Τα καλύτερα μουσικά γλέντια είναι... κατ' οίκον

Το κέφι των μουσικών σκηνών μεταφέρεται σε σπίτια, με γλέντι ρεφενέ και μουσικούς που ξέρουν να ξεσηκώνουν.
Τα καλύτερα μουσικά γλέντια είναι... κατ οίκον
Οι οργανοπαίκτες έρχονται και στήνουν, μπουζούκι και κιθάρα. Ο νοικοκύρης του σπιτιού γιορτάζει μια ειδική περίσταση – γάμος, γενέθλια, ακόμα και μνημόσυνο.

Η παρέα λίγη, αλλά καλή. Οι μουσικοί επαγγελματίες, ή μήπως φίλοι; Η πρώτη πενιά ηχεί, η φωνή της κοπέλας καθαρή δίνει τον τόνο για να ξεκινήσει η βραδιά. Χρονικό όριο; Σπάνια υπάρχει. Το τέλος σε αυτές τις βραδιές δεν ορίζεται με λεπτοδείκτες. Αρκετό κρασί και φαγητό να υπάρχει και το βράδυ δίνει τη θέση του στο πρωί. Ο νοικοκύρης έχει μεριμνήσει, με φαγητό και ποτό. Είναι ιδιαίτερη μέρα η σημερινή. Γιορτάζουμε.

Η βραδιά ρέει σαν το κρασί στα ποτήρια των καλεσμένων. Ρεμπέτικα και λαϊκά. Κάποια από την παρέα παρεμβαίνει, θέλει να παίξουν το «κομμάτι της» και να χορέψει. Η κομπανία δεν της χαλά χατίρι, φαίνεται μάλιστα να το διασκεδάζει το ίδιο με τους εκλεκτούς θαμώνες ενός «πάρτι»  διαφορετικού από εκείνα που θα συναντήσεις αν βγεις σε ένα μπαράκι ή αν πας σε ένα κοντινό ρεμπετάδικο – μεζεδοπωλείο. Εδώ τα πράγματα είναι πιο οικεία, πιο άνετα, χωρίς ντροπές. Εδώ η διασκέδαση είναι εγγυημένη και – το κυριότερο; - σπιτική. Χωρίς βαβούρα, χωρίς στριμωξίδι.

Πού συμβαίνει αυτό; Θα αναρωτηθείς. Παντού σε σπίτια και πολυκατοικίες. Στα Βόρεια και τα Δυτικά στο κέντρο της Αθήνας και μακριά από αυτά. Οπουδήποτε υπάρχει διάθεση για γιορτή, οπουδήποτε υπάρχει καλή παρέα, οπουδήποτε μπορούν να πάνε οι οργανοπαίκτες. Και συνήθως πάνε παντού, αρκεί να γίνει η πρόσκληση.

Κατ’ οίκον μουσικοί

Η Νατάσα παίζει πιάνο και τραγουδάει επαγγελματικά. Η φωνή της καμπάνα, το ταπεραμέντο και το ταλέντο της επιτρέπει να τραγουδά, αλλά και να παίζει συγχορδίες με ευκολία. Ξεκίνησε με κλασσική μουσική παιδεία σε Ωδείο, όμως αν της το ζητήσεις θα παίξει άνετα Κηλαηδόνη, Θεοδωράκη και ροκιές.

«Σε ακούν κάποιοι άνθρωποι και τους αρέσει η δουλειά σου, θέλουν να μαζευτούν σπίτι αντί να βγουν έξω και να ακούσουν τον μουσικό μαζί με κόσμο. Προτιμούν να του κάνουν ιδιωτική πρόσκληση. Όλοι οι μουσικοί έχουμε προτάσεις για να παίξουμε σε γιορτές σε σπίτια, φιλικά ή επαγγελματικά. Από μεγάλες δεξιώσεις «κυριλέ», μέχρι το πιο φτωχικό σπιτάκι», μας λέει.

Ο Σωτήρης παίζει κι αυτός πιάνο, αλλά και κιθάρα σε μαγαζιά, ταβέρνες και μπαράκια και από μικρή ηλικία μαζεύονταν παρέα σε σπίτια για μουσικές βραδιές. Οι παρέες δεν ήταν πάντα οι ίδιες, κάποιες υπήρξαν σταθερές άλλες «φτιάχνονταν» από το μαγαζί.

«Δεκαετίες τώρα οι παρέες μαζεύονταν σε σπίτια και έπαιζαν μουσική, απλά τώρα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Ψάχνεις εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, που να μην χρειάζεται να βγεις έξω. Είναι ένα συμπόσιο, κυρίως τώρα που το ρεμπέτικο έχει βγει μπροστά μέσα από μεζεδοπωλεία και μικρά μαγαζάκια. Υπάρχουν επιλογές στην πόλη, αλλά αν θες να βρεθείς με πολλούς φίλους μαζί και να τους κάνεις το τραπέζι ρεφενέ είναι πολύ βολικός τρόπος. Είναι ένα λαϊκό σουαρέ», αναφέρει.

Ο Γιώργος, μπουζουκοπαίκτης και δάσκαλος μουσικής, γεννηθείς στη Δράμα, ξεκίνησε να δουλεύει σε μαγαζάκια και τοπικές ταβέρνες, όμως δικτυώθηκε χάρη σε μια τυχαία γνωριμία στη Θάσο. Η γνωριμία του αυτή τον… έφερε Αθήνα όπου συνέχισε να παίζει επαγγελματικά σε μαγαζιά. «Μεγάλωσα σε τραπέζια με όργανα και φίλους. Κατά βάση είχαμε 2-3 μπουζούκια, κλαρίνα, κιθάρες και ούτι. Σε σπίτια έπαιζα ήδη από το Λύκειο με παρέες. Έλειπαν οι γονείς μας; Φέρναμε τα όργανα, έτσι χύμα, χωρίς πρόγραμμα».

Πλέον στο μαγαζί που δουλεύει τον προσεγγίζουν πελάτες που πέρασαν καλά και του ζητάνε να έρθει σπίτι τους με μεροκάματο. «Για ποτό μπορείς να βγεις κάθε μέρα. Όμως μια μουσική βραδιά στο σπίτι είναι κάτι διαφορετικό. Έχει περισσότερη αμεσότητα. Βέβαια προϋποθέτει να γουστάρεις και το είδος της μουσικής. Όμως η κοινωνικοποίηση είναι ανώτερου επιπέδου, πιο αληθινή. Είσαι μεταξύ φίλων, είσαι σε δικό σου χώρο, μπορείς να κάνεις ό,τι θες, να φας ό,τι θες.

» Ένα τέτοιο σουαρέ μπορεί να κοστίζει, κυρίως αν θες να φέρεις αρκετούς μουσικούς, όμως αξίζει 100% για μια ειδική περίσταση. Αρκεί να έχεις τον χώρο, να μην έχεις θέμα με τους γείτονες και να μην γκρινιάζει η γυναίκα σου που πρέπει να πλύνει πιάτα. Αν θες, μπορείς να το κάνεις και ρεφενέ και να σου βγει αρκετά οικονομικά. ‘Παιδιά είστε να βάλουμε από ένα 20αρι ο καθένας να πάρουμε πέντε πραγματάκια να φέρουμε και μερικούς μουσικούς και να γουστάρουμε;’. Το λες και κόβεις αντιδράσεις. Κακή μουσική βραδιά σε σπίτι δεν μου έχει τύχει, εκτός και αν ξεφτιλιστεί κάποιος στο κρασί και δεν μπορεί να γυρίσει σπίτι του», λέει γελώντας.

Παίξε κάτι καλό μάστορα!

Το ρεπερτόριο είτε «βγαίνει» στην πορεία είτε το επιλέγει ο ίδιος ο καλλιτέχνης ή η κομπανία, λέει η Νατάσα. «Κάποιος μπορεί να σου πει εμείς θέλουμε να χορέψουμε κι εκεί θα παίξεις ρεμπέτικο, λαϊκό. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι ανάμεικτο, πολυποίκιλο. Συνήθως ο κόσμος θέλει το γλεντάκι του, οπότε εκεί θα παίξω και Τσιτσάνη θα παίξω και Βαμβακάρη, θα χορέψουν το ζεϊμπέκικο και μετά χαλάρωση. Το πρόγραμμα μπορεί να έχει πολλές εκφάνσεις», προσθέτει.

«Εξονυχιστικά ανάλογο με την παρέα», χαρακτηρίζει το ρεπερτόριο ο Γιώργος. «Μπορεί να σου τύχει να παίξεις λίγο underground, λίγο άγνωστα, είχαμε τέτοιο κοινό σε σπίτι. Συνήθως όμως εστιάζεις στο πώς πηγαίνει ο κόσμος, ξεκινάς με κάτι διεθνές, ψιλογνωστό που να μην είναι τίγκα προπολεμικό, αλλά ούτε και Διονυσίου, κανένα Ζαμπετάκο, απαλό και βλέπεις πώς πάει η φάση. Μου έχει τύχει να παίζω από Θανάση και Μάλαμα μέχρι Σταυριανό, κάτι κομμάτια που δεν τα ξέρει ούτε ο Θεός. Μια κοριτσοπαρέα μιας φίλης σε καντίνα για παράδειγμα, ήθελε κέφι και χαρά και δώς του τσιφτετέλια. Ε, εκεί το πιο άγνωστο ήταν το Πίνω και Μεθώ».

«Το ρεπερτόριο έχει μια εντοπιότητα», λέει ο Σωτήρης, «δεν θα παίξουμε δηλαδή αυτά που παίζαμε στο Λύκειο, Λεντ Ζέπελιν και Oasis, συνήθως υπάρχει παραίνεση από τον νοικοκύρη, αλλά και από την παρέα».

Όσον αφορά το χρονικό κομμάτι, οι βραδιές… διαρκούν. Και διαρκούν πολύ, ιδιαίτερα αν το κλίμα το σηκώνει. Και συνήθως το σηκώνει. «Κάτω από τετράωρο δεν υπάρχει περίπτωση να κρατήσει, εκτός και αν είναι κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο χρονικά από τον οικοδεσπότη. Οπότε αν θέλουν κάποιο γλεντάκι, τότε το τετράωρο είναι σίγουρο», αναφέρει σχετικά η Νατάσα.

«Είναι μερικές βραδιές που νιώθεις ότι δεν σκαλώνει τίποτα, το ρεπερτόριο, η παρέα όλα ταιριάζουν, νιώθεις σαν να γίνεται κάπως μαγικά. Είναι οι άνθρωποι μάλλον. Έτσι ήταν να γίνει, όλοι πέρασαν καλά και το διασκεδάσαμε κι εμείς, χόρεψαν μέσα στο σπίτι, μεράκλωσαν, έριξαν ζεϊμπεκιές», θυμάται ο Σωτήρης, ενώ ο Γιώργος μου περιγράφει σκηνικό στην Πλάκα όπου έπαιζε για κάτι φίλους του σε μια ταράτσα με ελάχιστα άτομα. Ξάφνου μπήκε μια αγγλίδα πιανίστρια στην παρέα, η οποία έπαιξε πιάνο μαζί τους, χωρίς να τους ξέρει. Λίγο αργότερα δύο Ισπανοί άκουσαν τις μουσικές και ανέβηκαν πάνω κι αυτοί, τους κέρασαν ποτό και κάθισαν να τραγουδήσουν όλοι μαζί.

Και από κόστος;

Εδώ παίζει… παζάρεμα, αλλά και διακύμανση ανάλογα το πόσο «φίρμα» θεωρεί εαυτόν ο καλλιτέχνης. Σε γενικές γραμμές, το μεροκάματο «παίζει» στα 50€/ μουσικό, όμως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να βγει και παραπάνω ή και λιγότερο, ανάλογα με τον εξοπλισμό (μικρόφωνα, ενισχυτές κτλ.) και την απόσταση που θα κληθεί να καλύψει η κομπανία.

Η κρίση προφανώς έχει ρίξει τις τιμές, και οι κατ’ οίκον μουσικοβραδιές με οργανοπαίκτες αποτελούν μια μερακλίδικη, κεφάτη και εγγυημένα διασκεδαστική εναλλακτική παρεΐστικης ψυχαγωγίας κατ’ οίκον.

Σκεφτείτε το.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v