα χέρια ψηλά), όταν ο Αμλετ, σε έναν κομβικό μονόλογό του, μιλά στον εαυτό του στο τηλέφωνο, όταν ο Λαέρτης εμφανίζεται ως cowboy πιστολέρο, όταν εκπυρσοκροτεί ένα όπλο-αναπτήρας που μάλιστα ανάβει και τσιγάρο, όταν παρωδείται η τελική σκηνή των θανάτων, όταν ο Άμλετ αν και ψυχορραγεί κλείνει τα κουρτινάκια του παλατιού-ξύλινης παράγκας, όταν η περίφημη ρήση «τα υπόλοιπα είναι σιωπή» μεταφράζεται σκηνοθετικά σε ένα τηλέφωνο που κουδουνίζει στη σκοτεινή σκηνή.

Τα συν της παράστασης

Το μπερδεμένο σύμπαν σκηνοθετικών επιλογών εκθέτει κυρίως η εξαιρετική μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ενώ οι σκοτεινές ροκ συνθέσεις του Δημοσθένη Γρίβα περιγράφουν την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα διαχρονικά ερέβη της ψυχής. Επίσης, οι ερμηνείες των ηθοποιών, πλην της Άλκηστης Πουλοπούλου (Οφηλία) και του Θάνου Τοκάκη (Λαέρτης), κρατούν το δραματουργικό τους κέντρο και δεν παρασύρονται από το ρευστό σκηνοθετικό στήσιμο.

Ο Χρήστος Λούλης, αν εξαιρέσει κανείς την αρχική άστοχη σκηνή με την πλερέζα, στέκεται γενναία απέναντι στον ρόλο-θηρίο του Άμλετ. Υπάρχουν δε, κάποιες συνταρακτικές στιγμές που ΕΙΝΑΙ ο Άμλετ, όταν το ψυχικό του δυναμικό και η τεχνική του συντονίζονται με τις αρχετυπικές, υπαρξιακές αγωνίες του ρόλου του. Η Αμαλία Μουτούση είναι μια σαγηνευτική Γερτρούδη, ο Γιώργος Γάλλος σκιαγραφεί την τρωτή πλευρά του Κλαύδιου, ο Νίκος Χατζόπουλος (Πολώνιος) έχει την εμπειρία και τη δυναμική να υποδυθεί όποιον ρόλο και αν του ζητηθεί, ο Χάρης Φραγκούλης (Ρόζενκραντς) και ο Ορφέας Αυγουστίδης (Γκίλντενστερν) ως σπασμωδικά τσιράκια μιας φαύλης εξουσίας αναδεικνύουν τη μοναδική επιτυχημένη μοντέρνα σύλληψη της παράστασης. Ομοίως πολύ καλοί, σε πολλαπλούς ρόλους, οι Γιώργος Γλάστρας, Νικόλας Παπαγιάννης και Γιώργος Τζαβάρας, όπως και ο Κώστας Βασαρδάνης ως Οράτιος.

Info:
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Λεωφόρος Συγγρού 107-109, τηλ. 210-9005800
Παραστάσεις: έως 8 Φεβρουαρίου
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v