Αλίκη Στενού, πώς είναι να σκηνοθετείς Δημήτρη Δημητριάδη;
Η σκηνοθέτης του Πεθαίνω σαν Χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη μιλά στο in2life για την απολαυστική παράσταση που έχει στήσει με την ομάδα ΚΝΟΤ στο Bios.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Συνέντευξη στην Ηρώ Κουνάδη
Το Πεθαίνω σαν Χώρα που σκηνοθετεί η Αλίκη Στενού με την ομάδα ΚΝΟΤ ήταν μια από τις μεγάλες εκπλήξεις της χρονιάς: Στο νήμα της σαιζόν, στη σκηνή του Bios, με ένα έργο που έχει ανέβει πολλές φορές στο ελληνικό θέατρο και έχει μάλιστα στο βιογραφικό του μια παράσταση-θρύλο, μια ομάδα πέντε ηθοποιών και ενός μουσικού επί σκηνής καταφέρνουν ένα μικρό θεατρικό θαύμα. Πρόκειται για μια παράσταση με έντονο το σωματικό στοιχείο, που πατά επάνω σε ένα απίστευτα δυνατό κείμενο για να το αναδείξει σε όλο του το μεγαλείο, και με την μουσική να ερμηνεύεται λάιβ από κρουστά και τυχαία καθημερινά αντικείμενα.
Μιλήσαμε με την σκηνοθέτη της παράστασης για το πώς είναι να αναμετράσαι με ένα τόσο εμβληματικό κείμενο και το θεατρικό του παρελθόν, και για το αν τελικά υπάρχει ένα ψήγμα αισιοδοξίας στη συνειδητοποίηση ότι… πεθαίνεις σαν χώρα.
Στην συζήτηση μετά την παράσταση ο Δημήτρης Δημητριάδης είπε πως, αν και το έργο γράφτηκε το 1978, είναι στην πραγματικότητα άχρονο, θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Τι ήταν αυτό που έκανε εσάς να το επιλέξετε την συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Όταν διάβασα τα τελευταία λόγια του κειμένου, γραμμένα ως επιστολή προς την χώρα, μου φάνηκε σαν να ακούω μια φωνή του σήμερα να καταγγέλλει τον τόπο που τον/την διώχνει, σαν τη φωνή της γενιάς μου, και άλλων προηγούμενων βέβαια γενεών, που ματαιώθηκαν και έφυγαν μακριά από τη χώρα τους αναζητώντας κάτι καλύτερο. Όταν επέλεξα το κείμενο αυτό είχα γυρίσει από το Λονδίνο, όπου σπούδαζα στην Royal Academy of Dramatic Art και αναμετριόμουν για μια ακόμη φορά με την ιδέα να ζήσω μακριά από την Ελλάδα. Στο παρελθόν το είχα δοκιμάσει άλλες δυο φορές, στο Βερολίνο και το Μόναχο, αλλά τελικά πάντα γύριζα πίσω.
Και αυτή η επιστροφή με έκανε να αναρωτηθώ τι σημαίνει η χώρα αυτή για εμένα, γιατί με διώχνει αλλά και γιατί τελικά πάντα επιστρέφω; Κουβαλάω σίγουρα μέσα μου τη μοίρα της όπως λέει και το έργο, με το οποίο αισθάνθηκα την ιδιαίτερη αυτή σύνδεση, με τις λέξεις βαλμένες στη σειρά με τρόπο αξιοθαύμαστο από τον Δημήτρη Δημητριάδη. Τότε βέβαια δεν ήξερα ακόμα ότι το έργο αυτό λίγους μήνες μετά θα έμοιαζε ακόμα πιο επίκαιρο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με τα γεγονότα να επιβεβαιώνουν τα λόγια του κειμένου και να υπογραμμίζουν την οικουμενικότητα και τη διαχρονικότητά του, μιας κ ο πόλεμος μοιάζει δυστυχώς με μια αρρώστια που φαίνεται να μη θεραπεύεται ακόμα και σήμερα.
Στην παράσταση είναι έντονο το σωματικό στοιχείο, που κατά τη γνώμη μου υπογραμμίζει την δύναμη του κειμένου. Τι σας ενέπνευσε ένα τέτοιο ανέβασμα; Το ίδιο το κείμενο μιλάει για το σώμα, βάζει στο επίκεντρο το σώμα που δεν γεννά πια, που δεν βγαίνει ζωή από μέσα του, παραλληλίζει τον πόλεμο με μια αθεράπευτη αρρώστια και την αγωνία του άμαχου πληθυσμού με ένα σώμα που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Πέρα από τις κειμενικές αυτές αναφορές όμως, η ίδια η δομή και η πυκνότητα του έργου είναι σαν να επιζητά την εμπλοκή του σώματος προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα πολυεπίπεδα νοήματά του.
Θα ήταν δύσκολο να συλλάβουμε τον λόγο του Δημήτρη Δημητριάδη μόνο μέσα από μια νοητική διεργασία. Η κατανόηση απαιτεί μια υπέρβαση από τον ηθοποιό, μια σωματική εμπειρία που θα του επιτρέψει να παρασυρθεί στα τραχιά μονοπάτια των λέξεων και να ανταποκριθεί με το ένστικτό του. Αυτή η δύναμη του ενστίκτου είναι που μπορεί να επιτρέψει τελικά και τη δημιουργία μιας συλλογικής εμπειρίας, τόσο για τον ηθοποιό όσο και για τον θεατή που γίνεται συμμέτοχος στο θέαμα μέσα από την παρατήρησή του.
Θα μας πείτε δυο λόγια και για την ιδιαίτερη, σχεδόν αλλόκοσμη, μουσική επί σκηνής; Η μουσική επί σκηνής από τον αγαπημένο μας Νίκο Τουλιάτο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του κόσμου που δημιουργείται. Ο Νίκος με το μοναδικό μουσικό 'ένστικτό' του θα λέγαμε και πάλι, καταφέρνει να ενισχύει τη σκηνική δράση και να δημιουργεί με τη μουσική του κάθε φορά μια ελαφρώς διαφορετική εμπειρία. Από την αρχή τα κρουστά μου είχαν φανεί ταιριαστά στο άγονο, άνυδρο τοπίο που περιγράφεται στο έργο αλλά και στην αγωνία και το θυμό που πάλλεται μέσα στις ψυχές των ανθρώπων.
Ο Νίκος αντιλήφθηκε τη σύνδεση αυτή και πρότεινε να παράγονται ήχοι από ό, τι βρει γύρω του, από ό, τι έμεινε μετά τον χαλασμό, κάτι βαρέλια, ένα κουπάκι, ένας κουβάς με λίγο νερό. Και ακούγοντας με ιδιαίτερη προσοχή ξέρει ακριβώς πότε να δράσει. Το ηχοτοπίο της παράστασης ήρθε να ενισχύσει μετά και ο αγαπημένος φίλος και συνεργάτης Τάκης Περδίκης, που με τον ηλεκτρονικό του ήχο ανέδειξε το αλλόκοσμο στοιχείο, με σκοτεινά αλλά και λυτρωτικά ταυτόχρονα ακούσματα που εντείνουν την ατμόσφαιρα της αφήγησης.
Ο συγγραφέας του έργου είπε μετά το τέλος της παράστασης ότι αυτό ήταν ένα από τα αγαπημένα του ανεβάσματα. Και η αλήθεια είναι ότι το Πεθαίνω σαν χώρα έχει ανέβει αρκετές φορές στο θέατρο. Είναι τρομακτική η ιδέα μιας ας το πούμε «αναμέτρησης» με παραστάσεις που έχουν κατακτήσει στάτους θρύλου, όπως εκείνη του Μιχαήλ Μαρμαρινού το 2007; Ή λειτουργεί και λίγο σαν πρόκληση; Η χαρά ήταν πολύ μεγάλη όταν άκουσα τα τόσο θερμά λόγια του κύριου Δημητριάδη, μιας και είχα αγωνία σχετικά με την ανταπόκρισή του, ξέροντας επιπλέον ότι το έργο έχει ανέβει αρκετές φορές. Εντωμεταξύ είχε τύχει να μιλήσουμε αρκετά με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό λίγες μέρες πριν για το 'Πεθαίνω σαν χώρα' που είχε ανεβάσει το 2007 και που μετά ταξίδεψε στο εξωτερικό με τόση επιτυχία. Μου μιλούσε για εκείνες τις παραστάσεις και με ταξίδευε με τα λόγια του, ενώ ταυτόχρονα, του το είπα κιόλας, αγχωνόμουν με την σπουδαία παρακαταθήκη που έχει αφήσει.
Εκτιμώ ιδιαίτερα πολύ και εκείνον προσωπικά και τη δουλειά του μιας και είχα τη μεγάλη χαρά να συνεργαστώ μαζί του το περασμένο καλοκαίρι στους Ιχνευτές στην Επίδαυρο, και έκτοτε ανακαλώ πολλά από αυτή την τόσο ωραία συνάντηση.
Η κάθε παράσταση θεωρώ εν δυνάμει ότι μπορεί να φωτίσει διαφορετικές πτυχές του πολυδιάστατου αυτού κειμένου, που δεν είναι μάλιστα γραμμένο ως θεατρικό έργο, και άρα οι μεταφορές του στο θέατρο είναι ανοιχτές στις διαφορετικές ερμηνείες.
Το τέλος του έργου θα μπορούσε να εκληφθεί με δύο τρόπους. Εσείς το βλέπετε αισιόδοξο ή απαισιόδοξο; Πιστεύω ότι στο τέλος, μέσα από ένα σκοτάδι οι άνθρωποι αυτοί αναζητούν το φως. Δεν ξέρω αν το βρίσκουν, πάντως και μόνο που μπαίνουν στη διαδικασία να εκφέρουν τα σκληρά αυτά λόγια προς τη χώρα, ήδη κάτι διεκδικούν να αλλάξουν. Όπως και στη ζωή, τσακώνεσαι και βρίζεις αυτόν που αγαπάς γιατί σε έχει μάλλον πληγώσει και προσπαθείς να το επικοινωνήσεις, αφήνοντας ενίοτε τις πιο ενδόμυχες σκέψεις να βρουν διέξοδο. Εκείνη τη στιγμή ο δέκτης μπορεί να ταραχθεί αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι καλείται να σκεφτεί πάνω στο ειπωμένο πρόβλημα που είναι και το πρώτο βήμα προς την εύρεση μιας λύσης ή μιας αλλαγής. «Και τώρα τι;» Ίσως αυτό είναι που μένει μετέωρο ως ερώτημα στο τέλος του έργου και αν κάποιος φύγει προβληματισμένος πάνω σε αυτό, αναζητώντας μια απάντηση, θεωρώ ότι είναι αισιόδοξο.