Blackhat: Cyber blockbuster διά χειρός Μάικλ Μαν

Ο Μάικλ Μαν σκηνοθετεί ένα "κυβερνοθρίλερ" με τον Κρις Χέμγουορθ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και πολλά δοκιμασμένα κλισέ σε πρώτο πλάνο.
Blackhat: Cyber blockbuster διά χειρός Μάικλ Μαν
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Κι εκεί που είχαμε ξεμείνει από μπλοκμπάστερ, ο Μάικλ Μαν επιστρέφει στις οθόνες μας με ένα θρίλερ από 'κείνα των οποίων έχει κατοχυρώσει πλέον την πατέντα. Το “Blackhat” είναι, σε γλώσσα “νάιντιζ”, ένα “κυβερνοθρίλερ”, μια περιπέτεια που διαδραματίζεται μεν στον πραγματικό κόσμο, η πλοκή της όμως καθορίζεται απ' όσα συμβαίνουν στον ψηφιακό. Τέλος πάντων, αν και πάσχει από πολλές απόψεις, το νέο πόνημα του Μαν διαθέτει τουλάχιστον μια στοιχειωδώς βρώμικη ατμόσφαιρα και όλα τα γνώριμα στοιχεία του δημιουργού του. Όποιος διαφωνεί με αυτά, βέβαια, καλύτερα να προσπεράσει.

Η υπόθεση

Ένα ύποπτο ατύχημα σ' ένα πυρηνικό εργοστάσιο στο Χονγκ-Κονγκ φέρνει τον Λοχαγό Νταγουέι στις ΗΠΑ, όπου πρέπει να συνεργαστεί με τις αμερικάνικες υπηρεσίες απέναντι σε μια νέα πιθανή ψηφιακή απειλή. Στα υπολείματα του κώδικα που βρέθηκαν στο ατύχημα, αναγνωρίζει τον ιό που είχαν φτιάξει μαζί με τον άλλοτε συμφοιτητή του Νίκολας Χάθαγουεϊ, φυλακισμένο πλέον για σειρά κυβερνοεγκλημάτων. Στο όνομα της καταπολέμησης του αόρατου εχθρού, ο Χάθαγουεϊ αποφυλακίζεται προσωρινά και ρίχνεται στο κατόπι του μοχθηρού χάκερ. Αν τον πιάσει, κερδίζει την ελευθερία του...



Η κριτική

Μετά από τόσες ταινίες, τόσες καλές, αλλά και μερικές κακές στιγμές, φαίνεται πως οι εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει ο Μάικλ Μαν θα είναι πλέον πολύ σπάνιες. Απ' την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή του “Blackhat”, όλα γίνονται σύμφωνα με το στιλ στο οποίο έχει πια επαναπαυτεί: η κάμερα στο χέρι, η “ντίτζιταλ” αισθητική με τα καμμένα λευκά, τα ευρυγώνια πλάνα με την κάμερα που αιωρείται, οι ενδιάμεσες εικόνες που δίνουν το στίγμα του τόπου, η “υποκειμενική” χρήση του ήχου κλπ. κλπ. Σε άλλους αρέσει, σε άλλους όχι και άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα. Το ζήτημα, βέβαια, παραμένει τι είδους ιστορία έχει να μας πει.

Αναπόφευκτα, το πεδίο στο οποίο κινείται ο σκηνοθέτης, αυτό του ψηφιακού εγκλήματος, αποτελεί για τους περισσότερους από εμάς ένα τεράστιο μυστήριο —κάτι σαν τη Ρωσία, δηλαδή. Κι όσο ο κόσμος μας μοιάζει να είναι περισσότερο δικτυωμένος, τόσο πιο πιθανό θα μας φαίνεται κάποιος σκοτεινός τύπος με άψογη γνώση της ψηφιακής τεχνολογίας να διαθέτει την δυνατότητα να προκαλέσει ανείπωτο κακό πριν προλάβουν οι καλοί να τον σταματήσουν. Στη περίπτωση του “Blackhat” (ο ίδιος ο τίτλος είναι η ορολογία που αντιστοιχεί στον κακό χάκερ), ο κακός μοιάζει να βρίσκεται πολλά βήματα μπροστά απ' τους διώκτες του, που δεν τον έχουν καν εντοπίσει. Έχει αφήσει όμως ένα ίχνος. Ο ιός, μια παραλλαγή του οποίου χρησιμοποίησε για το κακόβουλο λογισμικό του, έχει φτιαχτεί από τον κινέζο Λοχαγό που καλείται να χειριστεί την υπόθεση. Σύμπτωση; Τι να κάνουμε... Αποτέλεσμα κι αυτή του υπερδικτυωμένου κόσμου μας.

Ο Τσεν Νταγουέι όμως δεν τον έγραψε μόνος. Για την ακρίβεια, συνέβαλλε απλώς σε κάτι που σκαρφίστηκε και υλοποίησε ένας αμερικάνος, ο συμφοιτητής του στο ΜΙΤ και καλύτερος του φίλος, Νίκολας Χάθαγουεϊ. Παρά τον γενικότερο ανταγωνισμό τους, στο πεδίο της κυβερνοασφάλειας, Κινέζοι και Αμερικάνοι συνεργάζονται κι έτσι ο Λοχαγός απαιτεί την παρουσία του Χάθαγουεϊ στο κυνήγι του εγκληματία. Μόνο που ο φίλος του εκτίει τον τέταρτο χρόνο της δεκατριών ετών ποινής του. Κανένα πρόβλημα. Με λίγη πίεση από ψηλά, η συνεργασία του ανταλλάσσεται με την ελευθερία του —σε περίπτωση επιτυχίας φυσικά. Εν τω μεταξύ, μαζί με τον Νταγουέι εργάζεται στην υπόθεση και η πανέμορφη αδερφή του, η οποία “τυχαίνει” να είναι μηχανικός δικτύων και κρυφά ερωτευμένη με τον αμερικάνο κολλητό του αδερφού της. Το κυνήγι, λοιπόν, ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς...

Είναι προφανές σ' όλη τη διάρκεια της ταινίας ότι ο Μαν έριξε ιδιαίτερο βάρος στην κατανόηση των τεχνικών θεμάτων και στην όσο γίνεται πιο αληθοφανή παρουσίαση του πώς γίνονται τα πράγματα πίσω απ' τις οθόνες των υπολογιστών και μέσα στα έγκατα των μικροϋπολογιστών που ελέγχουν τη λειτουργία ολόκληρων πυρηνικών σταθμών. Γνώμη μου είναι ότι τα καταφέρνει μια χαρά, ξεπερνώντας τις παιδικές ασθένειες των περισσότερων κινηματογραφικών απεικονίσεων του κόσμου της ψηφιακής τεχνολογίας, φτιάχνει ατμόσφαιρα και στήνει ένα ενδιαφέρον αίνιγμα για τους ήρωές του.

Το πρόβλημα όμως, βρίσκεται σε άλλες, πιο μπανάλ πτυχές της ταινίας, εκεί όπου μια σειρά από κλισέ και συνταγές επιστρατεύθηκαν κατευθείαν απ' το “μεγάλο εγχειρίδιο των θρίλερ” για να τιναχτούν όλα μαζί στον αέρα σε μια και μόνο σκηνή, πριν επικρατήσει το πιο προφανές από αυτά... ο έρωτας. Οι χαρακτήρες πάλι, είτε αδιάφοροι είτε παντελώς επίπεδοι, δεν προκαλούν την παραμικρή συμπάθεια και ο τουμπανιασμένος κούκλος Κρις Χέμσγουορθ, πείθει για αρχιχάκερ όσο και η λεπτεπίλεπτη Γουέι Τανγκ για μηχανικός δικτύου. Για τον κακό δε, ούτε συζήτηση. Θα έπειθε ίσως για σεξοτουρίστας, αλλά μέχρι εκεί. Από αισθητικής άποψης πάλι, οι ήρωες μοιάζουν γαμάτοι και οι κομπάρσοι μοιάζουν με θαμώνες σε τεκέ κι αυτό πιο πολύ υπονομεύει την επαφή της ταινίας με την “πραγματικότητα” παρά την ενισχύει, όπως ίσως θα ήθελε ο Μαν.

Το “Blackhat” είναι ένα θρίλερ που “βλέπεται” απλώς, κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι το στιλ του δημιουργού είναι του γούστου σου κι ότι μπορείς ν' ανεχτείς τον Κρις Χέμσγουορθ σε ρόλο “action-geek”.

Βγαίνουν ακόμη:
Το πολύ ενδιαφέρον σουηδικό οικογενειακό δράμα “Force Majeure”, το βιογραφικό δράμα “Belle”, η ευχάριστη μουσική κομεντί “Begin Again”, το σίκουελ δράσης “Taken 3”, η ελληνική κωμωδία “Οι Γαμπροί της Ευτυχίας” και το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου “Agora: Από τη Δημοκρατία στις Αγορές”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v