Τι είναι σήμερα ο φεμινισμός και πώς τον καταλαβαίνουμε στην εποχή του #metoo; Τι συζητήσεις μπορεί να προκαλέσει για τους τρόπους με τους οποίους εμφανίστηκε; Μπορεί μια τέτοια διεκδίκηση να είναι «απολιτίκ» και να αναπτύσσεται με όρους social media;
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει στο Πόρτα το εμβληματικό έργο της Caryl Churchill, Top Girls, και κάνει (εξαιρετικό) θέατρο με τα ερωτήματα αυτά, αλλά και με άλλα που αντλούν από την καθημερινότητα ενός αδικημένου τμήματος του πληθυσμού.
Το κείμενο της Churchill κυριαρχεί στην παράσταση και αυτό είναι ένα από τα κατορθώματα του σκηνοθέτη της: Μια τόσο άρτια απόδοση δεν μπορεί παρά να «ανεβάσει στη σκηνή» το ίδιο το κείμενο. Και μέσα από το κείμενο φωτίζεται η ίδια η επιλογή του από τον δημιουργό, ο οποίος επέλεξε αυτό το έργο.
Στην περίπτωση του Top Girls που ανεβαίνει στο θέατρο Πόρτα, ο Θωμάς Μοσχόπουλος στήνει μια παράσταση- αναστοχασμό για τη θέση της γυναίκας στην πορεία του χρόνου, για τα όσα συ-ζήτησε το φεμινιστικό κίνημα στο πρόσφατο παρελθόν και, ταυτόχρονα, ένα σχόλιο στα όσα διεκδικεί σήμερα που έρχονται στην δημόσια σφαίρα με υπερβολική φόρα για να τα αξιολογήσουμε όπως τους αξίζει.
Το Top Girls του Θωμά Μοσχόπουλου έχει κάτι που είναι κομβικής σημασίας για όλες τις τέχνες: Έχει ρυθμό. Έναν ρυθμό που δεν χάνεται ποτέ από την αρχή έως το τέλος, ακόμη και όταν οι συνθήκες του κειμένου διαφοροποιούνται. Η πιο απαιτητική πράξη από πλευράς σκηνοθεσίας είναι η πρώτη, εκεί όπου η συγγραφέας τοποθετεί γυναίκες από την μυθ-ιστορία να τρώνε μαζί σε ένα κομψό εστιατόριο, καλεσμένες της Μαρλήν, του προσώπου γύρω από το οποίο στήνεται η υπόθεση του έργου.
Η Μαρλήν ανήκει σε μια από τις πρώτες γενιές γυναικών-στελεχών επιχειρήσεων. Είναι αυτό που θα λέγαμε γυναίκα καριέρας- κάτι πολύ σπάνιο στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 που γράφεται το έργο. Και όμως, τα όσα έχει να πει η Churchill, βγαλμένα από την εμπειρία του δεύτερου κύματος του φεμινισμού, ταιριάζουν απολύτως στο σήμερα.
Έτσι, η πρώτη πράξη λειτουργεί σαν μια υπενθύμιση του δρόμου που οι γυναίκες έχουν διανύσει μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η πάπισσα Ιωάννα, μια εξερευνήτρια της Βικτωριανής εποχής, μια γκέισσα και μια πολεμίστρια γιορτάζουν την προαγωγή της Μαρλήν και εκπέμπουν από την σκηνή το στίγμα της γυναικείας θέσης στην χωροχρονική περίσταση που το βίωσαν. Δεν έχει τίποτα ηρωικό αυτή η συζήτηση. Δεν εξυψώνει τις συνδαιτυμόνες της Μαρλήν ή την ίδια, ούτε ο θεατής «διδάσκεται» κάτι από τις ιστορίες τους. Η ίδια η Μαρλήν δείχνει το οικείο ενδιαφέρον που θα έδειχνε μια γυναίκα για τα νέα των φιλενάδων της και ο θεατής αποκομίζει την αίσθηση ότι πρόκειται για μια συζήτηση που θα μπορούσε να έχει ακούσει αν τύχαινε να κάθεται στο διπλανό τραπέζι.
Η δεύτερη πράξη μας μεταφέρει στο γραφείο της εταιρίας που εργάζεται η Μαρλήν, την πρώτη ημέρα μετά την προαγωγή της. Είναι ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στελεχωμένο επίσης από- περισσότερο ή λιγότερο- γυναίκες καριέρας. Ο κυνισμός και η αποτελεσματικότητα με την οποία κάνουν τη δουλειά τους, αλλά και συζητούν για την ερωτική τους ζωή, δεν αφήνει περιθώριο για να θεωρήσει κανείς ότι υπολείπονται οποιουδήποτε άνδρα σε ικανότητα, θάρρος και αυτοπεποίθηση.
Η τρίτη πράξη συγκλονίζει. Περιέχει ένα δράμα, αλλά δεν ποντάρει σε αυτό για να συγκινήσει με ευκολία. Συγκινεί με την αμεσότητα και τον ρεαλισμό της, με την απλή πνοή των καθημερινών σχέσεων. Όλα έχουν ένα τίμημα, είτε συναισθηματικό, είτε υλικό και καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να μην πληρώσει κανένα από τα δύο. Όσα μεγαλόπνοα και αν σκεφτούμε, σε όσο μεγάλη κλίμακα και αν δούμε το γυναικείο ζήτημα, τελικά η καθημερινότητα με τις ανάγκες και τα διαζευκτικά της θα αποτελεί το υπέρτατο εμπόδιο για την ισότητα. Και το χειρότερο: Η κάθε μία θα έχει την αίσθηση ότι επιλέγει «ελεύθερα», πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα δεν θα δει τη φυλακή στην οποία έζησε, πριν να είναι πολύ αργά.
Εξαιρετικές και οι επτά ηθοποιοί της παράστασης (Μαρία Καβογιάννη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βίκυ Βολιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ειρήνη Μακρή και Άλκηστις Πολυχρόνη), ωστόσο οι Καλτσίκη, Καβογιάννη και Αϊδίνη δίνουν το "κάτι παραπάνω" και απογειώνουν την βραδυφλεγή δουλειά του Θωμά Μοσχόπουλου.
Να το δείτε ασχέτως φύλου, δεν είναι μια «γυναικεία» παράσταση. Ο φεμινισμός της δεν φωνάζει, αλλά μας συμβουλεύει για ψυχραιμία και κριτική σκέψη. μας καλεί να σκεφτόμαστε τα αιτήματά του στο μεγάλο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής μας. Μια τεχνολογία ωριμότητας και ουσιαστικής ευαισθησίας για τα όσα συμβαίνουν. Μια βαθιά πολιτική δήλωση.
Δημήτρης Γλύστρας