Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σκηνοθετεί το Τρίτο Στεφάνι
Το αριστούργημα του Κώστα Ταχτσή έρχεται από 16 Οκτωβρίου στο Θέατρο Παλλάς, με πρωταγωνίστριες την Μαρία Καβογιάννη και την Μαρία Κίτσου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
«Το Τρίτο Στεφάνι», το αριστούργημα του Κώστα Ταχτσή, θα ζωντανέψει τον Οκτώβριο στο θέατρο Παλλάς, με την υπογραφή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, και τις Μαρία Καβογιάννη και Μαρία Κίτσου στους εμβληματικούς ρόλους της Εκάβης και της Νίνας. Η μεγάλη παραγωγή των Θεατρικών Σκηνών θα παρουσιαστεί σε ολοκαίνουργια διασκευή που αναδεικνύει τις αφηγηματικές αρετές και την ποίηση του μυθιστορήματος, σεβόμενη την πρόθεση του συγγραφέα για μια ιστορία που, όπως και η ζωή, ανοίγει και κλείνει σαν κύκλος. Ένας εικοσαμελής θίασος σημαντικών ηθοποιών μπαίνει στη δίνη της νέας, πρωτότυπης μουσικής του Μίνου Μάτσα, φέρνοντας επί σκηνής τους ήχους και τις εικόνες μιας ολόκληρης εποχής.
Το μυθιστόρημα–σταθμός του Ταχτσή, από τα πλέον αγαπημένα του ελληνικού κοινού διαχρονικά, που στο παρελθόν έγινε σήριαλ από τον Γιάννη Δαλιανίδη και αποτέλεσε υλικό για πολύ επιτυχημένες παραστάσεις σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και Θανάση Παπαγεωργίου, είναι μια κατάθεση μνήμης όπου μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων περνάει ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Όχι με διάθεση διδακτική, αλλά μ᾽ ένα σπάνιο χιούμορ που αναδεικνύει καίρια όλα εκείνα για τα οποία αξίζει να παλεύει κανείς στη ζωή.
Αυτό που μαγνητίζει σήμερα στο «Τρίτο Στεφάνι», κι αυτό που την ίδια στιγμή του χαρίζει τη διαχρονική του γοητεία, είναι μια ανελέητη κατάφαση στη ζωή. Τα πρόσωπα αυτού του δράματος, οι «ατσάλινοι» άνθρωποι μιας άλλης εποχής, σχεδόν σαν Παπαδιαμαντικοί ήρωες, υποφέρουν, απελπίζονται, κλαίνε γοερά, ματώνουν, αλλά ποτέ δε χάνουν πραγματικά την πίστη τους στη ζωή, σ᾽ αυτό που φέρνει το αύριο. Γελάνε δυνατά και λαγαρά μπροστά σε κάθε δυσκολία, και μας δείχνουν το δρόμο. Γι’ αυτούς ακριβώς του λόγους, το «Στεφάνι», που τόσο ανθίσταται στην ηθογράφηση και τόσο αναδεικνύει τον ρεαλισμό, είναι μια υπόθεση ανθρώπων που δεν παύουν ποτέ να είναι νέοι. Τότε και σήμερα.
Ένα γνήσια ρωμαίικο ψηφιδωτό συναισθημάτων, το «Τρίτο Στεφάνι» εμπεριέχει όλη την πλούσια Ελληνικότητα που με τόσο πάθος αναζήτησαν και ανέδειξαν δημιουργοί όπως ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις, και μας θυμίζει με τον πιο καθαρό τρόπο πόσο οι μετόπες του Παρθενώνα, τα βυζαντινά τέμπλα, και τα σύγχρονα μνημεία όπως ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη ή το μέγαρο της Ακαδημίας στο κέντρο της Αθήνας, είναι όλα κομμάτια μιας συνεχούς ροής, μιας ψυχικής εποχής στο γαλανό ταξίδι των Ελλήνων προς την ίδια τη ζωή. Η Εκάβη και η Νίνα αγαπιούνται, ψυχραίνονται, μιλούν ακατάπαυστα, και σιωπούν μόνο μπροστά σ᾽ αυτό που τις υπερβαίνει, που όλους μας υπερβαίνει, και κουβαλούν πάντα το όμορφο και παράξενο φορτίο της πατρίδας που τις γέννησε, όπως το «μυθολόγησε» ο Ελύτης:
«Όμορφη και παράξενη πατρίδα / Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα / Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά / Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά / Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται / Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται [...]»
Ακολουθούν κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα από ένα σπουδαίο κείμενο του Μένη Κουμανταρέα, για τον Ταχτσή και το «Τρίτο Στεφάνι» του, γραμμένο το 2009:
«Αυτό που σοκάρισε και στάθηκε και το πρωτοποριακό στοιχείο [στο «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή] είναι ότι ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται σ’ ένα συνεχή μονόλογο δύο γυναικών που η γλώσσα τους και τα ήθη τους ανήκουν στη μικροαστική τάξη. Ποτέ πριν στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα μυθιστόρημα δεν χρησιμοποίησε σε αυτή την έκταση και τον βαθμό την προφορικότητα της αφήγησης και το καθημερινό ιδιόλεκτο αυτής της τάξης. Υπάρχουν, φυσικά, πάμπολλοι διάλογοι στη λογοτεχνία που αποτυπώνουν τον προφορικό λόγο των ηρώων. Όμως αυτοί οι διάλογοι αποτελούν απλά παρένθεση στην αφήγηση, […] και χρησιμεύουν στο να ζωντανέψουν τη διήγηση και να προσδώσουν αληθοφάνεια στους ήρωες. Το κυρίως κείμενο γράφεται κατά κανόνα σε λογοτεχνική γλώσσα. Οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό. […]
Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. «Που να μη λειώσουν τα κόκαλά σου!», «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου!», «Αχ, βρε κερατά θεέ», «Δεν έχεις πια καθόλου τσίπα επάνω σου;», «Σσσ κι οι τοίχοι έχουν αφτιά!», «Μύγα τσετσέ σ’ έχει τσιμπήσει, κακό χρόνο να ’χεις;», «Σκάσε κτήνος» και άλλα πολλά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα αλλά και το ταλέντο να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. […] Όταν κάποτε ρώτησα τον Ταχτσή γιατί δεν γράφει ένα νέο μυθιστόρημα, εφόσον όλοι ασχολούνται με το «Τρίτο Στεφάνι» και κινδύνευε να χαρακτηριστεί συγγραφέας του ενός βιβλίου, εκείνος με κοίταξε λυπημένα: «Τρέμω να ξαναπεράσω αυτά που πέρασα με το Τρίτο στεφάνι. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι μου κόστισε αυτό το βιβλίο. Το έχω πληρώσει με τη μισή μου ζωή». […]
[O Ταχτσής κ]άνει λογοτεχνία έχοντας απορρίψει τη φιλολογία. Μακριά από τη δικτατορία της καλλιέπειας στήνει έναν μυθιστορηματικό καμβά στηριγμένο σε κάποια στερεότυπα της μικροαστικής ζωής. Δεν είναι, βέβαια, η χαμοζωή ενός Βουτυρά ή ο λούμπεν κόσμος του Πέτρου Πικρού ή του Λουντέμη. Δεν είναι η αυλή της Καγκελόπορτας του Φραγκιά. Είναι ο κύριος κορμός της νεοελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώνεται μεταπολεμικά, αποκλείοντας τους μεγαλοαστούς και τους προλετάριους. Οι άνθρωποί του δεν είναι ούτε κομμουνιστές ούτε εθνικόφρονες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δημοκρατικοί. Είναι οι οικογενειάρχες που τρώνε τη μπόρα της Ιστορίας, οι γυναίκες που μαλλιοτραβιούνται και υποφέρουν χωρίς παράλληλα να χάνουν το θάρρος τους και την αξιοπρέπειά τους. […] Μέσα από έναν κλαυσίγελο αφηγείται πράγματα σοβαρά ακόμα και τραγικά με όπλο το πανταχού παρόν χιούμορ. […]
Έτσι μέσα από την κοινότοπη ιστορία δύο γυναικών, οι οποίες κινούν τα νήματα της μοίρας των αρσενικών, δίνει έναν πίνακα της μεταπολεμικής κοινωνίας με φλας μπακ στην εποχή των Βαλκανικών, της Μικρασίας και άμεσες αναφορές στην εποχή του Μεταξά, την Κατοχή, εστιάζοντας στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό τοπίο. Τα ιστορικά γεγονότα περνάνε μέσα από τη ζωή των ηρώων του κατορθώνοντας να απογειώσουν τη ζωή αυτή σε συλλογικό δράμα. […]
Εδώ έχουμε να κάνουμε με το έπος της ανερχόμενης τάξης, αυτής που αργότερα βαφτίστηκε με το επίθετο «μικροαστική». […] Όσοι εκ των υστέρων επιχείρησαν να μιμηθούν το ύφος του Ταχτσή έσπασαν τα μούτρα τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπόλιασε την κατοπινή πεζογραφία με το παράδειγμά του. Απελευθέρωσε τους νεότερους πεζογράφους από τα δεσμά της καλλιγραφίας και της φιλολογίας. […] O ευαίσθητος αναγνώστης, τα «παιδιά τα φανατικά για γράμματα», όσοι νέοι αναγνώστες προστεθούν, θα εκτιμήσουν τις περιπέτειες της Εκάβης και της Νίνας, αλλά και τη συλλογική περιπέτεια του ρωμαίικου, που προβάλλεται στο βάθος […]. Το Τρίτο στεφάνι θα τους αποκαλύψει από πού ξεκίνησαν οι Εκάβες και οι Νίνες. Θα τους δείξει ποια είναι η ζωή μας σήμερα και γιατί είναι αυτή και όχι άλλη. […]»
Έχοντας λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υγειονομική προστασία των θεατών και του προσωπικού, οι Θεατρικές Σκηνές είναι έτοιμες να υποδεχθούν ξανά το φιλοθεάμον κοινό στα Θέατρα του Ομίλου. Πρωταρχικό μέλημα της Διεύθυνσης ήταν και παραμένει, η ασφάλεια όλων και η προστασία της δημόσιας υγείας.