War Dogs: Γίνονται κωμωδίες οι τραγικές ιστορίες;

Ο σκηνοθέτης του Hangover επιστρέφει, με την κωμική εκδοχή μιας τραγικής ιστορίας, που γίνεται τελικά μια μέτρια ταινία.
War Dogs: Γίνονται κωμωδίες οι τραγικές ιστορίες;
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Τοντ Φίλιπς, μάστερ για ένα διάστημα της καφρο-κωμωδίας, επιστρέφει στις οθόνες μας με μία ταινία που βασίζεται σε μια αληθινή, σύγχρονη “πολεμική” ιστορία, βγαλμένη απ' τα σπλάχνα της εποχής του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, ενδεικτική του παραλογισμού που συναντά κανείς ακόμη στην πολιτισμένη μα εξωτική Αμερική. Το “War Dogs” είναι μία κωμική εκδοχή μιας τραγικής ιστορίας, συνειδητά δοσμένη με τρόπο επιφανειακό, πρόχειρο και ανεύθυνο. Δεν είναι αποτρεπτικά κακή και δεν είναι η χειρότερη ταινία του Φίλιπς, σίγουρα, όμως, είναι η μεγαλύτερη αποτυχία του.

Η υπόθεση

Πίσω στα χρόνια που ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος είχε κηρύξει τον πόλεμο στη μισή Μέση Ανατολή, κάποια “επιτροπή ανταγωνισμού” αποφάσισε ότι τα συμβόλαια προμήθειας όπλων και πυρομαχικών στον αμερικάνικο στρατό θα 'πρεπε να είναι ανοικτά σε μεγάλους, μεσαίους και μικρούς εμπόρους απ' όλη τη χώρα. Ένας φιλόδοξος νέος, ο Εφρέμ Ντιβερόλι, αποφάσισε να χτυπήσει τα πιο ασήμαντα από αυτά για να “φάει” απ' τα ψίχουλα μιας τεράστιας μπίζνας. Έπεισε, λοιπόν, τον παλιόφιλό του Ντέιβιντ Πάκαουζ να συνεταιριστούν και η περιπέτειά τους στον κόσμο του διεθνούς εμπορίου όπλων ξεκίνησε...



Η κριτική

Έχοντας να μας εκπλήξει ευχάριστα απ' το πρώτο “Hangover”, μια επταετία πριν, ο Τοντ Φίλιπς αποφεύγει και πάλι να πρωτοτυπήσει, βαδίζοντας (ή, μάλλον, τρεκλίζοντας) στα χνάρια του Μάρτιν Σκορτσέζε που, με τον “Λύκο της Γουόλ Στριτ”, μας έδωσε μία κωμική, ξεπλυμένη εκδοχή μιας πολύ αληθινής απάτης που, πρωτίστως, κατέστρεψε σωρεία απλών, ανυποψίαστων ανθρώπων για να θρέψει τη μεγαλομανία ενός “ψιλικατζή” που ήθελε απλώς να “φάει” απ' τα ψίχουλα της τεράστιας μπίζνας που λέγεται Γουόλ Στριτ.

Το “War Dogs” δεν είναι η ιστορία μιας τέτοιας απάτης, περισσότερο είναι μία ματιά στο τι μπορεί να συμβεί όταν κάποιος μπαίνει στα βαθιά νερά μιας άγνωστης θάλασσας χωρίς να ξέρει κολύμπι. Οι δύο ήρωες, ένας κομπλεξικός, κυνικός τυχοδιώκτης και ένας νέος, μετριοπαθής, μα κουρασμένος απ' τις μηδενικές του επαγγελματικές προοπτικές, βρίσκονται ξάφνου, απ' το να ξύνουν τον πάτο των προμηθειών του αμερικάνικου στρατού για αποφάγια στη μέση μίας απ' τις μεγαλύτερες δουλειές της πιάτσας, επειδή, κυρίως, καταθέτουν μία πολύ, μα πολύ χαμηλά κοστολογημένη πρόταση. Η αναπάντεχη επαφή τους με έναν διεθνή έμπορο όπλων που βρίσκεται στη μαύρη λίστα και ψάχνει βιτρίνα για τις δουλειές του, τους φέρνει στα βαθιά μιας δουλειάς, που τώρα μαθαίνουν...

Όλ' αυτά, φυσικά, δεν προέκυψαν απ' το αρρωστημένο μυαλό κάποιου σεναριογράφου. Ανταποκρίνονται στην παράλογη (για εμάς, τουλάχιστον) αμερικάνικη πραγματικότητα και, συγκεκριμένα, στην περίοδο που ο στρατός κατοχής των ΗΠΑ καιγόταν για προμήθειες για να εξοπλίσει την ιρακινή αστυνομία και τους ντόπιους συμμάχους τους στα διάφορα ανοιχτά μέτωπα της ευρύτερης περιοχής. Ο Ντιβερόλι με τον Πάκαουζ δεν ήταν οι μόνοι που έκαναν τέτοιες δουλειές και κανένας απλός άνθρωπος δεν ποδοπατήθηκε στο διάβα τους, το γεγονός, όμως, ότι ήταν απολύτως πρόθυμοι να διαφθαρούν και να εξαπατήσουν το κράτος (ενώ το ίδιο έκανε τα κλειστά μάτια μέχρι ενός σημείου) για να τσιμπήσουν το παραδάκι, κάνει την ιστορία τους εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αν μη τι άλλο, ως μία ακόμη στρεβλή εκδοχή του αμερικάνικου ονείρου, που πολύ εύκολα γίνεται εφιάλτης.

Βεβαίως, ούτε ο Σκορτσέζε ούτε ο Φίλιπς, είχαν καμία υποχρέωση να αποδώσουν τις ιστορίες που επέλεξαν να πουν, ηθικολογώντας και κουνώντας μας το δάχτυλο, ώστε να μην πάρουμε τη ζωή μας λάθος σαν τους ήρωές τους. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν και άλλες επιλογές πέρα απ' το ακριβώς αντίθετο άκρο. Και αν ο Σκορτσέζε δεν “την έχει” την κωμωδία και γι' αυτό η ταινία του καταλήγει να είναι μία μακρόσυρτη παρωδία του εαυτού της, ο Τοντ Φίλιπς, σκιαγραφώντας δύο αφελείς, σχετικά, γκαφατζήδες που, ουσιαστικά, χτύπησαν το κεφάλι τους στο “ταβάνι” τους σαν κακοί τζογαδόροι, μπορούσε ν' ακολουθήσει τα χνάρια ενός λιγότερο “εκλεκτού” συναδέλφου του. Στο “Pain & Gain”, ο Μάικλ Μπέι χτίζει ένα σύγχρονο έπος ανικανότητας και μεγαλομανίας στο αμερικάνικο μωσαϊκό, με αφετηρία μια σειρά από γεγονότα που καταγράφηκαν σε εφημερίδα του Μαϊάμι. Είναι κωμωδία, είναι τραγωδία, είναι υπερθέαμα και ρεσιτάλ καρικατούρας, μία παρωδία του ίδιου του “ονείρου”, αλλά κυρίως, όσων το ερμηνεύουν κατά το δοκούν και, σαν σύγχρονοι, μα ανεπαρκείς από κάθε άποψη Ίκαροι, καίγονται πριν καν νιώσουν τον ήλιο.

Ο Φίλιπς, πάλι, επιλέγει ν' αφηγηθεί απολύτως κυριολεκτικά την ιστορία του, διογκώνοντας όσες λεπτομέρειες μοιάζουν να βγάζουν γέλιο, πέφτοντας στο ένα κωμικό κλισέ μετά το άλλο και ξοδεύοντας έναν ηθοποιό ρεπερτορίου, τον Μάιλς Τέλερ, δίπλα στον, επίσης πολυτάλαντο Τζόνα Χιλ, που, όμως, εδώ καλείται να παίξει τον συνήθη αρρωστημένο, υπέρβαρο εαυτό του. Χημεία μεταξύ των δύο δεν υπάρχει ιδιαίτερη, αφού ο Πάκαουζ του Τέλερ, όντας και ο αφηγητής, δεν πείθει ως κάποιος που θα έπαιρνε αυτό το ρίσκο, ενώ βγαίνει και τελείως λάδι στην εκδοχή του, ένα καλό ανθρωπάκι που έπεσε θύμα των καλών του προθέσεων, της κακούργας της κενωνίας και του φαφλατά κολλητού του. Αυτό που βλέπουμε τελικά είναι ένα παρωχημένο, στερεοτυπικό μπι-μούβι με γλυκόπικρο τέλος που αδυνατεί να μας πείσει για τη σχέση της πλοκής και των χαρακτήρων με τη ζοφερή πραγματικότητα που τους γέννησε.

Το “War Dogs” είναι αυτό που λέμε “χαμένη ευκαιρία”, μία μέτρια ταινία που, απλώς, βλέπεται και μοιράζει και δυο-τρία γέλια για πρόσχημα.

Βγαίνουν ακόμη:
Το μέτριο ριμέικ του κλασικού γουέστερν “The Magnificent Seven” διά χειρός Αντουάν Φουκουά, το βιογραφικό “Pele: Birth of a Legend”, το γαλλικό δράμα “Once in a Lifetime”, η ταινία τρόμου “Blair Witch”, το θρίλερ “I.T.”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Kubo and the Two Strings” και τα ντοκιμαντέρ “Heart of a Dog” και “Nostalgia for the Light”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v