Γιατί να δεις την Αρχή του Αρχιμήδη στο Skrow

Μια παράσταση με ρυθμό και ουσία που θα σας κάνει να σκεφτείτε διαφορετικά πάνω στις σχέσεις, την εμπιστοσύνη και τον "φόβο".
Γιατί να δεις την Αρχή του Αρχιμήδη στο Skrow

Ξεκίνησα να πάω στην Αρχή του Αρχιμήδη που ανεβαίνει στο θέατρο Skrow, έχοντας διαβάσει τις διθυραμβικές γνώμες του κοινού. Προσωπικά την επέλεξα λόγω του Βασίλη Μαυρογεωργίου που είχε σκηνοθετήσει και τον εξαιρετικό Κατάδικο, αλλά και έχοντας δυο άλλες πολύ ευχάριστες εμπειρίες με Ισπανούς συγγραφείς από την περσινή θεατρική σεζόν: Αφενός το Χελιδόνι (του Guillem Clua) και αφετέρου το Μισά Μισά (του Πεπ Άντον Γκόμεθ)- αμφότερα ανέβηκαν στο Μικρό Γκλόρια.    

Η σκηνή του Skrow έχει διαμορφωθεί στο κέντρο του χώρου με τα καθίσματα για τους θεατές να είναι τοποθετημένα και στις δύο πλευρές της αλλά και κοντά σε αυτήν, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο για οτιδήποτε «κρυφό». Το σκηνικό της «Αρχής» είναι κάποια αποδυτήρια κολυμβητηρίου, όπου προπονούνται παιδιά. Μέσα σε αυτά τα αποδυτήρια και σε πραγματικό χρόνο μιάμισης περίπου ώρας θα ξετυλιχθεί… ανάποδα η ιστορία του Josep Maria Miró, σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ.

Ο άνετος και ωραίος προπονητής κολύμβησης θα βρεθεί σε δεινή θέση όταν κάποιο παιδί θα πει στους γονείς του ότι αγκάλιασε και φίλησε έναν μικρό μαθητή του. Οι γονείς των παιδιών θα σοκαριστούν από την πιθανότητα να πρόκειται για περίπτωση παιδοφιλίας και θα ζητήσουν εξηγήσεις από την διευθύντρια του κολυμβητηρίου. Αυτή αδυνατεί να χειριστεί το θέμα ψύχραιμα. Σπασμωδικά περνά την δική της ανησυχία τόσο στον Τζόρντι, τον φερόμενο ως δράστη, όσο και στον συνάδελφό του Έκτωρ, έναν βαρετό, αφελή και προβλέψιμο εκπαιδευτή που μοιάζει να φωτίζει αρνητικά τον «καπάτσο» συνάδελφό του. Είναι όμως αυτά αρκετά για να θεωρήσουμε τον Τζόρντυ ένοχο; Είναι τα σεξιστικά του αστεία, αστεία ενός αυτάρεσκου νεαρού, ικανά αποδεικτικά στοιχεία για να μετατραπεί μέσα σε ενενήντα λεπτά από «καλός επαγγελματίας» σε δακτυλοδεικτούμενο περιθωριακό; Στην λιτά δυστοπική ατμόσφαιρα αυτού του δράματος δωματίου, φαίνεται πως ναι.

Οι τροχιές των χαρακτήρων είναι διαφορετικές. Ο Τζόρντυ ξεκινά αλλαζονικός και συντρίβεται από τις περιστάσεις. Ο Έκτωρ καλείται να σκεφτεί τι άνθρωπος είναι και θα προσπαθήσει να το αποφύγει. Η διευθύντρια Άννα, καταδύεται μέσα της αναζητώντας την τύχη των υλικών του παρελθόντος της. Η ελευθεριακή νιότη της, αλλά και η ματαιωμένη μητρότητα την βαθαίνουν ως χαρακτήρα και δίνουν βάρος στην ανησυχία της. Εν μέρει εξηγούν την άτσαλη προσπάθειά της να μάθει την «αλήθεια». Ποτέ όμως δεν την δικαιολογούν πλήρως. Όπως συμβαίνει και με τον πατέρα του μικρού Αρνάου, ενός από τους μαθητές της κολυμβητικής τάξης όπου συνέβη (;) το περιστατικό. Στη συνάντηση του πατέρα με την διευθύντρια, αυτός θα κάνει παράπονα. Θα ζητήσει να μάθει αν ο δάσκαλος Τζόρτνυ είναι γκέη, στο κάτω κάτω είναι δάσκαλος του παιδιού του, «δεν δικαιούται να ξέρει;». Εν ολίγοις θα φέρει στη σκηνή τον μέσο «νοικοκύρη». Συντηρητικό θα τον πει εύκολα κάποιος- ίσως εμείς.

Όμως, για στάσου: Εμείς που τον λέμε έτσι, έχουμε παιδιά; Μήπως δεν έχουμε για αυτό τα βλέπουμε όλα εύκολα; Είναι η λογική του «αν σας αρέσουν οι μετανάστες πάρτε καμιά δεκαριά στο σπίτι σας και τα ξαναλέμε». Όμως ο ρατσιστής πατέρας είναι πραγματικός. Εκπροσωπεί την κοινωνική πραγματικότητα η οποία θα δείξει το σκληρό της πρόσωπο στο προσωπικό του κολυμβητηρίου. Έχει δικαιολογία για αυτό: μιλάμε για παιδιά, δηλαδή για την αθωότητα που πρέπει να προστατευτεί ακόμη και με «αίμα».

Όσο και αν το θέλει ο θεατής, ξέρει ότι και αυτός στη θέση της διευθύντριας δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τις ερωτήσεις που κάνει ο αντιπαθητικός γονιός. Έτσι, καταλήγει να θέλει και ο ίδιος τις απαντήσεις που ζητά εκείνη. Για λίγο, μέσα στη συνθήκη των θαυμάσιων ερμηνειών και του εξαιρετικού σκηνοθετικού ρυθμού, ο θεατής γίνεται αδηφάγο πλήθος, θέλει απαντήσεις που μόνο ένας ένοχος δεν θα μπορούσε να δώσει.    

Αυτή είναι μια από τις μεγάλες επιτυχίες της παράστασης του Βασίλη Μαυρογεωργίου- χαρακτηριστικό του καλού θεάτρου: Οι μεταπτώσεις των χαρακτήρων βιώνονται και ο θεατής μετέχει στο «έλεος και στον φόβο». Και μολονότι αυτό δεν είναι κάτι που αποδεικνύεται, συνήθως μπορείς να το νιώσεις στην αίθουσα.  


«Φοβάμαι!» λέει στο τέλος του δράματος συντετριμμένος ο πρωταγωνιστής, αυτός που έτυχε να στέκεται στο βάθρο των γεγονότων- θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. «Όλοι φοβόμαστε» του απαντά η διευθύντρια του κολυμβητηρίου. Είναι η τελευταία φράση του έργου και ταυτόχρονα το «κλειδί» για να το ξαναδιαβάσει κατά μόνας ο θεατής φεύγοντας.  Πρόκειται για τον φόβο που κυριαρχεί εύκολα σε καθέναν από εμάς. Σε όλους όσους ζουν στον πολυκερματισμένο κόσμο της σοσιαλμιντιακής αυτοαναφορικότητας· σε όσους φτιάχνουν μικρά στεγανά που καταρρέουν στην πρώτη φήμη, στην πρώτη αμφιβολία για τον διπλανό, γιατί είναι εύθραυστοι ως δεσμοί. Είναι ο φόβος που μας στρέφει κατά των προσφύγων, κατά των μειονοτήτων, κατά του διαφορετικού· κατά όποιου δεν ξέρουμε. «φυλάει τα έρμα», αλλά τα έρμα είμαστε εμείς. Μόνοι και περιχαρακωμένοι σε εικονικές ασφάλειες. Αρχίζουμε να το σκεφτόμαστε όταν πέφτουν πέτρες στα τζάμια. Και δεν είναι τα δικά σου ή τα δικά μου τζάμια, είναι πλέον κοινά.

Καταλήγοντας, πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση που εγείρει με άμεσο τρόπο ερωτήματα για τους κοινωνικούς δεσμούς την εποχή της ατομικότητας. Οι ερμηνείες του Μιχάλη Συριόπουλου (ως Τζόρντυ) και της Μαρίας Φιλίνη (Διευθύντρια) είναι καθηλωτικές όπως και εκείνες του Σεραφείμ Ράδη (πατέρας) και του Άγγελου Μπούρα (Έκτωρας), ενώ το εναλλασσόμενο σκηνικό μας καλεί υπαινικτικά να σκεφτούμε πάνω στην διαφορετική οπτική των πραγμάτων.

Στον πολύ ενδιαφέροντα θεατρικό χειμώνα που ξεκινάει, η Αρχή του Αρχιμήδη αξίζει ένα σας βράδυ. Θα σας το ανταποδώσει. 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v