Arrival: Στενές επαφές… καναδέζικου τύπου

Ο καναδός Ντενί Βιλνέβ σκηνοθετεί μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που βλέπεται ευχάριστα, κυρίως χάρη στην εξαιρετική πρωταγωνίστριά της.
Arrival: Στενές επαφές… καναδέζικου τύπου
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο πιο χοτ καναδός σκηνοθέτης, ο Ντενί Βιλνέβ, επιστρέφει με μία ταινία επιστημονικής φαντασίας, επεκτείνοντας πάνω στις ιδέες του διηγήματος που αποτέλεσε την αφορμή για το σενάριο και επαναπροσδιορίζοντας μια πολύ παλιά εμμονή του είδους, την επικοινωνία με το υπερπέραν. Το “Arrival”, όμως, καλογυρισμένο και καλοπαιγμένο χωρίς αμφιβολία, υπόσχεται πολλά και στο τέλος δίνει λίγα, μια πιασάρικη ανατροπή κι ένα εκβιαστικό φινάλε που ανήκει, ίσως, σε κάποια άλλη ταινία, αλλά όχι σ' εκείνη που βλέπουμε για 60 και πλέον λεπτά.

Η υπόθεση

Δώδεκα εξωγήινα διαστημόπλοια που μοιάζουν με τεράστια μαύρα βότσαλα έχουν εγκατασταθεί σε δώδεκα σημεία του πλανήτη κι επιχειρούν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους εκεί, δηλαδή τους ειδικούς που αναλαμβάνουν τη δουλειά υπό την επίβλεψη των αρχών. Στις ΗΠΑ, μία γλωσσολόγος κι ένας θεωρητικός φυσικός καλούνται να φέρουν εις πέρας την πιεστική, φαινομενικά ακατόρθωτη αποστολή. Η γλυκύτατη Λουίζ Μπανκς ρίχνεται στη “μάχη” χωρίς να ξέρει τι την περιμένει. Όταν τελικά “σπάει ο πάγος”, η επικοινωνία αποδεικνύεται μια εντελώς διαφορετική εμπειρία απ' όσες είχε μέχρι τώρα...



Η κριτική

Η πικρή αλήθεια για το είδος της επιστημονικής φαντασίας είναι ότι ποτέ δεν ήταν αυτό που λέμε “για όλους” και οι καλύτερες ταινίες του είναι εκείνες που απευθύνονται σε πιο εξειδικευμένο και πιο “ανοιχτόμυαλο” κοινό. Παρ' όλ' αυτά, οι θεματικές του ήταν και είναι πιασάρικες και το κόστος μιας αξιοπρεπούς παραγωγής αρκετά μεγάλο, ώστε τα στούντιο να στοχεύουν σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτές οι απόπειρες για πιστότητα και ποιότητα μαζί με ευρεία απήχηση κι εμπορική επιτυχία έχουν τις κακές και τις καλές εκδοχές τους και το “Arrival” ανήκει σίγουρα στις τελευταίες. Οι δημιουργοί του, όμως, δεν αποφεύγουν (είτε επειδή δεν θέλουν είτε επειδή δεν μπορούν) να πέσουν στην κλασική παγίδα που κρύβει το να γράφεις για πράγματα που δεν εμπίπτουν στην ανθρώπινη εμπειρία, αλλά σε μία διαχρονική, όσο και χιλιοαφηγημένη φαντασίωση: την απλοϊκότητα και την αναμόχλευση των κλισέ που έχουν ήδη στη διάθεσή τους.

Η επαφή με μορφές ζωής απ' το υπερπέραν έχει απασχολήσει τη μυθοπλασία πολλάκις και με ποικίλα αποτελέσματα. Ο Βιλνέβ και οι συνεργάτες του, επιλέγουν ένα πολυβραβευμένο διήγημα του Τεντ Σιανγκ (Story of your Life) και χτίζουν πάνω σ' αυτό μία σοβαρή, ατμοσφαιρική αφήγηση επιστημονικής φαντασίας με δύο κυρίως πρωταγωνιστές, την γλωσσολόγο Λουίζ Μπανκς και την “γλώσσα”, δηλαδή την έννοια της γλώσσας ως εργαλείο επικοινωνίας και διαμόρφωσης κουλτούρας εντός και πέρα απ' τα όρια που της έχουν δώσει οι άνθρωποι. Δίπλα της, τοποθετούν έναν “παραδοσιακό” επιστήμονα που, ενώ αρχικά δείχνει να αποτελεί το ορθολογικό αντίβαρο στην ενστικτώδη προσέγγιση της γλωσσολόγου, γρήγορα αποδεικνύεται “μιας χρήσης”, αν και απαραίτητος πάραυτα. Στα μετόπισθεν, το άκαμπτο κράτος μέσω του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, περιμένει, με το χέρι στη σκανδάλη, μία ξεκάθαρη εικόνα των “εισβολέων” που να εγείρει, τουλάχιστον, κάποια ξεκάθαρη αντίδραση.

Το “Arrival” είναι μία πραγματική απόλαυση για τις αισθήσεις, όχι μόνο επειδή ο διευθυντής φωτογραφίας του Βιλνέβ κάνει εξαιρετική δουλειά, αλλά κι επειδή όλες οι επιλογές του καναδού μαέστρου λειτουργούν αρμονικά ως σύνολο χωρίς να προκαλούν ούτε στιγμή την εντύπωση πως αγωνιά να “ξεχωρίσει” απ' τους παλαιότερους δημιουργούς που πήγαν την κινηματογραφική επιστημονική φαντασία λίγο πιο πέρα ή να μας δώσει το απόλυτο sci-fi έπος” της γενιάς του. Συνειδητοποιημένος ως ανερχόμενος μαιτρ του εμπορικού σινεμά και πιο μετρημένος από ποτέ, αφήνει την εξαιρετική Έιμι Άνταμς να σηκώσει στις πλάτες της το έργο του, κάτι που καταφέρνει απολύτως και εμφατικά στα 2/3, τουλάχιστον, μέχρι τη στιγμή που η πλοκή πρέπει να οδηγηθεί σε κλιμάκωση και να δοθούν οι απαντήσεις που περιμένουμε όλοι μας.

Κι ενώ οι απαντήσεις δίνονται η μία μετά την άλλη, βιαστικά και εκβιαστικά, το ερώτημα που γεννιέται είναι “γιατί;”. Γιατί κάποιος να χτίσει κάτι τόσο στέρεο και μετρημένο γύρω από έναν τόσο αξιαγάπητο και πειστικό χαρακτήρα, αλλά σε ένα ευρύτερο περιβάλλον που μοιάζει να βγήκε από φτηνιάρικο κόμικς; Γιατί να τον βάλει στη διαδικασία να μας πάρει μαζί του καθώς υπερβαίνει τα γνωστά ανθρώπινα όρια, απλώς και μόνο για να του δώσει μια κλωτσιά και να τον θυσιάσει στο βωμό της ευκολίας και του εφησυχασμού του ανώνυμου θεατή; Δεν είναι δα και κάνας γρίφος σαν εκείνον που λύνει η υπέροχη Λουίζ Μπανκς: η ταινία πρέπει να κλείνει με ένα, τουλάχιστον, πανανθρώπινο μήνυμα και μία, τουλάχιστον, ηρωική πράξη που δείχνει πως οι άνθρωποι καταφέρνουν τα πάντα, αρκεί να ενωθούν. Σαν τους έλληνες, ένα πράμα...

Υπάρχουν, σίγουρα, λόγοι για να δει κανείς την ταινία του Βιλνέβ, αλλά ο κυριότερος είναι για να δει πόσο λεπτή είναι η γραμμή μεταξύ ενός άρτιου κινηματογραφικού αφηγήματος και μιας εντυπωσιακής μετριότητας. Ευθύνεται γι' αυτήν ο Βιλνέβ ή οι πιέσεις των στούντιο που ανέκαθεν οδηγούσαν σε στρεβλά αποτελέσματα σε σχέση με τα αρχικά οράματα των δημιουργών; Η γνώμη που έχω για τον καναδό και τις πρότερες πομπώδεις σεναριακές επιλογές του με κάνει να κλίνω προς το πρώτο, αλλά είμαι σίγουρος ότι η εμπορικότητα του εγχειρήματος ήταν μία συνθήκη που έπρεπε να λάβει υπόψιν εξαρχής. Ο τρόπος που η ταινία του βυθίζεται απ' το αισθητικό ζενίθ στο σεναριακό ναδίρ δε συνάδει και πολύ με την εμπειρία του, απ' την άλλη, όμως, το μέτρο που διέπει το πρώτο μισό της ταινίας δεν είναι και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σκηνοθέτη.

Ας είναι. Το “Arrival” βλέπεται ευχάριστα, ακόμη και με το ξενέρωμα που επιφυλάσσει σε όποιον το πάρει πολύ στα σοβαρά.

Βγαίνουν ακόμη:
Η ενδιαφέρουσα, αλληγορική ιαπωνική ταινία μυστηρίου “Creepy”, η βιογραφική ταινία “The Odyssey” για τον Ζακ-Υβ Κουστό, το ιταλικό πολιτικό θρίλερ “The Confessions”, το απαράδεκτο αμερικάνικο πολιτικό δράμα “American Pastoral”, η κωμωδία “Office Christmas Party” και το “Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη” του Κώστα Ζάπα.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v