της Δώρας Μαλανδρινού
”Κάθε έργο είναι απάντηση σε ένα είδος πρόκλησης, η οποία λειτουργεί σαν αφορμή για να τεθούν σε λειτουργία οι μυστηριώδεις μηχανισμοί που οδηγούν τελικά στην παραγωγή ενός κειμένου. Σε αυτή την περίπτωση η αφορμή ήταν μια φωτογραφία σε μια εφημερίδα (το 1992), που έδειχνε το πτώμα ενός νέγρου σε μια παραλία. Ήταν κάποιος που, προσπαθώντας να φτάσει στις ισπανικές ακτές, πνίγηκε στο στενό του Γιβραλτάρ...
Η ιστορία ήταν εκεί. Ούτε εγώ ούτε κανένας στην Ισπανία πιστεύω πως μπορούσε να φανταστεί τις διαστάσεις που θα έπαιρνε το φαινόμενο τώρα: οι νεκροί υπό τέτοιες συνθήκες είναι δεκάδες κάθε καλοκαίρι.
Πριν από λίγες μέρες πέθαναν κάποιοι Αφρικανοί, καθώς προσπαθούσαν να πηδήξουν πάνω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα που έχει υψωθεί γύρω από την πόλη της Μελίγιας, ισπανικό θύλακα στο μαροκινό έδαφος, το δικό μας ξεχωριστό τείχος του αίσχους... Αυτό που ήταν θλιβερή εξαίρεση έχει γίνει καθημερινή τραγωδία, που είναι η χειρότερη μορφή τραγωδίας, γιατί τη συνηθίζουμε...”.
Είναι μερικά λόγια του Ιγνάθιο δελ Μοράλ από το εισαγωγικό σημείωμα που προλογίζει το έργο του, το οποίο ανεβαίνει από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο ”Από Μηχανής” θέατρο.
Σε μια εποχή που το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης βρίσκεται σε έξαρση, ένα θεατρικό έργο, μια παράσταση, έρχονται όχι να το λύσουν ή να δώσουν απαντήσεις, αλλά να θέσουν ερωτήματα αναφορικά με την ποιότητα του πολιτισμού μας, την κινητική συμπεριφορά του homo economicus.
Το θέμα του έργου απλό: Μια τυπική οικογένεια κάνει πικ νικ σε μια ισπανική παραλία, όπου η θάλασσα έχει ξεβράσει δύο Αφρικανούς, έναν ημιλιπόθυμο και έναν νεκρό. Το νέο φέρνει στους γονείς το μικρό κορίτσι της οικογένειας, που τους ανακάλυψε ψάχνοντας για κοχύλια.
Αυτό ήταν. Από εκείνη τη στιγμή η ”τακτοποιημένη” ζωή των κλασικών αστών εκδρομέων θα γίνει άνω κάτω και η επαφή τους με τον... πρωτόγονο θα φέρει στην επιφάνεια την άγνοια, την καχυποψία, τον φόβο, τα κοινωνικά κλισέ, αλλά κυρίως την ανασφάλεια και την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους.
Μέσω των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων ο Ιγνάθιο δελ Μοράλ δίνει... ήπια γροθιά στο στομάχι και από την κωμικότητα των σκηνών επιχειρεί να κάνει τον θεατή να εξετάσει τις δικές του προκαταλήψεις, αποδεικνύοντας ότι ”η εικόνα του λύκου δεν μας φοβίζει όπως ο λύκος, αλλά όπως η εικόνα του λύκου που έχουμε μέσα μας”.
Η Ισπανία, όπως και η Ελλάδα, από χώρα εξαγωγής μεταναστών έχει μετατραπεί σε χώρα υποδοχής, και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που θέτει ο Δελ Μοράλ με το έργο του, εστιάζοντας στην απουσία πολιτικής για να αντιμετωπιστεί.
Η παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθηνός είναι καλοκουρδισμένη (εξαιρετική -κινηματογραφική- η σκηνή του ονείρου της μητέρας) και υποστηρίχθηκε ανάλογα από τους συντελεστές της, με τον Στάθη Γράψα να ξεχωρίζει για την αμεσότητά του στον ρόλο του πατέρα, τον Αντίνοο Αλμπάνη να γεμίζει με δροσιά τη σκηνή, ενώ η Νάντια Παπαθεόδωρου υπηρέτησε πολύ πειστικά τον ρόλο της ως κοριτσάκι - ο αυτοματισμός στην κίνηση και η εκφορά του λόγου προκάλεσαν πολλές φορές το γέλιο του κοινού, δημιουργώντας χώρο για αποστασιοποίηση.
Θετική ήταν η παρουσία του Νιγηριανού, μη επαγγελματία ηθοποιού, Μιχάλη Αλαφογιάν στον ρόλο του Ομπάσι, που ξεχώρισε κυρίως για τη φυσικότητα του ρυθμού του.
Καλή και η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, που μετέφερε επιτυχημένα από τα ισπανικά τον έτσι κι αλλιώς ρέοντα θεατρικό λόγο του Ιγνάθιο δελ Μοράλ (έχει ξεκινήσει επαγγελματικά ως ηθοποιός και εργάζεται ως σεναριογράφος στην ισπανική τηλεόραση).
Να σημειωθεί ότι ”Το βλέμμα του μελαψού άνδρα” έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο από τον Ιμανόλ Ουρίμπε με τον τίτλο ”Bwana”, έχει κερδίσει το Χρυσό Όστρακο στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, ενώ το 1996 διεκδίκησε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στο Χόλιγουντ.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία - Κίνηση: Στάθης Λιβαθηνός
Σκηνικά - Κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου
Μουσική Θόδωρος Αμπαζής
Φωτισμοί: Φίλιππος Κουτσαφτής
Παίζουν: Νάντια Παπαθεοδώρου, Μαρία Σαββίδου, Αντίνοος Αλμπάνης, Στάθης Γράψας, Μιχάλης Αφολαγιάν, Τζέφερσον Λουίζ.