Πηγή: Classicalmusic.gr
του Τζων Μοδινού (*)
Στο παρόν άρθρο θα επιθυμούσα να παρουσιάσω τη δική μου γνωριμία και εμπειρία με το πασίγνωστο και θαυμαστό έργο ”Ριγκολέττο” του σημαντικότερου ίσως ιταλού συνθέτη Τ. Βέρντι, ο οποίος παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε στη ζωή του, προίκισε την ανθρωπότητα με το πλούσιο έργο του.
Το έργο αυτό πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βενετία το Μάρτιο του 1815, συνδυάζοντας τις ικανότητες του λιμπρετίστα Πιάβε με τις αντίστοιχες μουσικές του Βέρντι. Το θέμα του πάρθηκε από το έργο ”Le Roi s’ amuse” του Victor Hugo. Πιστεύω πως η σκιαγράφηση των χαρακτήρων μέσα από τις άριες κυρίως, γίνεται με τρόπο εντυπωσιακό διότι όχι μόνο φαίνεται το ποιόν του καθένα, αλλά και οι ίδιες οι μελωδίες λειτουργούν ως προοικονομία για το τι μέλλει γενέσθαι.
Ένα απόγευμα Σαββάτου, όντας στρατιώτης στην Ατλάντα Τζώρτζια, παρακολούθησα στο ραδιόφωνο το Ριγκολέττο στην εκπομπή της Τέξακο, που μεταδιδόταν απευθείας από τη Μετροπόλιταν όπερα. Εκεί το άκουσα για πρώτη φορά και οι ψυχικές μου μεταπτώσεις ήταν τόσες όσες και των χαρακτήρων με κεντρική τη φυσιογνωμία του βαρύτονου, ο οποίος ήταν ο Λέοναρντ Γουόρεν σ’ εκείνη την παράσταση! Ένιωσα έντονο ζήλο για το ρόλο αυτό και κατάφερα τελικά να τον τραγουδήσω 223 φορές σε όλο τον κόσμο με καλλιτέχνες όπως ο αγαπητός μου Λ. Παβαρότι, Ε. Γκρουμπερόβα -οι οποίοι πιστεύω ήταν απ’ τους καλύτερους- κ.ά.
Την επιτυχία μου στο ρόλο αυτό και σε άλλους 92 την οφείλω φυσικά και στους θαυμάσιους δασκάλους, με τους οποίους είχα την τύχη να είμαι μαζί. Αρχικά -για λίγο- ήμουν με την Εστέ Λίπλιν - δασκάλα της Μπεβερλυ Σίλλς, με την οποία έκανα το ντεμπούτο μου στην Τραβιάτα στη New York city opera - και έπειτα μελέτησα με τον άνθρωπο που του οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τον τρόπο που μου δίδαξε το αγαπημένο μου έργο Ριγκολέττο, το βαρύτονο Θάνο Μέλλο, σύζυγο της αξιολογότατης μέτζο- σοπράνο Έλενας Νικολαϊδη και αδελφό του Ηλία Βενέζη.
Η πρώτη φορά που τραγούδησα τον εξαίσιο αυτό ρόλο ήταν στο ραδιόφωνο, στο οποίο με κάλεσε ένας παραγωγός που τυχαία με άκουσε να τραγουδώ. Μη έχοντας παίξει ακόμα το ρόλο επί σκηνής, με το ”θράσος” του νέου ανθρώπου, τραγούδησα το έργο με όλες τις παραδοσιακές προσθήκες των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής μου καταφέρνοντας, απ’ ότι αργότερα αντιλήφθηκα, να κινήσω το ενδιαφέρον του τότε καλλιτεχνικού κόσμου.
Αυτός είναι και ο ιδιαίτερος λόγος που αγαπώ αυτό το έργο- και τώρα που το διδάσκω- περισσότερο από κάθε άλλο. Κάθε φορά που άνοιγα τη σακούλα και αντίκριζα τη Τζίλντα μου, το παιδί μου μαχαιρωμένο από δικό μου σφάλμα, δάκρυζα και τα συναισθήματα- ιδιαίτερα της τελευταίας πράξης- με επηρέαζαν για αρκετή ώρα και μετά το τέλος της παράστασης.
Αυτά τα συναισθήματα πιστεύω πως τα είχε και ο Βέρντι όταν δημιουργούσε αυτό το αριστούργημα και γνώριζε ότι η επιτυχία του έργου αυτού ήταν κατ’ αυτόν τον τρόπο σίγουρη. Από τη δική μου εμπειρία, όταν έβλεπα ανθρώπους να κλαίνε ή να τραγουδούν μελωδίες του έργου βγαίνοντας, ήξερα πως αυτή ήταν η ανταμοιβή όλων των συντελεστών της παράστασης και ότι ο κοινωνικός σκοπός του συνθέτη και του καλλιτέχνη επετεύχθησαν με το σωστό τρόπο, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον κάθε άνθρωπο του ακροατηρίου.
Ως μελοδραματικό έργο ο Ριγκολέττο θα μπορούσε να έχει και τον τίτλο ”Η κατάρα”, όπως είχε αρχικά προταθεί.
Ο Ριγκολέττο, που αποδίδεται κυρίως από δραματικό βαρύτονο, περιγελώντας το δύστυχο Μοντερόνε, που παραπονέθηκε για την ατίμωση της κόρης του από το Δούκα- ρόλος λυρικού τενόρου- δέχεται απ’ τον παραπονούμενο κατάρα, η οποία φυσικά εκπληρώνεται εντός του έργου, εφόσον η κόρη του Τζίλντα (κολορατούρα σοπράνο/λυρική) ερωτεύεται το Δούκα -ως φοιτητή παρουσιαζόμενο-, πράγμα μη επιθυμητό απ’ τον πατέρα, που γνωρίζει την αστάθειά του προς το γυναικείο φύλλο ( la donna è mobile ).
Η απαγωγή της κόρης του και η παραμονή της στο παλάτι κάνει το Ριγκολέττο να ζητά εκδίκηση (Corti gianni), πράγμα που αποδεικνύεται οδυνηρό, εφόσον η κόρη του θυσιάζει τη ζωή της για το Δούκα, δίχως ο ίδιος ο Δούκας να γνωρίζει τη συνομωσία δολοφονίας του απ’ το Ριγκολέττο και τον Σπαραφουτσίλλε και φυσικά μη γνωρίζοντας και τη θυσία της κοπέλας.
Η τραγικότερη στιγμή του έργου που αγγίζει τις καρδιές όλων είναι η τελευταία σκηνή της τελευταίας πράξης όπου ο πατέρας αντικρίζει το ετοιμοθάνατο παιδί του, το οποίο του αποκαλύπτει το λόγο της θυσίας του και του ζητά συγχώρεση όπως του υπενθυμίζει πως θα είναι πλάι στη μητέρα της στη γειτονιά του ουρανού, όπου θα βρίσκεται και θα προσεύχεται γι΄ αυτόν (lassu in ciel vicina alla madre...).
Πραγματικά, είναι αναγκαίο όλοι οι άνθρωποι, καλλιτέχνες ή μη, να παρακολουθούν τέτοιου είδους καταθέσεις ψυχής, διότι μόνο μέσω της παιδείας, του προβληματισμού και της προσπάθειας μπορεί να συντελεστεί πρόοδος του ενός, του συνόλου και αναγκαστικά της κοινωνίας.
(*) επιμέλεια κειμένου Τζίνα Τριανταφύλλου
Πηγή: Classicalmusic.gr