The Light Between the Oceans: Δράμα αξιώσεων

Ο σκηνοθέτης του Blue Valentine επιστρέφει, με ένα ακόμα στιλιζαρισμένο αλλά καλοστημένο και απολαυστικό δράμα, και τον Μάικλ Φασμπέντερ πρωταγωνιστή.
The Light Between the Oceans: Δράμα αξιώσεων
του Λουκά Τσουκνίδα

Μετά το απολαυστικό “Blue Valentine” και το υπερφίαλο “The Place Beyond the Pines”, ο Ντέρεκ Σιανφράνς επιστρέφει με ακόμη μία ανθρώπινη τραγωδία που σκοπό έχει να συγκινήσει, αλλά και να προβληματίσει γύρω απ' τις ανθρώπινες επιλογές, τα κίνητρα και τις συνέπειές τους. Χωρίς ν' αποκλίνει απ' τις αγαπημένες αισθητικές επιλογές του, το εξοντωτικό στιλιζάρισμα και την έμφαση στο μελό, με το “The Light Between the Oceans” ο ανερχόμενος δημιουργός διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Λ. Στέντμαν με τρόπο απολαυστικό, που αναδεικνύει τις βαθύτερες πτυχές ενός, ούτως ή άλλως, καλοστημένου δράματος.

Η υπόθεση

Έχοντας επιζήσει των απάνθρωπων χαρακωμάτων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τομ επιστρέφει στον τόπο του, όπου αναλαμβάνει φαροφύλακας σ' ένα νησάκι μακριά απ' τους ανθρώπους, στο μεταίχμιο δύο ωκεανών. Την μοναχική ζωή του έρχεται να αναστατώσει η δροσερή Ίζαμπελ που γίνεται γυναίκα του και μετακομίζει στο ησυχαστήριο δίπλα στον φάρο. Όταν οι δύο απόπειρές τους να κάνουν παιδί αποτυγχάνουν, η βάρκα που μεταφέρει έναν νεκρό άνδρα κι ένα ανυπεράσπιστο μωρό μοιάζει σα δώρο Θεού. Η χαρά της Ίζαμπελ θολώνει την κρίση του Τομ, μα η απόφασή του να το μεγαλώσουν σα δικό τους τον στοιχειώνει απ' την πρώτη στιγμή...



Η κριτική

Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, την τρίτη κάτω απ' τα φώτα της δημοσιότητας και το βλέμμα των κριτικών, ο Ντέρεκ Σιανφράνς επιλέγει σοφά να συμμαζέψει, κατά κάποιον τρόπο, την φαντασία του και να εστιάσει σε ένα ζήτημα που αγγίζει τους πάντες, με τρόπο που προκαλεί κρίσιμα ερωτήματα και τραβά το ενδιαφέρον και του πιο δύσκολου θεατή. Η φυσική υπόσταση της μητρότητας απέναντι στην ουσιαστική επίδραση της ανατροφής, η ακαμψία του νόμου απέναντι στην ευκαμψία της ανθρώπινης ηθικής, η επιλογή ενός βραχυπρόθεσμου καλού με το ρίσκο μιας μακροπρόθεσμης καταστροφής, η μάχη της ορθής κρίσης με τις προσταγές της αγάπης, μπαίνουν στο μίξερ του δημιουργού και, ευτυχώς, αντί για ένα μελό αχταρμά, βγάζουν ένα ανθρώπινο δράμα εποχής, πιο προσγειωμένο απ' ό,τι μαρτυρά το στιλιζαρισμένο ύφος του.

Ο Τομ κουβαλά τον δικό του σταυρό, απόρροια της εμπειρίας του στα χαρακώματα. Η Ίζαμπελ είναι νέα και αισιόδοξη, ερωτευμένη κι έτοιμη να φωτίσει τη ζωή του Τομ, να γίνει ο δικός του φάρος. Σύντομα, όμως, αποκτά κι εκείνη το δικό της προσωπικό δράμα, δύο αποβολές που βαραίνουν απίστευτα την ήδη μοναχική καθημερινότητά της στην απομόνωση του νησιού τους. Ο ερχομός της μικρής Λούσι μέσα απ' την απεραντοσύνη του Ωκεανού, εκλαμβάνεται απ' την Ίζαμπελ ως σανίδα σωτηρίας, ως “φάρος” μέσα στο σκοτάδι.

Για τον Τομ, που έχει ζήσει την ανθρώπινη αγριότητα κι έχει γευτεί την ματαιότητα του κυνηγιού της ευτυχίας, προέχει το καθήκον του, αλλά όχι για πολύ. Η ευτυχία της Ίζαμπελ είναι εξίσου σημαντική κι έτσι αποκρύπτει το περιστατικό και αναλαμβάνει το ρόλο του πατέρα...

Με το γνωστό πια λυρικό του ύφος, τα μακρόσυρτα μακρινά και τα “ιπτάμενα” κοντινά πλάνα, πλαισιωμένα από μουσικές που υπερθεματίζουν τις εντάσεις της στιγμής, ο Σιανφράνς ξοδεύει το πρώτο μισό της ταινίας σκιαγραφόντας τη ζωή δίπλα στον φάρο και ανάμεσα στους ωκεανούς, συμπυκνώνοντας επιτυχώς το χρόνο μεταξύ του γάμου των δύο αντι-ηρώων του και της εμφάνισης του παιδιού-σωτήρα. Η σχέση του Τομ και της Ίζαμπελ βασίζεται στην αγάπη, αλλά και την κατανόηση, από μεριάς της, ότι έχει να κάνει με κάποιον που αποσύρθηκε συνειδητά απ' τους ανθρώπους για να μην προξενήσει άλλο κακό, αλλά και για να μην το υποστεί.

Βέβαια, όσο και αν απομακρυνθείς, ο κόσμος θα σε βρει και οι επιλογές σου, όπως το κύμα που ξέβρασε τη βάρκα, μπορούν να έχουν, τελικά, αντίκτυπο μίλια μακριά, καλό ή και κακό.

Στη μέση της αφήγησης, λοιπόν, αρκετό καιρό μετά την εμφάνιση του παιδιού, ο Τομ επιβεβαιώνει αυτό που υποψιαζόταν, ότι η επιλογή του(ς) έχει βλάψει κάποιον άλλον άνθρωπο -τη βιολογική μητέρα που εισέρχεται δυναμικά στο κάδρο- και η επιβαρυμένη του ψυχή δεν αντέχει κι άλλο βάρος. Έτσι, η πολυπλοκότητα της μεγαλύτερης εικόνας έρχεται να διαλύσει την ψευδαίσθηση της απλότητας που αποπνέει η ζωή στο απόμακρο νησί και εδώ είναι που ο Σιανφράνς διαχειρίζεται το υλικό του με τρόπο, όχι απλοϊκό ή συγκινησιοθηρικό, αλλά επαρκώς διερευνητικό. Χωρίς να κρίνει τελεσίδικα, ρίχνει το φως του στις αντιδράσεις των συγκεκριμένων χαρακτήρων αντί για τους “τύπους” που αντιπροσωπεύουν, αλλά και στους προβληματισμούς που προκύπτουν απ' τις λεπτομέρειες, παρά απ' τις, λίγο-πολύ, αναμενόμενες εξελίξεις.

Επιπλέον, διακριτικά και χωρίς κορώνες, το κορίτσι (το παιδί ως φάρος στο σκοτεινό δρόμο των τριών χαρακτήρων) παραμένει στο επίκεντρο των γεγονότων με τρόπο καταλυτικό, αλλά όχι εκβιαστικό, κάτι που υπογραμμίζεται επιτυχώς και στην τελική αποκλιμάκωση. Οι ερμηνείες είναι αναμενόμενα καλές, με τον Μάικλ Φασμπέντερ να ξεχωρίζει, απλώς, επειδή ο ρόλος του είναι πιο “ηρωϊκός”.

Το “The Light Between the Oceans” είναι μία ταινία με περισσότερο βάθος απ' ό,τι η φανταχτερή “όψη” της μαρτυρά, αδικεί κάπως τον εαυτό της, αλλά ξεπερνά τη μετριότητα χάρη στην διαχρονικότητα των προβληματισμών της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το μακράς διάρκειας οικογενειακό δράμα “Sieranevada” του Κρίστι Πούιου, ρουμάνικο σε όλα του, φλύαρο, αλλά μεθοδικό κι εξαιρετικά διεισδυτικό. Το βιογραφικό πολεμικό δράμα του Μελ Γκίμπσον “Hacksaw Ridge”, τίμιο, αλλά αδικαιολόγητα πηγμένο στην αποκρουστική εικονογραφία κατά την προσφιλή συνήθεια του δημιουργού του. Η δραματική κομεντί “Virgin Mountain” του ισλανδού Ντάγκουρ Κάρι, κλισέ, αλλά ειλικρινής και με έναν εξαιρετικό πρωταγωνιστή στον κεντρικό ρόλο. Το καλοφτιαγμένο σίκουελ “Jack Reacher: Never Go Back”, το ενδιαφέρον βαλκανικό δράμα “Death in Sarajevo” του Ντάνις Τάνοβιτς και το “The Unknown Girl”, η νέα ταινία των αδερφών Νταρντέν.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v