της Δώρας Μαλανδρινού
Με την πολυαναμενόμενη ”Αντιγόνη” κατά Λευτέρη Βογιατζή, στο κατάμεστο από θεατές αρχαίο αργολικό θέατρο, έπεσε θριαμβευτικά η αυλαία στα φετινά Επιδαύρια, κλείνοντας και τον κύκλο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών.
Να σημειωθεί ότι η προσέλευση του κοινού ήταν τόση ώστε η παράσταση άργησε να αρχίσει κατά ένα τέταρτο, ενώ πολλοί θεατές, μη βρίσκοντας θέση στις κερκίδες του άνω διαζώματος που είχαν γεμίσει ασφυκτικά μέχρι τις τελευταίες σειρές, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.
Ο Λευτέρης Βογιατζής δικαίωσε την επιλογή του στο πλαίσιο ανανέωσης του θεσμού και η παράσταση που έστησε είχε αρκετά καινοτόμα στοιχεία, που όπως ήταν φυσικό προκάλεσαν και αμφισβήτηση. Ένα όμως είναι σίγουρο: Ότι πρόκειται για σκηνοθέτη με όραμα και άποψη, την οποία και υποστηρίζει.
Οργανωμένη με επίκεντρο το Χορό, αναπτύχθηκε στο εξαιρετικά λιτό -ουσιαστικά μη- σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκι (ήταν ο ίδιος ο αρχαιολογικός χώρος πλαισιωμένος από φυσικά αρχαία σπαράγματα - 2 υπερυψωμένοι μικροί λοφίσκοι από χώμα και κάποιες πλάκες εγκατεσπαρμένες ανάμεσα στα χρυσοκίτρινα στάχυα με τα οποία ήταν στρωμένη ολόκληρη η ορχήστρα) που θύμιζε αρχαίο αλώνι.
Διαδοχικά οι 22 ηθοποιοί, που θα παρέμεναν επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, άρχισαν να μπαίνουν με φώτα πλατείας και να κάνουν ένα είδος προθέρμανσης, με τρέξιμο σε εναλλακτικούς ρυθμούς, συγκρούσεις, στιγμιαίες ομαδοποιήσεις και πτώσεις, κινητικά μοτίβα διά χειρός Ερμή Μαλκότση (Sinequanon) που επαναλήφθηκαν στη συνέχεια.
Τα φώτα χαμήλωσαν και όλοι μαζί άρχισαν να εκφωνούν το κείμενο από τον διάλογο Αντιγόνης - Ισμήνης, μέχρι που η Αμαλία Μουτούση (Αντιγόνη) και η Εύη Σαουλίδου (Ισμήνη) ξεχώρισαν από το σύνολο και άρχισαν να διαλέγονται μεταξύ τους.
Αυτός είναι ουσιαστικά και ο πυρήνας γύρω από τον οποίο κτίστηκε ολόκληρη η παράσταση, που θύμιζε τη θεωρία για τη γέννηση της τραγωδίας ως είδος.
Οι ρόλοι-υποκριτές αποσπόνταν διαδοχικά από το Χορό αναγκασμένοι θαρρείς από τη φυγόκεντρο που αναπτυσσόταν από την κυκλική ή εναλλασσόμενη κίνηση, ξεχώριζαν και άρχιζαν να διαλέγονται μεταξύ τους με τη χρήση ενός διακριτικού -ο Κρέοντας (Λευτέρης Βογιατζής) φορώντας ένα ”διάδημα” που του δίνει ένα μέλος του Χορού, ο Τειρεσίας (Στεφανία Γουλιώτη) στεφάνι από στάχυα στα μαλλιά-, ενώ με την απέκδυση από αυτό εντάσσονταν και πάλι στο σύνολο.
Τα κοστούμια (απλά νεανικά φορέματα για τις γυναίκες, φαρδιά παντελόνια και πουκάμισα για τους άνδρες σε χρώματα παλ - μπεζ, λευκό, εκρού, γκρίζο) παρέπεμπαν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και ήταν απόλυτα εναρμονισμένα με το ατμοσφαιρικό σκηνικό. Εξαιρετικά τα διδαγμένα από τον Σπύρο Σακκά φωνητικά σχήματα, ανέδειξαν τον Χορό σε πρωταγωνιστή προσδίδοντας στην παράσταση χροιά βυζαντινής ιερουργίας.
Στις καινοτομίες πρέπει να καταγραφούν η ειδική εκφορά του λόγου (ενώ τα κομμάτια τα λένε όλοι μαζί, οι στίχοι είναι έτσι χωρισμένοι ώστε δίνεται η εντύπωση ότι ο ένας αρπάζει την τελευταία λέξη από το στόμα του άλλου, την επαναλαμβάνει και συνεχίζει), καθώς και το ότι τους ρόλους του Τειρεσία και της Ευρυδίκης υποδύθηκαν αντίστοιχα η Στεφανία Γουλιώτη και ο Νίκος Παπαγιάννης.
Η παράσταση είχε πολύ δυνατές και συγκινητικές σκηνές, οι οποίες όμως ανέδειξαν και τις αδυναμίες των ηθοποιών, όπως το μη εξασκημένο και δυνατό φωνητικό όργανο που απαιτεί το θέατρο-ηχείο της Επιδαύρου.
Τα λόγια της Εύης Σαουλίδου σε στιγμές σύγκρουσης και έντασης με την Αντιγόνη ή τον Κρέοντα δεν ακούγονταν, ενώ ο Λευτέρης Βογιατζής κάποιες φορές είχες την εντύπωση ότι έκανε πρόβα στην κίνηση και τα λόγια του Κρέοντα εκφέροντάς τα με διαφορετικούς τρόπους και επιτονισμό.
Τη σπαρακτική σκηνή δε όπου θρηνεί τον Αίμονα (η πιο δυνατή της παράστασης) την έπαιξε σε τεντωμένο σκοινί, αφού οι κραυγές του βρέθηκαν στο όριο να προκαλέσουν γέλιο, στο τέλος όμως την κέρδισε και προκάλεσε βαθιά συγκίνηση και το ”έλεος” στην ψυχή των θεατών.
Πολύ καλοί ήταν η Αμαλία Μουτούση στον ρόλο της Αντιγόνης, ο Δημήτρης Ήμελλος, που υποδύθηκε με επιτυχία τον αφελή φύλακα βγάζοντας γέλιο, αλλά και ο Νίκος Κουρής στον ρόλο του Αίμονα, ο οποίος ωστόσο προκάλεσε όταν ήρθε να πείσει Κρέοντα να άρει την καταδικαστική του απόφαση έχοντας το σακάκι ριγμένο στον ώμο.
Ξεχώρισαν ακόμη η εξαιρετική Αλεξία Καλτσίκη στο ρόλο του αγγελιαφόρου, καθώς και η Ρηνιώ Κυριαζή στο ρόλο του εξάγγελου.
Ο ”απόλυτος άρχοντας” όμως ήταν ο καλογυμνασμένος Χορός, από τον οποίο εκπορεύονταν και στον οποίο κατέληγαν τα πάντα, και αυτό καταγράφεται στα συν της σκηνοθετικής οπτικής του Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος έστησε μια παράσταση με ανατροπές που πραγματικά ”τάραξε τα νερά”, προσηλωμένος όμως στην ουσία και την αξιοποίηση του ίδιου του κειμένου.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει όμως ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκηνοθετείς και να επωμίζεσαι ταυτόχρονα έναν δύσκολο και πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο πρέπει να υποδυθείς σε ένα θέατρο ειδικών απαιτήσεων, όπως η Επίδαυρος.